Υπό κανονικές συνθήκες, αυτό το κείμενο θα έπρεπε να το είχα παραδώσει πριν από δυο βδομάδες, για να μην πω νωρίτερα και δυσκολέψω ακόμα πιο πολύ τη θέση μου. Θα μπορούσα κάλλιστα να επικαλεστώ το μέγεθος και τον όγκο του παιχνιδιού. Ας είναι καλά η CD Projekt RED που φρόντισε να μας δώσει ένα γεμάτο, χορταστικό – από άποψης περιεχομένου – WRPG (δυτικό RPG δηλαδή – τι, μόνο JRPG θα έχουμε;), με εκατοντάδες αποστολές, κύριες και δευτερεύουσες, ενδιαφέροντες χαρακτήρες και έναν κόσμο πλούσιο και ανοιχτό προς εξερεύνηση. Οπότε, η πιο εύκολη λύση, και ταυτόχρονα η πιο λογική, θα ήταν να ρίξω το φταίξιμο στην πολωνική εταιρία, σωστά; Χμ, θα μπορούσα, αλλά δε γίνεται να το κάνω. Μακάρι να ήταν έτσι. Αλλά δεν είναι.
Κυρίες και κύριοι, δικαιολογίες δεν υπάρχουν και η αλήθεια είναι μια και μοναδική: αδυνατούσα να πείσω τον εαυτό μου να αφήσει κάτω το χειριστήριο έτσι ώστε να σταματήσω το παιχνίδι και να ξεκινήσω το γράψιμο. Το μυαλό μου βρισκόταν σε όλα εκείνα τα ατελείωτα ερωτηματικά που καλύπτουν τον χάρτη και τα οποία προσφέρουν μια σειρά από μικρά έπαθλα. Επίσης, ήθελα να ολοκληρώσω το σετ μιας κομψής και γουστόζικης πανοπλίας, αυτής της σχολής της Γάτας, η οποία χαρίζει έξτρα ευκινησία και δυναμώνει τις απλές επιθέσεις. Μα, για μισό λεπτό… Για κάτι άλλο ήθελα να σας μιλήσω. Α, ναι, προσπαθούσα να σας πω για το Witcher 3: Wild Hunt.
Σε αντίθεση με εμένα, ο Γκέραλτ της Ρίβια είναι απόλυτα συνεπής στις υποχρεώσεις του. Και δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, λόγω της φύσης της δουλειάς που διάλεξε να κάνει. Βλέπετε, ο ξακουστός Λευκός Λύκος, όπως τον προσφωνούν στα μέρη του, είναι ένας γενετικά τροποποιημένος άνθρωπος ή μεταλλαγμένος αν προτιμάτε, ένας ατρόμητος μαχητής που βγάζει το ψωμί του εξολοθρεύοντας δαιμόνια, φαντάσματα και γενικά μας απαλλάσσει από τα τέρατα που έχουν εισβάλει στη γη και κάνουν άνω κάτω τις ζωές των ανθρώπων. Σ’ αυτόν τον επαγγελματία κυνηγό τεράτων ο αυτοκράτορας της Νίλφγκαρντ, Εμίρ, ανέθεσε την αναζήτηση και την εύρεση της χαμένης του κόρης. Το τουίστ της όλης υπόθεσης είναι ότι η Σίρι, η βιολογική κόρη του Εμίρ, τυγχάνει να είναι θετή κόρη του Γκέραλτ, η οποία, μετά από μια σειρά γεγονότων, βρέθηκε κάτω από την προστασία του φημισμένου γουίτσερ. Πριν την εξαφάνισή της, η μικρή Σίρι δέχτηκε την εκπαίδευση των γουίτσερ, υπό την επιτήρηση και καθοδήγηση του Γκέραλτ και της μάγισσας Γιένεφερ, χωρίς όμως να περάσει από το απαραίτητο στάδιο της μετάλλαξης που θα της έδινε το δικαίωμα να φέρει τον τίτλο του κυνηγού τεράτων.
Παρά το γεγονός ότι ουδέποτε υποβλήθηκε σ’ αυτήν την επίπονη και επικίνδυνη διαδικασία (για την ιστορία, τα ποσοστά επιβίωσης κατά το στάδιο της μετάλλαξης είναι ιδιαίτερα χαμηλά), η Σίρι διαθέτει μοναδικές ικανότητες που την κάνουν να ξεχωρίζει. Η κόρη με τα σταχτιά μαλλιά στις φλέβες της οποίας κυλά το Αίμα των Μεγάλων Ξωτικών, διαθέτει μαγικές ικανότητες που της επιτρέπουν να κινείται με άνεση στον χωροχρόνο, πηγαίνοντας σε μέρη μακρινά, στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Εξαιτίας αυτών των σπάνιων χαρισμάτων και της ξωτικένιας της καταγωγής, η ζωή της διαδόχου του αυτοκρατορικού θρόνου βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο αφού την καταδιώκει το Wild Hunt, μια ορδή απόκοσμων και βίαιων ξωτικών που σπέρνουν τον φόβο και τον τρόμο στο πέρασμά τους. Οι Κόκκινοι Καβαλάρηδες, υπό τις διαταγές του αδίστακτου Έρεντιν βρίσκονται μόλις ένα βήμα πίσω από την κουρασμένη και κυνηγημένη Σίρι. Ο αυτοκράτορας της Νίλφγκαρντ γνωρίζει ότι η κόρη του επέστρεψε στον κόσμο τούτο, όπως γνωρίζει και την ταυτότητα των κυνηγών της. Η κρισιμότητα της κατάστασης απαιτεί άμεσα και δραστικά μέτρα, γι’ αυτό και ζήτησε από τον έμπειρο και μπαρουτοκαπνισμένο γουίτσερ να φέρει πίσω την μοναχοκόρη του, σώα και αβλαβή. Ο χρόνος κυλάει αντίστροφα και το Wild Hunt πλησιάζει απειλητικά…
Αυτά που ξεχώρισα και κράτησα από το Witcher 3: Wild Hunt, είναι εκείνα τα δυο πολύ απλά πραγματάκια που έκανε η CD Projekt RED και τα οποία μετέτρεψαν το τρίτο μέρος της σειράς σε μια ανεπανάληπτη βιντεοπαιχνιδίστικη εμπειρία. Πράγματα – ή καλύτερα ιδέες – που μέχρι και ο τελευταίος σχεδιαστής παιχνιδιών θα μπορούσε να σκεφτεί, αλλά σχεδόν κανείς δεν εφαρμόζει στην πράξη.
Ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπισα στο Witcher 2 ήταν ο καταιγισμός πληροφοριών που λάμβανα και ο λιγοστός χρόνος που μου έδινε έτσι ώστε να επεξεργαστώ και να αφομοιώσω όλα αυτά τα δεδομένα. Ανάμεσα στα συχνά πηγαινέλα μεταξύ των μικρών σε έκταση περιοχών που συνιστούσαν τον κόσμο του παιχνιδιού, έπρεπε να θυμάμαι ονόματα χαρακτήρων που δεν είχα προλάβει να συναντήσω και ταυτόχρονα να προσπαθώ να βγάλω άκρη με όλους αυτούς που είχα ήδη γνωρίσει. Στην περίπτωση του Witcher 3 δεν ισχύει κάτι τέτοιο γιατί έχουμε να κάνουμε με έναν τεράστιο σε μέγεθος κόσμο που αποτελείται από μεγάλες ανοιχτόκοσμες περιοχές. Η σχεδιαστική αυτή επιλογή δρα ευεργετικά στoν τομέα της αφήγησης, αφήνοντας την ιστορία να «αναπνεύσει». Τώρα πλέον δε υπάρχει λόγος για να στριμώχνονται όλες αυτές οι πληροφορίες. Και παρά το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με έναν τεράστιο όγκο από δαύτες, όλα όσα θέλουμε και χρειαζόμαστε να μάθουμε έρχονται με έναν πολύ πιο ομαλό και φυσικό τρόπο, εντελώς αβίαστα. Όλα στην ώρα τους, λοιπόν.
Η CD Projekt RED έπλασε έναν γιγάντιο, αληθοφανή και ολοζώντανο κόσμο, μέσα στον οποίο ζουν εκατοντάδες χαρακτήρες. Στα μικρά και γραφικά χωριουδάκια, οι άνθρωποι παλεύουν καθημερινά για την επιβίωσή τους, ελπίζοντας ότι δε θα τους βρει ο πόλεμος μεταξύ της Αυτοκρατορίας και των Βασιλείων του Βορρά. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αντιμετωπίζουν με καχυποψία την παρουσία του Γκέραλτ στα μέρη τους. Χαρακτηριστικές είναι οι αντιδράσεις ανθρώπων που καλούν τα παιδιά τους να κλειστούν στα σπίτια τους εξαιτίας της διόλου κολακευτικής φήμης που θέλει τους γουίτσερ να κλέβουν τα παιδιά των φτωχών οικογενειών. Άλλοι διστάζουν να συζητήσουν τα προβλήματα του χωριού μπροστά σε έναν ξένο και δη μεταλλαγμένο, παρά το γεγονός ότι γνωρίζουν πως ο πρωταγωνιστής μας μπορεί να τους δώσει μια λύση. Αντίθετα, για τους κατοίκους της κοσμοπολίτικης Νόβιγκραντ, της λαμπερής πόλης των αντιθέσεων, η παρουσία ενός γουίτσερ μάλλον τους είναι αδιάφορη αφού οι περισσότεροι νοιάζονται για την τέχνη και τα γράμματα παρά για τον πόλεμο και τη ζωή έξω από τα τείχη της πόλης. Από την άλλη, δεν έχουν πρόβλημα με το κάψιμο μαγισσών, ξωτικών και νάνων, και γενικά κάθε μη άνθρωπο. Διαφορετικοί οι ρυθμοί της ζωής στα απομακρυσμένα νησιά Σκέλιγκε όπου οι άνθρωποι δοξάζουν τους αρχαίους θεούς, οργανώνουν μυθικά τσιμπούσια και απολαμβάνουν την βότκα τους, χωρίς σκοτούρες. Ιδιαίτερα όταν αυτή έρχεται μετά από έναν καλό καυγά.
Το δεύτερο πράγμα που έκανε η CD Projekt RED είναι ότι άλλαξε τη δομή των αποστολώνούτως ώστε να εκμεταλλευτεί τη μυθολογία και τον πλούσιο κόσμο που τόσο μεθοδικά έστησε. Οι Πολωνοί αλλοίωσαν την γραμμικότητα των αποστολών, εμπλουτίζοντάς τες με γερές δόσεις αφήγησης και πλοκής, ενώ δε δίστασαν να μπλέξουν τις κύριες, οι οποίες είναι απαραίτητες για να την εξέλιξη της ιστορίας, με τις δευτερεύουσες. Η λογική του «πηγαίνω στο σημείο Α για να σκοτώσω το τέρας Β και επιστρέφω στο Α για να λάβω την αμοιβή μου» δεν ισχύει, τουλάχιστον για τις κύριες και δευτερεύουσες αποστολές. Εδώ, κάθε quest αποτελεί και μια ξεχωριστή πρόκληση, με την αλληλουχία των γεγονότων να είναι τέτοια που να μην επιτρέπει στον παίκτη να επαναπαυτεί, αφού κανείς δε μπορεί να είναι σίγουρος για την έκβαση και την κατάληξη των πραγμάτων. Για παράδειγμα, ενώ ξεκινάμε να μάθουμε αν τελικά η Σίρι βρήκε προσωρινό καταφύγιο στο κάστρο ενός βαρόνου, καταλήγουμε στο να προσπαθούμε να λύσουμε μια αρχαία κατάρα που κρατά δέσμιους τους κατοίκους ενός ολόκληρου χωριού. Σε άλλες περιπτώσεις θα χρειαστεί να εφαρμόσουμε τις ιατροδικαστικές μας γνώσεις προκειμένου να αποκαλύψουμε την ταυτότητα του τέρατος που κατακρεούργησε τους στρατιώτες ενός τοπικού περιπόλου. Εκτός κι αν ο ένοχος δεν είναι ένα άγριο θηρίο. Όλες αυτές οι μικρές και μεγάλες εκπλήξεις κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον και δημιουργούν την εντύπωση ότι παίζουμε ένα γιγαντιαίο story mode και όχι μια σειρά τυπικών αποστολών που απλά επαναλαμβάνονται.
Σε μεγάλο βαθμό το εξαιρετικό αυτό αποτέλεσμα οφείλεται στους καλογραμμένους διαλόγους που δίνουν έναν άλλον αέρα στους ήρωες του παιχνιδιού. Οι στιχομυθίες μεταξύ των χαρακτήρων μοιάζουν απόλυτα φυσικές και ζωντανές. Σου δίνουν την εντύπωση ότι ο ένας ακούει τον άλλον, ότι αντιδρούν/ανταποκρίνονται σ’ αυτά που λέγονται, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και σε μια πραγματική συζήτηση. Δεν έχουμε δυο ψηφιακούς τύπους που μονολογούν και απλά τυγχάνει να βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο. Προς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι απουσιάζουν οι τυποποιημένες πομπώδεις εκφράσεις και οι κουραστικοί μονόλογοι που έχουμε συνηθίσει σε αντίστοιχα παιχνίδια του είδους. Τι ευχάριστη αλλαγή! Χάρη στην ποιότητα της γραφής αποδίδονται με μοναδικό τρόπο η σχέση του Γκέραλτ με την Σίρι, τους υπόλοιπους γουίτσερ και τις μάγισσες της ζωής του, με φόντο τις πολιτικές έριδες και τα παιχνίδια εξουσίας μέσα σε έναν σκληρό μεσαιωνικό κόσμο.
Και όμως, σ’ αυτόν τον σκληρό κόσμο ο Γκέραλτ καταφέρνει και επιβιώνει τα τελευταία εκατό χρόνια. Όπως έγραψα και στην αρχή, έχουμε να κάνουμε με έναν άρτια εκπαιδευμένο μεταλλαγμένο μαχητή. Το σώμα του παρουσιάζει αφύσικη αντοχή στον πόνο και τις κακουχίες και ο τροποποιημένος του οργανισμός επιτρέπει στον Γκέραλτ να χρησιμοποιεί μαγικά φίλτρα, οι παρενέργειες των οποίων θα μπορούσαν να σκοτώσουν έναν απλό άνθρωπο μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας. Με τις συνταγές τις οποίες μαθαίνει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στη γη των Βασιλείων του Βορρά, ο γουίτσερ μας μπορεί να παρασκευάζει φίλτρα για κάθε πιθανή χρήση: φίλτρα που αυξάνουν την αντοχή στα χτυπήματα, φίλτρα που του επιτρέπουν να βλέπει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, άλλα που γεμίζουν με δηλητήριο το αίμα του – και αλίμονο σε όποιον βρικόλακα τον δαγκώσει, ακόμη και μαντζούνια που τον βοηθούν να αντέχει κάτω από το νερό για αρκετή ώρα.
Για να διακριθούμε στο πεδίο της μάχης θα πρέπει να έχουμε άριστη αντίληψη του χώρουστον οποίο κινούμαστε και ταυτόχρονα να εκμεταλλευόμαστε τα ανοίγματα στην άμυνα του αντιπάλου. Ο ρυθμός της μάχης κινείται σε πιο χαμηλούς ρυθμούς σε σχέση με παιχνίδια όπως τα τέσσερα Batman Arkham ή το Middle-earth: Shadow of Mordor, ενώ το ανελέητο μασάρισμα των πλήκτρων και η ολομέτωπη επίθεση δεν οδηγούν πουθενά. Αφήστε που τα άσκοπα χτυπήματα ενάντια σε έναν αντίπαλο που αμύνεται σωστά επιταχύνουν τη φθορά του εξοπλισμού μας. Ο Γκέραλτ έχει στη διάθεσή του απλές και δυνατές επιθέσεις καθώς και μια σειρά από μαγικά κόλπα, αμυντικά και επιθετικά. Μπορεί να πετάει φλόγες από το χέρια του, να καλύπτει το σώμα του με μια ενεργειακή ασπίδα ή να δημιουργεί γύρω του ένα μαγικό πεδίο μέσα στο οποίο άυλοι εχθροί όπως είναι τα φαντάσματα να αποκτούν υπόσταση, έτσι ώστε να μπορεί να τα βλάψει με το ασημένιο του σπαθί. Όλες οι παραπάνω κινήσεις, από τις απλές σπαθιές μέχρι τα πιο εντυπωσιακά ξόρκια, αναβαθμίζονται και εξελίσσονται, με αποτέλεσμα να αποκτούμε πρόσβαση σε εναλλακτικές εκδοχές αυτών. Για παράδειγμα, αναβαθμίζοντας το ξόρκι Axii με το οποίο ακινητοποιούμε προσωρινά τον αντίπαλό μας, μπορούμε να τον στρέψουμε ενάντια στους συμμάχους του. Οι αναμετρήσεις με περισσότερους από έναν αντιπάλους χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή γιατί ακόμη και αν αυτοί βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο από το δικό μας, μπορούν να μας φέρουν σε πάρα πολύ δύσκολη θέση στην περίπτωση που μας περικυκλώσουν. Αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά μαθήματα που θα πάρετε κατά τις πρώτες ώρες του παιχνιδιού. Ανάλογα μαθήματα προσφέρουν και οι αρχηγοί του παιχνιδιού, με τις αναμετρήσεις να παραπέμπουν στα Souls της From Software, χωρίς βέβαια τον παρανοϊκό βαθμό δυσκολίας. Σε κάθε περίπτωση το στιβαρό σύστημα μάχης, οι αμυντικές πιρουέτες του Γκέραλτ μαζί με την κάθετη και οριζόντια ανάπτυξη των χαρακτηριστικών του γουίτσερ μας, κάνουν ακόμα πιο απολαυστική τη μεγάλη αυτή περιπέτεια.
Ο τεχνικός τομέας ακολουθεί τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού, όσον αφορά την ποιότητα. Τα πάντα έχουν σχεδιαστεί με εξαιρετική λεπτομέρεια και προσοχή: από τα ρούχα και τις ευφάνταστες φορεσιές και τα εντυπωσιακά μοντέλα των χαρακτήρων, μέχρι τα επιβλητικά παλάτια στα νησιά Σκέλιγκε. Δε θυμάμαι πόσες φορές σταμάτησα το παιχνίδι για να απολαύσω τον ήχο που κάνουν τα κλαδιά των δέντρων όταν τα λυγίζει ο δυνατός άνεμος, για να χαζέψω τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα, τα υπερήφανα βουνά και τις πανέμορφες, και γεμάτες χρώματα, κοιλάδες. Εκεί όμως που η CD Projekt RED κερδίζει έξτρα πόντους είναι για την θαυμάσια μουσική επένδυση του Witcher 3. Θα μπορούσε να «ντύσει» το παιχνίδι της με ένα ετοιματζίδικο, φασόν επικό σάουντρακ, σαν και αυτά που έχουμε βαρεθεί να ακούμε σε σειρές, ταινίες και παιχνίδια ανάλογης θεματολογίας. Αντίθετα, προτίμησε ένα συνθέσει υπέροχες φολκλορικές μουσικές, με παραδοσιακά όργανα έτσι ώστε να αναδείξει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον επικό χαρακτήρα του παιχνιδιού.
Στο Witcher 3: Wild Hunt αποτυπώνονται με μοναδικό τρόπο η αίσθηση της περιπέτειας και το μεγαλείο του κόσμου τον οποίο περιγράφει. Η ανοιχτή φύση του τίτλου, το καλογραμμένο σενάριο και οι φανταστικές αποστολές, βασικές και μη, σε βυθίζουν στο σύμπαν του Γκέραλτ της Ρίβια και δε σε αφήσουν ξεκολλήσεις ακόμη και μετά τους τίτλους τέλους. Προσφέρει άφθονο υλικό για ασχοληθούμε, με εκατοντάδες μικρά και μεγάλα quest και διαφορετικούς τερματισμούς, ανάλογα με τις επιλογές που κάνουμε. Όσο για τα αρνητικά του; Ναι, έχει και από αυτά. Να είστε βέβαιοι πως μετά από 130 ώρες παιχνιδιού, θα μπορούσα να γεμίσω με άνεση μια ολόκληρη σελίδα, κάνοντας απλώς μια αναφορά σε όλα τα μικρά τεχνικά προβλήματα και bugs τα οποία συνάντησα κατά τη διάρκεια του πρώτου μου πλέιθρου. Όμως, αν το έκανα θα αδικούσα και το παιχνίδι και εσάς που διαβάζετε αυτό το κείμενο. Ευτυχώς η ποιότητα του τελικού αποτελέσματος είναι τέτοια που μου επιτρέπει να μην σταθώ σ’ αυτά. Αν λοιπόν μου επιτρέπετε κι εσείς, αυτό λοιπόν που θέλω να κρατήσετε είναι ότι έχουμε ένα άκρως ατμοσφαιρικό και επικό RPG, που επαναπροσδιορίζει το είδος και θέτει νέα υψηλά στάνταρ. Μια εκπληκτική περιπέτεια που θα σας καθηλώσει και θα σας κάνει να γελάσετε με την ψυχή σας, να κλάψετε και να συγκινηθείτε. Αν δεν το έχετε αγοράσει ήδη, προχωρήστε άμεσα στην απόκτησή του.