Σ.Σ. Η παρουσίαση του παιχνιδιού πραγματοποιήθηκε με βάση τα όσα παίξαμε και είδαμε στην έκδοση για το PS4. Καλή Ανάγνωση.
Υ.Γ. Ακολουθεί επαγγελματική διαχείριση κωλοτούμπας.
Ίσως να το έχω γράψει ξανά, αλλά είναι αποκαρδιωτικό – έως σοκαριστικό – να βρίσκεσαι στο ξεκίνημα ενός παιχνιδιού ανοιχτού κόσμου, να ανοίγεις τον χάρτη και να αντικρίζεις εκατοντάδες φωτεινά σημαδάκια, που κανονικά θα έπρεπε να έβλεπες έπειτα από 20 με 30 ώρες παιχνιδιού. Στα πρώτα λεπτά του Cyberpunk 2077 ο χάρτης είναι γεμάτος από αμέτρητα φωτάκια που οδηγούν σε αποστολές, κύριες και δευτερεύουσες, σε σημεία όπου βρίσκονται κρυμμένα αντικείμενα, στις θέσεις όπου βρίσκονται πωλητές όπλων, στα ιατρεία κυβερνογιατρών, σε ανήσυχα κυβερνοπανκιά που διαταράσσουν την κοινή ησυχία, σε κορίτσια και αγόρια που προσφέρουν ερωτικές υπηρεσίες έναντι αμοιβής, σε οχήματα που είναι διαθέσιμα για αγορά. Μέχρι και τις καντίνες που προσφέρουν το καλύτερο «βρώμικο» στη Night City μπορείς να βρεις στον ψηφιοποιημένο, χάι-τεκ χάρτη που έχει στη διάθεσή του ο Βι.
Και ενώ το φαινόμενο των εκατό φωτακίων απαντά σχεδόν σε όλα τα σύγχρονα ανοιχτόκοσμα παιχνίδια, από τα Assassin’s Creed και Far Cry της Ubisoft, μέχρι το Ghost of Tsushima της Sucker Punch, ο μεγάλος αριθμός των φωτεινών ενδείξεων που αποτυπώνονται στον χάρτη είναι απόλυτα δικαιολογημένος. Βρισκόμαστε στο 2077, στην εποχή όπου ο καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση στην πληροφορία πο υχρειάζεται. Η Τεχνολογία αναπτύσσεται ραγδαία – και σχεδόν βίαια (περισσότερα γι’ αυτό, παρακάτω) και η πληροφορία μεταδίδεται με ταχύτητες που θα ζήλευε ακόμα και Σόνικ ο Σκαντζόχοιρος. Ναι, λοιπόν, υπάρχει λόγος που ο χάρτης γεμίζει από νωρίς με τόση πληροφορία. Με αυτόν τον εύστοχο τρόπο, ο παίκτης του Cyberpunk αρχίζει να αισθάνεται όλα αυτά θα μπορούσε να νιώσει ένας άνθρωπος αν τον έπαιρναν με κάποιο μαγικό τρόπο από το 2021 και θα τον τοποθετούσαν στο 2077. Ο τεράστιος όγκος πληροφοριών και το τεχνολογικό χάσμα που χωρίζει το σήμερα από το αύριο, αποτυπώνονται υποδειγματικά στον ψηφιακό χάρτη που χρησιμοποιεί ο πρωταγωνιστής του παιχνιδιού. Ο πλούτος της πληροφορίας προκαλεί δέος και η αδυναμία διαχείρισής του από τον ταξιδιώτη του χρόνου, γεννά την απόγνωση. Ο Άνθρωπος του σήμερα στέκεται αποσβολωμένος μπροστά στα επιτεύγματα Ανθρώπου του Αύριο, μπροστά στη δύναμη της Τεχνολογίας. Απόλυτα δικαιολογημένος, λοιπόν, ο χαοτικός χαρακτήρας του χάρτη του παιχνιδιού.
*σ.σ. τέλος κωλοτούμπας
Η τεχνολογική πρόοδος αντικατοπτρίζεται στα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της Night City. Δίχως αμφιβολία, πρόκειται για μία από τις πιο όμορφες και ενδιαφέρουσες ψηφιακές πόλεις που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Κτηριακά συγκροτήματα μέσα σε μεγαλύτερα κτηριακά συγκροτήματα, πολυεπίπεδες κατασκευές από μπετόν που προκαλούν δέος με το μέγεθός τους, γυαλί και ατσάλι που φιλοξενούν αμέτρητους βιονικούς και τεχνολογικά τροποποιημένους ανθρώπους. Η έμφαση στη λεπτομέρεια είναι πραγματικά ασύλληπτη – και στο σημείο αυτό τονίζω ξανά ότι αναφέρομαι στα όσα έχω δει από την έκδοση για το ταπεινό PS4. Η κοινωνική διαστρωμάτωση και οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις που χωρίζουν τους κατοίκους της Night City και των περιχώρων της, παρουσιάζονται πολύ εύστοχα στον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένη η πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Κάθε γωνιά της Night City έχει να μάς πει πράγματα για τους ανθρώπους και τις κοινωνικές τάξεις που ανήκουν. Οι οικονομικά ισχυροί απολαμβάνουν στο έπακρο όσα έχει να τους προσφέρει αυτή η πόλη και βλέπουν τη ζωή να κυλά με γοργούς ρυθμούς κλεισμένοι στους γυάλινους πύργους που στεγάζονται οι οικονομικοί κολοσσοί της χώρας. Οι άνθρωποι που ανήκουν στη μεσαία τάξη ζουν και πεθαίνουν μέσα σε πολυδαίδαλες κατασκευές, σαν τα μυρμήγκια, μακριά από το φως της ημέρας, χάνοντας την αίσθηση του χρόνου και της ανάγκης για επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Όσο για τα κατακάθια της τεχνολογικά προηγμένης πόλης, έχουν φροντίσει να φέρουν τις περιοχές που ελέγχουν, στα μέτρα τους. Γειτονιές παρηκμασμένες και επικίνδυνες για όποιον δεν ζει και δεν έχει λόγο για να κινείται μέσα στους δρόμους τους. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μία πόλη απόλυτα πειστική, γεμάτη με στοιχεία που μπορεί να δει κανείς σε μία πραγματική πόλη. Προς τιμή τους, οι σχεδιαστές του παιχνιδιού δεν περιορίστηκαν μόνο στο να δημιουργήσουν μία πόλη λειτουργική στο πλαίσιο ενός βιντεοπαιχνιδιού. Από αρχιτεκτονικής άποψης, η Night City είναι αριστούργημα, πράγμα που με κάνει να θέλω να τη γυρίσω με τα πόδια, ώστε να απολαύσω όλες αυτές τις λεπτομέρειες που την κάνουν τόσο ξεχωριστή.
Στους δρόμους αυτής της πόλης δρα ο Βι, ο άνθρωπος για όλες τις δουλείες. Ένας πραγματικός πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης με έμφαση σε διάφορες εγκληματικές πράξεις πάσης φύσεως και μικρής κλίμακας. Η ζωή του αλήτη Βι κυλούσε φυσιολογικά, μέχρι που η κακιά η ώρα τον έφερε αντιμέτωπο με έναν από τους ισχυρότερους άνδρες της Night City, τον Ιάπωνα επιχειρηματία Αρασάκα. Στην προσπάθειά του να αποσπάσει ένα σημαντικό αντικείμενο από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του, χάνει τον πιστό του φίλο και τραυματίζεται σχεδόν θανάσιμα. Με κλονισμένη την υγεία του, ο Βι κάνει αγώνα δρόμου για να αποτρέψει το αναπόφευκτο. Στο πλευρό του, ένας καινούργιος συνεργάτης: ο σεσημασμένος τρομοκράτης Τζόνι Σίλβερχαντ, ένας ιδιόρρυθμος, ξεροκέφαλος ροκάς που έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον επιχειρηματία Αρασάκα.
Οι δυο τους συνθέτουν ένα ενδιαφέρον δίδυμο, καθώς έχουμε να κάνουμε με δύο ισχυρές προσωπικότητες που η μία προσπαθεί να επιβληθεί στην άλλη. Ο Σίλβερχαντ, ως πιο έμπειρος, έχει – ή έτσι θεωρεί τουλάχιστον – ξεκάθαρη εικόνα για την υπόθεση Αρασάκα, έχει κατά νου ένα συγκεκριμένο πλάνο το οποίο οι δύο βιονικοί άντρες θα πρέπει να ακολουθήσουν προκειμένου να βγάλουν εκτός παιχνιδιού τον Ιάπωνα επιχειρηματία. Και πάνω απ’ όλα μεγάλος εγωίσταρος. Από την άλλη, ο Βι δεν είναι έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα για να νικήσει τον Αρασάκα, καθώς προέχει η βελτίωση της εύθραυστης υγείας του.
Οι σεναριογράφοι εξερευνούν τη δυναμική ανάμεσα στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του Cyberpunk 2077 αναδεικνύοντας τα στοιχεία που τους φέρνουν σε αντιπαράθεση. Σεναριακά, το Cyberpunk είναι σαφώς πιο μικρό, σε κλίμακα, από το Witcher 3. Στην περίπτωση του φουτουριστικού παιχνιδιού, έχουμε μία πιο προσωπική και συμμαζεμένη ιστορία, καθώς έχουμε έναν πρωταγωνιστή που δεν έχει αναλάβει τη σωτηρία της ανθρωπότητας από τις Δυνάμεις του Σκότους. Ο Βι είναι ένας επαγγελματίας του είδους που δεν δίνει δεκάρα για τον διπλανό του, όπως άλλωστε κάνουν όσοι ζουν στη Night City του 2077. Είναι ένα παιδί μίας κοινωνίας πραγματικά σκληρής, καθόλου ανθρωποκεντρικής, ψυχρής όσο και μια μηχανή. Το Cyberpunk 2077 δεν διαθέτει τις σεναριακές αβάντες που είχε το Witcher 3, καθώς δεν βασίζεται σε κάποιο λογοτεχνικό έργο αλλά στο επιτραπέζιο παιχνίδι ρόλων που δημιούργησε ο κύριος Μάικ Πόντσμιθ στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα. Ο Βι δεν διαθέτει τη γοητεία του αινιγματικού και ολιγομίλητου γητευτή, στον κόσμο του Cyberpunk δεν υπάρχει το στοιχείο του υπερφυσικού, ούτε υπάρχουν μυστήρια, παρά μόνο σκληρές αλήθειες. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία του παιχνιδιού σαγηνεύει και θέλγει. Η αλλαγή θεματολογίας από το Witcher 3 στο Cyberpunk 2077 δεν φαίνεται να δυσκόλεψε καθόλου τους σεναριογράφους της σειράς, παραδίδοντας μία εξίσου ενδιαφέρουσα και καλογραμμένη υπόθεση, εντελώς διαφορετική σε γραφή και απόδοση συγκριτικά με την προηγούμενή τους δουλειά. Η απουσία κινηματογραφικών σκηνών και η χρήση κάμερας πρώτου προσώπου ανεβάζουν την ένταση, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τη δράση. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η αφήγηση γίνεται αδιάκοπη και πιο οργανική, δίχως να κουράζει.
Τη μικρή κλίμακα της ιστορίας, ακολουθούν οι αποστολές του παιχνιδιού, κύριες και δευτερεύουσες. Όπως και στην περίπτωση του Witcher 3, έτσι και εδώ, κάθε αποστολή, ανεξάρτητα από τη σεναριακή βαρύτητα που μπορεί να έχει, ξεχωρίζει από την επόμενη και την προηγούμενη. Με εξαίρεση τις φασαρίες στους δρόμους της πόλης από τα πανκιά της γειτονιάς, δεν υφίσταται η έννοια της επανάληψης, όσον αφορά τις αποστολές που πρέπει να φέρει σε πέρας ο Βι. Κάθε αποστολή είναι και μία μικρή ιστορία, που άλλοτε αναλύει την ψυχοσύνθεση του Βι και άλλοτε σχολιάζει την κοινωνία του 2077, χωρίς όμως να παίρνει θέση για τα τεκταινόμενα, αφήνοντας στον παίκτη που ελέγχει τον Βι να σχηματίσει τη δική του άποψη για τον κοινωνικό ιστό του υποθετικού κόσμου όπου λαμβάνει χώρα η εντυπωσιακή περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας. Ακολουθώντας τη συνταγή α λα Witcher 3, υπάρχουν αποστολές που μπλέκονται μεταξύ τους, αποστολές που δίνουν πρόσβαση σε επόμενες χωρίς να υπάρχει η προαπαίτηση ολοκλήρωσης από τον παίκτη. Ωστόσο, σε αντίθεση με το Witcher 3, εδώ οι αποστολές είναι μικρότερης διάρκειας και ελαφρώς πιο γραμμικές απ’ ότι οι αποστολές στην τελευταία περιπέτεια του γητευτή. Διαθέτουν διακριτά μέρη (αρχή, μέση και τέλος), χωρίς όμως να υστερούν σε ποιότητα γραφής ή σε δράση. Απλά, είναι πιο τακτοποιημένες και πιο μαζεμένες, σε έκταση, από τις αντίστοιχες στο Witcher 3.
Αυτό όμως που μπορώ να παρατηρήσω είναι ότι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται στο βαθμό που θα περίμενε κανείς από ένα παιχνίδι αυτού του βεληνεκούς, και δεδομένης της φήμης που έχει η CD Projekt RED στον τομέα αυτό. Ναι, όλοι τους είναι ενδιαφέροντες, αλλά ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζεις και τους μαθαίνεις πραγματικά. Ο ρόλος αρκετών εξ αυτών είναι απλά διεκπεραιωτικός. Η μόνη εικασία που μπορώ να κάνω είναι ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι χαρακτήρες αυτοί ζουν σε μία κοινωνία όπου απουσιάζει η ανθρώπινη επικοινωνία και επαφή, παρά τις ανέσεις που προσφέρει η τεχνολογία. Αν και όλοι τους καλογραμμένοι, λίγοι είναι αυτοί που κάνουν αισθητή την παρουσία τους, και ακόμα λιγότεροι αυτοί που ενδιαφέρονται για τον κεντρικό χαρακτήρα της κατά τ’ άλλα εντυπωσιακής περιπέτειας.
Μια και το ‘φερε η κουβέντα, εκεί όπου η CD Projekt RED δεν έκανε κανέναν συμβιβασμό, είναι ο τομέας της δράσης. Το Cyberpunk 2077 λειτουργεί άψογα ως σούτερ σε πρώτο πρόσωπο, με καλοφτιαγμένους στιβαρούς μηχανισμούς και αξιόπιστο χειρισμό. Ο ομαλότατος χειρισμός, η άμεση απόκριση του Βι όταν η κατάσταση δυσκολεύει, καθώς και ο αριθμός των όπλων στον οποίο έχει πρόσβαση, μετατρέπουν τις μάχες με τους αντίπαλους βιονικούς σε μία απολαυστικότατη εμπειρία. Τεράστιο επίτευγμα για μία εταιρεία που δεν έχει εμπειρία στο χώρο των FPS – εκτός και αν μου διαφεύγει κάτι σχετικό επί του θέματος, οπότε να με συμπαθάτε. Δεν σας κρύβω ότι σε αρκετές περιπτώσεις, και ενώ το παιχνίδι μου έδινε εναλλακτικές, προτίμησα την κατά μέτωπο επίθεση ώστε να απολαύσω το έντονο πιστολίδι και την εκρηκτική δράση. Για να χαρώ τους πολυποίκιλους τρόπους εξολόθρευσης των βιονικών αντιπάλων. Οι μάχες διατηρούν έναν διαολεμένο ρυθμό, ειδικά στα υψηλότερα επίπεδα δυσκολίας. Η διαρκής κίνηση, η επιλογή του κατάλληλου όπλου και η χρήση των βιονικών δυνάμεων του Βι είναι απαραίτητα για την επιβίωση στους δρόμους και τα μπαρ της Night City. Και όλοι οι μηχανισμοί ένας κι ένας, ραφιναρισμένοι και προσεγμένοι ώστε να τους απολαμβάνουν ακόμα και οι φίλοι που δεν συμπαθούν ιδιαίτερα τα FPS. Απλοί μηχανισμοί, κατανοητοί από το πρώτο λεπτό, γίνονται γρήγορα δεύτερη φύση για τον παίκτη που θα βυθιστεί στον κόσμο του Cyberpunk 2077.
Η χρήση βίας δεν είναι η μοναδική οδός επίλυσης των προβλημάτων που μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς κατά την παραμονή του στη Night City. Το Cyberpunk 2077 προσφέρει ένα σεβαστό αριθμό από βιονικές παραμετροποιήσεις του Βι, ώστε να φέρουμε τη δράση στα μέτρα μας. Το εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό που βρίσκουμε σε διάφορα σημεία της πόλης, προσφέρει στον Βι άπειρες βιονικές βελτιώσεις και αναβαθμίσεις. Για παράδειγμα, με το κατάλληλο εμφύτευμα μπορεί να βραχυκυκλώσει τον εγκέφαλο των αντιπάλων σε βαθμό εγκαύματος, μπορεί να μπλοκάρει προσωρινά την όρασή τους, να θέσει υπό τον έλεγχό του κάμερες ασφαλείας και αυτόματους φρουρούς, να χακάρει συστήματα ασφαλείας, να αποκτήσει υπερφυσική σωματική δύναμη, γροθιές από ατσάλι και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Πέρα από τις αποφάσεις που θα κληθούμε να πάρουμε κατά τη διάρκεια μίας αποστολής (αποφάσεις που μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση αυτών των αποστολών), οι βιονικές τροποποιήσεις του σώματος του Βι χαρίζουν ευχέρεια κινήσεων όσον αφορά τον τρόπο που θα προσεγγίσουμε τους αντιπάλους εν ώρα δράσης. Κοντολογίς, μπορούμε να μετατρέψουμε τον Βι σε ένα φάντασμα του κυβερνοχώρου, σε Εξολοθρευτή (μισός άνθρωπος, μισή φονική μηχανή), σε τζίμάνι της τεχνολογίας που λύνει τις διαφορές του με το διάλογο, σε αλάνι του πεζοδρομίου που λύνει τις διαφορές του με τις γροθιές, σε βιονικό Τζον Ράμπο, σε ένα νέο Άνταμ Γένσεν που δεν ζήτησε τίποτα απ’ όλα αυτά. Το παιχνίδι δεν περιορίζει τον παίκτη ως τον τρόπο που θα ενεργήσει και αυτό συγκαταλέγεται στα θετικά του τίτλου που δημιούργησε η CD Projekt RED.
Πάντως, για παιχνίδι που πραγματεύεται έναν κόσμο στον οποίο η τεχνολογία παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη σύγχρονη κοινωνία, παρουσιάζει έναν τεράστιο αριθμό από τεχνικά προβλήματα. Για παράδειγμα, αν θέλεις να δημιουργήσεις χάος στους δρόμους της Night City αρκεί να παρατήσεις το όχημά σου μπροστά από το όχημα που έπεται. Μία τέτοια απλή κίνηση αρκεί για να σχηματιστεί μία ουρά από αυτοκίνητα, από τη μία μεριά της πόλης στην άλλη. Γενικώς, η τεχνητή νοημοσύνη του παιχνιδιού παρουσιάζει αρκετά σκαμπανεβάσματα. Στις μάχες παρουσιάζεται απόλυτα συνεπής στις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά της, προσφέροντας ικανοποιητικές αναμετρήσεις. Έξω από αυτές, τα ανθρωπάκια που κυκλοφορούν στους δρόμους της πόλεις συμπεριφέρονται εντελώς άψυχα και μηχανικά. Οι κάτοικοι της Night City δεν διαθέτουν ρουτίνες, ούτε καν υποψία ανθρώπινης συμπεριφοράς, ούτε αντιδρούν σε εξωτερικά ερεθίσματα. Μπορούν να κάθονται σε εξωτερικό ταχυφαγείο με τις ώρες, τρώγοντας το ίδιο σάντουιτς, στέκονται όρθιοι για αρκετά μερόνυχτα έξω από το ίδιο κατάστημα, ενώ δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για τις ενέργειες του Βι κατά τη διάρκεια των αποστολών. Όσο για μαμούνια (bugs), έχει απ’ όλα το κατάστημα: αυτοκίνητα που εκτοξεύονται άνευ λόγου και αιτίας, πολίτες με παραμορφωμένα πρόσωπα, οδηγοί που χάνουν τον έλεγχο του οχήματός τους, άνθρωποι που περνάνε μέσα από τοίχους – όχι, το έψαξα δεν υπάρχει τέτοια βιονική υπερδύναμη, όπλα που φεύγουν μόνα τους από τα χέρια, πτώματα που αιωρούνται, παντελόνια που εξαφανίζονται. Όσον αφορά την απόδοση, το παιχνίδι κυριολεκτικά αγκομαχά όταν ο Βι αποφασίσει να κινηθεί με όχημα και όχι με τα πόδια του. Στην περίπτωση αυτή, ο ρυθμός ανανέωσης των καρέ πέφτει αισθητά. Ευτυχώς, τα φαινόμενα αυτά δεν τα συναντά ποτέ κανείς στις μάχες με τα αντίπαλα πανκιά. Εν πάση περιπτώσει, η εικόνα που δείχνει το παιχνίδι αδικεί κατάφορα την καλή δουλειά που έκανε η CD Projekt RED στο βασικό κορμό του Cyberpunk (αποστολές-μάχες-χειρισμός-σενάριο-μουσική-ερμηνείες). Και με τη σειρά της, η πολωνική εταιρεία αδικεί τον εαυτό της, παραδίδοντας ένα παιχνίδι το οποίο διαθέτει στοιχεία που είτε δεν έχουν προσεχτεί όσο θα έπρεπε είτε δεν έχουν δουλευτεί με αποτέλεσμα πολλά από αυτά τα στοιχεία να βρίσκονται σε ημιτελή κατάσταση.
Παρ’ όλα αυτά, το Cyberpunk 2077 προσφέρει μία συναρπαστική εμπειρία. Μία εμπειρία που επιθυμώ να απολαύσω ξανά, υπό καλύτερες συνθήκες, όταν με το καλό κυκλοφορήσει το πατς για την έκδοση που προορίζεται για τα PS5 και Xbox Series X/S. Διότι, παρά τη σωρεία προβλημάτων σε τεχνικό επίπεδο, παραμένει ένα χορταστικό παιχνίδι ρόλων που δίνει ευχέρεια κινήσεων στον ήρωα, με επιλογές που έχουν αξία και ειδική βαρύτητα, σε μία Night City συνεχίζει να γοητεύει, σ’ έναν τεχνολογικά προηγμένο κόσμο όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν. Πάντως, όσον αφορά τη CD Projekt RED και τα τεχνικά προβλήματα του παιχνιδιού, ισχύει αυτό που λέει ο Τζόνι στον Βι: για να γίνει κανείς ροκ σταρ, θέλει πολλή προσπάθεια.