Σχετικά με την παρουσία της Konami στα ουφάδικα, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η ιαπωνική εταιρεία δεν είχε την αίγλη και λάμψη που είχαν τα μεγαθήρια των αιθουσών ψυχαγωγίας, όπως ήταν οι SEGA, Capcom και Namco. Μπορεί να μην έγινε ποτέ ένας πραγματικός Κυρίαρχος του Δεκαεξάμπιτου Σύμπαντος, ωστόσο θα ήταν μεγάλο σφάλμα να αγνοήσουμε μερικά από τα παιχνίδια της, τα οποία γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στα ουφάδικα στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, το εντυπωσιακό X-Men με το χορταστικό τετραπλό του, το κεφάτο Teenage Mutant Ninja Turtles (με το επίσης διασκεδαστικό τετραπλό του), τα ξεκαρδιστικά Asterix και The Simpsons, καθώς και το αξιολογότατο G.I. Joe. Παρ’ όλα αυτά, αν με ρωτούσατε ποιό από όλα τα παιχνίδια της Konami θα ξεχώριζα, θα διάλεγα εκείνο που δεν βασιζόταν σε κάποιο από τα φαινόμενα της ποπ κουλτούρας, εκείνης της περιόδου. Θα διάλεγα μία χούφτα από μοναχικούς καβαλάρηδες που, για να βγάλουν κάτι παραπάνω από μία χούφτα δολάρια, κυνηγούσαν επικηρυγμένους στη ψηφιακή Άγρια Δύση των ουφάδικων.

Steve, Cormano, Billy και Bob ήταν οι τέσσερις Sunset Riders, οι πρωταγωνιστές του δημοφιλούς καουμπόικου παιχνιδιού που δημιούργησε η Konami στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα και το οποίο κυκλοφόρησε αρχικά στα ουφάδικα και έπειτα στα SNES και Mega Drive. Η αλήθεια είναι ότι δεν βλέπουμε συχνά παιχνίδια που αντλούσαν τη θεματολογία τους από τις ιστορίες της Άγριας Δύσης. Ίσως γι’ αυτό και οι Τέσσερις Καβαλάρηδες του Ηλιοβασιλέματος έπιασαν εξαπίνης τους παίκτες εκείνης της περιόδου. Μέχρι την εμφάνισή των τεσσάρων πιστολέρο, οι αίθουσες των ηλεκτρονικών και οι οθόνες των οικιακών συστημάτων ήταν ασφυκτικά γεμάτες από τίμιους βάρβαρους, ιππότες που φορούσαν σώβρακο με καρδούλες, δεινοσαυράκια που εκτόξευαν φούσκες και υπερσύγχρονα διαστημόπλοια που ταξίδευαν από τη μία άκρη του διαστήματος στην άλλη, βιονικούς αστυνομικούς και νίντζα σε διάφορα μεγέθη και χρώματα. Αναμφίβολα, οι Sunset Riders της Konami έφεραν έναν αέρα ανανέωσης στο χώρο των ουφάδικων, με ένα πρωτότυπο και διασκεδαστικό δισδιάστατο σούτερ για έναν έως και τέσσερις παίκτες.
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των TV games που κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο στις αίθουσες των ηλεκτρονικών, το Sunset Riders ήταν φτιαγμένο για να ικανοποιεί δύο πελάτες: και τον μαγαζάτορα που δεν χόρταινε να ακούει τον απολαυστικό ήχο που κάνουν τα κέρματα όταν πέφτουν στον κάδο της εκάστοτε καμπίνας, και τον παίκτη/θαμώνα που ήθελε να παίξει ένα παιχνίδι, χωρίς να είναι αναγκασμένος να βάζει το χέρι στην τσέπη κάθε λίγο και λιγάκι για να ταΐσει με δεκάρικα και εικοσάρικα ένα «αδηφάγο» παιχνίδι που τον «σκοτώνει» με την πρώτη ευκαιρία. Το Sunset Riders ήταν ένα δίκαιο σουτεράκι που ήθελε να τους έχει όλους ευχαριστημένους. Ο βαθμός δυσκολίας ήταν σχεδόν ιδανικός. Ο παίκτης δεν ένιωθε ποτέ ότι τον κλέβει το μηχάνημα, παρά το γεγονός ότι το παιχνίδι ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό από τον παίκτη που θα φορούσε το καουμπόικο καπέλο και θα έμπαινε στο συναρπαστικό κόσμο της ψηφιακής Άγριας Δύσης. Το Sunset Riders ήξερε να κρατάει τις ισορροπίες.

Από άποψη μηχανισμών, το παιχνίδι ακολουθούσε τη συνταγή γνωστών και επιτυχημένων δισδιάστατων side scrolling shooter, όπως τα Shinobi και Rolling Thunder. Κάθε καουμπόης είχε το δικό του όπλο, είτε ένα γρήγορο εξάσφαιρό, είτε ένα τουφέκι. Στην αρχή κάθε πίστας τα βόλια από τα όπλα των Καβαλάρηδων, προκαλούσαν μέτρια ζημιά και είχαν μικρή διασπορά. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και όσο ο παίκτης μάζευε τα χρυσά και τα ασημένια αστέρια του σερίφη που ήταν κρυμμένα σε διάφορα σημεία, μπορούσε και να αυξήσει και τη ζημιά που έκαναν τα κουμπούρια τους, όπως και να μεγαλώσουν τη διασπορά των σφαιρών. Τα όπλα που ήταν πλήρως αναβαθμισμένα, μπορούσαν να ξεπαστρέψουν μεγάλο αριθμό εχθρών, άσχετα από την κατεύθυνση από την οποία έρχονταν. Αυτές οι αναβαθμίσεις έδιναν το πάνω χέρι στις αναμετρήσεις με τους αντίπαλους καουμπόηδες και βοηθούσαν πολύ στην περίπτωση των αφεντικών.
Κάθε αφεντικό μαχόταν με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, με τον παίκτη να είναι υποχρεωμένος να προσαρμόσει τον τρόπο που έπαιζε ανάλογα με τις συνθήκες που συναντούσε κάθε φορά. Κανένα αφεντικό δεν έπαιζε όπως τα υπόλοιπα, και κάθε ένα από αυτά έθετε και από μία διαφορετική πρόκληση. Υπήρχαν αφεντικά που απέφευγαν να αντιμετωπίσουν τους Καβαλάρηδες από κοντά και στο ίδιο επίπεδο, αφεντικά που χρησιμοποιούσαν βαρύ οπλισμό, αφεντικά που χοροπηδούσαν σαν παλαβά, αφεντικά που προστατεύονταν από μεταλλικές ασπίδες. Η ποικιλία του Sunset Riders ήταν χαρακτηριστική, καθώς δεν άφηνε ποτέ τον παίκτη να χάσει το ενδιαφέρον του, ούτε να επαναπαυτεί. Με την ίδια φιλοσοφία ήταν σχεδιασμένα τα επίπεδα του παιχνιδιού. Ο παίκτης ένιωθε ότι έκανε διαφορετικά πράγματα, παρά το γεγονός ότι το κύριο μέλημα ήταν να αποφεύγει σφαίρες των αντιπάλων και να τους πετυχαίνει με τις δικές του. Η Konami σχεδίασε μία σειρά από απολαυστικές πίστες, με χορταστικές ανταλλαγές πυροβολισμών, εντυπωσιακές εκρήξεις, μάχες πάνω σε τρένα και σε άλογα, μονομαχίες μέσα σε σαλούν, σε καταυλισμούς ινδιάνων και σε απόρθητα φρούρια. Το SR είχε εξαιρετικό ρυθμό και τον διατηρούσε μέχρι το τέλος, δίχως να κατεβάζει ταχύτητα.

Αυτές ήταν οι περιπέτειες των Τεσσάρων Καβαλάρηδων που κάλπαζαν προς τη Δύση και τις οποίες μπορείτε να απολαύσετε πλέον μέσω της σειράς Arcade Archives από τη Hamster. Πρόκειται για ένα υπόδειγμα σχεδιασμού, ένα απολαυστικότατο καουμπόικο σούτερ με πανέμορφα γραφικά, ποικιλία όσον αφορά το στήσιμο κάθε πίστας, με θαυμάσια και απόλυτα ταιριαστή μουσική επένδυση, χορταστικό πιστολίδι και αξέχαστες αναμετρήσεις με τον Σερ Ρίτσαρντ Ρόουζ και τα τσιράκια του. Η μεταφορά του παιχνιδιού από τα ουφάδικα στα PS4 και Switch είναι αυτό που λέμε arcade perfect και το μόνο που λείπει από το πακέτο είναι το έξτρα υλικό. Δεν θα λέγαμε όχι σε μία συλλογή από σκίτσα και βίντεο με συνεντεύξεις με τους σχεδιαστές του παιχνιδιού. Αλλά, ας είναι. Το Sunset Riders επιστρέφει φορμαρισμένο, έτοιμο να μάς προσφέρει ένα διασκεδαστικό ταξίδι στην πιξελωτή Άγρια Δύση. Όπως ακριβώς έκανε το 1991, στα ουφάδικα.