Από τα πρώτα λεπτά ενασχόλησης με το Helldivers II, καταλαβαίνει κανείς τις προθέσεις της Arrowhead και τη σχεδιαστική λογική που διέπει τον καινούργιο της τίτλο. Είναι ξεκάθαρο ότι σκοπός του σουηδικού στούντιο ήταν να αναπαράγει όσο πιο πιστά μπορούσε, την αίσθηση του να παίζει κανείς με τα στρατιωτάκια – ξέρετε, αυτά τα πράσινα και ακούνητα μπαρμπαδελάκια που παίζαμε όταν ήμασταν κατά μερικές δεκαετίες νεότεροι. Δεν γνωρίζω κατά πόσο οι σημερινοί μπόμπιρες εξακολουθούν να βρίσκονται στα χαρακώματα και να δίνουν μερικές από τις πιο συναρπαστικές μάχες της ζωής τους, παίζοντας με τα στρατιωτάκια, ωστόσο, στόχος της Arrowhead ήταν να προσομοιώσει πλήρως το «αρχαίο» αυτό παιχνίδι, το οποίο λατρεύτηκε από γενιές παιδιών και γαλούχησε σειρές και σειρές ανήλικων «στρατηγών». Διότι ο πόλεμος επάνω στο χαλί της μαμάς απέναντι στις στρατιές των αντίπαλων πλαστικών αξιωματικών και στρατιωτών, είχε πάντα υψηλό βαθμό σημαντικότητας και αξίας. Η τιμή και η υπόληψη των μικρών και αμίλητων φιγουρινιών, το δίκαιο του αγώνα και η πίστη στη νίκη έναντι των πράσινων αντίπαλων, είναι αξίες διαχρονικές.
Αυτή την εμπειρία προσφέρει το Helldivers II, η σχεδιαστική φιλοσοφία του οποίου βασίζεται στην αμεσότητα και την απλότητα. Χωρίς να σπαταλά λεπτό από τον πολύτιμο χρόνο που διαθέτει – ή δεν διαθέτει ο παίκτης, ο τίτλος της Arrowhead τον ρίχνει αμέσως στο πεδίο της μάχης, παρακάμπτοντας ακόμα και τα απολύτως απαραίτητα. Αμέσως μετά την ολιγόλεπτη εκπαίδευση του παίκτη στους βασικούς μηχανισμού του παιχνιδιού, τον πετά μέσα σ’ ένα χαοτικό περιβάλλον παρέα με τρεις αγνώστους, αφήνοντάς τον να επιβιώσει όπως αυτός καταλαβαίνει. Θυμίζοντας σουτεράκια από τη χρυσή εποχή των ουφάδικων, το σούτερ τρίτου προσώπου που δημιούργησε η Arrowhead δίνει το ένα και μοναδικό κίνητρο που χρειάζεται ο παίκτης για να συνεχίζει να πολεμά σαν μανιασμένος: να απαλλάξει τον γαλαξία από τα σιχαμερά εντομοειδή πλάσματα που αναπαράγονται με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου, αλλά και τα μισητά ανδροειδή που δεν σέβονται τη πολίτευμα της Δημοκρατίας. Ο κόσμος κινδυνεύει, οι κακοί έχουν ανοίξει μέτωπα σε κάθε γωνιά του σύμπαντος και η Δημοκρατία απειλείται. Ο παίκτης – και υπερασπιστής της Σούπερ Γης – δεν έχει ανάγκη από επεξηγήσεις και απαντήσεις. Τα αποκρουστικά μούτρα των εξωγήινων εντόμων και τα ψυχρά βλέμματα των φονικών μηχανών, αρκούν για να πάρει τ’ όπλο του και να ριχτεί στον πιο επικό πόλεμο που έχει βιώσει η ανθρωπότητα, μέχρι σήμερα. Δεν ενδιαφέρουν κανέναν τα κίνητρα των μηχανών και η προέλευση των παράξενων εντόμων. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι ο αφανισμός τους. Και αυτό είναι το ισχυρότερο κίνητρο που χρειάζεται ο σωστός μαχητής της Σούπερ Γης.
Ξεκάθαρα arcade λογικής, το παιχνίδι δεν μπαίνει στον κόπο να αιτιολογήσει τα όσα συμβαίνουν στον ταλαίπωρο τον γαλαξία μας, ούτε να ζαλίσει τον παίκτη με αχρείαστες πληροφορίες και, φυσικά, ούτε συζήτηση για σενάριο και ανάπτυξη χαρακτήρων. Βασικά, ούτε χαρακτήρες καλά-καλά. Ο κόσμος καίγεται και δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Η δράση είναι πάνω απ’ όλα και ο τίτλος της Arrowhead είναι δομημένος με τέτοιον τρόπο ώστε να την παρέχει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η δράση, λοιπόν, λαμβάνει χώρα σε διάφορους πλανήτες του γαλαξία και κάθε ένας από αυτούς διαθέτει μια σειρά από κύριες και δευτερεύουσες αποστολές, οι οποίες είναι σχεδιασμένες για τετραπλό μέσω διαδικτύου. Και το τονίζω αυτό το τετραπλό, διότι αν και το παιχνίδι δεν απαγορεύει στον παίκτη ν’ αναλάβει μια αποστολή ολομόναχος, οι συνθήκες που επικρατούν σε κάθε πλανήτη την καθιστούν όχι απλά επικίνδυνη, αλλά αδύνατη. Ο αριθμός των αντιπάλων είναι τόσο μεγάλος και η συμπεριφορά τους τόσο επιθετική, που δεν αφήνουν περιθώριο για ελιγμούς, εκμηδενίζοντας τις όποιες ελπίδες έχει κανείς να βγει ζωντανός από εκεί μέσα. Το περιβάλλον είναι άκρως αφιλόξενο, γι’ αυτό και η παρουσία άλλων παικτών είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση των αποστολών. Άλλωστε, αυτή είναι και η κεντρική ιδέα του παιχνιδιού, αλλά και ο λόγος της εμπορικής επιτυχίας που σημειώνει το Helldivers II. Ο ένας και μοναδικός τρόπος για να φέρει ο παίκτης σε πέρας την αποστολή του είναι να συνεργαστεί μαζί με άλλους τρεις παίκτες. Μέσα από αυτή τη συνεργασία και σε συνδυασμό με τις συνθήκες που επικρατούν στο πεδίο της μάχης, δημιουργούνται μερικά από τα πιο εντυπωσιακά και αναπάντεχα σκηνικά που μπορεί να απολαύσει κανείς παίζοντας ένα βιντεοπαιχνίδι.
Η απλότητα των μηχανισμών είναι τέτοια που ευνοεί τη δημιουργία τέτοιων καταστάσεων. Ο παίκτης έχει πρόσβαση σ’ ένα μικρό αριθμό από όπλα (πιστόλια, πολυβόλα, καραμπίνες, τουφέκια και χειροβομβίδες) και βρισκόμενος σε διαρκή κίνηση, καλείται να θριαμβεύσει επί των αντιπάλων του. Μετά τους διαδικτυακούς του συμμαχητές, τα ποδαράκια του υπέρμαχου της Δημοκρατίας είναι οι καλύτεροι φίλοι κατά τη διάρκεια της μάχης, καθώς το Helldivers II δεν διαθέτει μηχανισμούς κάλυψης όπως συμβαίνει σε άλλα σουτεράκια τρίτου προσώπου όπως τα Gears of War. Η διαρκής κίνηση σώζει ζωές, καθώς ο θάνατος μπορεί να έρθει από εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Ο παίκτης καλείται να προστατευτεί τόσο από τα πυρά των εχθρών, όσο και αυτά των συμμάχων του, στοιχείο που ενισχύει ακόμα περισσότερο τον χαοτικό χαρακτήρα των αναμετρήσεων.
Το δημιουργικό χάος που επικρατεί κατά τη διάρκεια μιας μάχης, μόνο χαμόγελα μπορεί να προσφέρει. Η διαρκής αίσθηση του κινδύνου, οι ορδές των αφιονισμένων εξωγήινων – έμβιων και μη – και ο ανθρώπινος παράγοντας, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα ανόθευτης απόλαυσης. Εκεί που όλα δείχνουν χαμένα – και ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν εκπνεύσει η διορία για την ολοκλήρωση της αποστολής, καταφτάνει πύραυλος που κάλεσε σε ανύποπτη στιγμή συμπολεμιστής που έπεσε με γενναιότητα στο πεδίο της μάχης, πύραυλος που κάνει σκόνη τα τέρατα που είχαν στριμώξει την ομάδα κρούσης από τη Σούπερ Γη. Υπάρχουν όμως και φορές που τα πράγματα δεν εξελίσσονται το ίδιο ευχάριστα, όπως για παράδειγμα όταν ο πύραυλος σκάσει στα κεφάλαια των παικτών και όχι των τεράτων. Σε κάθε περίπτωση, η ασταμάτητη δράση και αυτό το απρόβλεπτο που χαρακτηρίζει κάθε αναμέτρηση, είναι τα στοιχεία που καθιστούν το Helldivers II μία συναρπαστική εμπειρία.
Κι ενώ η ιδέα πάνω στην οποία βασίζεται το Helldivers II είναι απλοϊκή, οι τύποι της Arrowhead φρόντισαν να εμπλουτίσουν τους μηχανισμούς του παιχνιδιού, προσθέτοντάς του μικρά-μικρά πραγματάκια που κάνουν τη διαφορά και το βοηθούν να ξεχωρίσει από το σωρό των αμέτρητων σουτερακίων που δίνουν έμφαση στο διαδικτυακό παιχνίδι.
Τα φιλικά πυρά σκοτώνουν, ενώ ωραία τσαχπινιά είναι ότι άπαξ και ο παίκτης αλλάξει γεμιστήρα προτού σωθούν οι σφαίρες της, χάνονται δια παντός όσες απέμειναν μέσα σ’ αυτήν. Τέλος, κάθε στρατιώτης της Δημοκρατίας δικαιούται μια σειρά από εξωτερικές βοήθειες (άλλη μία αναφορά στα παλιά arcade games), που έρχονται υπό τη μορφή έξτρα πυρομαχικών και όπλων, πυραυλικών επιθέσεων, μέχρι και λέιζερ εξ ουρανού. Οι βοήθειες αυτές έχουν ιδιαίτερη αξία, καθώς μπορούν να αλλάξουν την έκβαση της αναμέτρησης και να σώσουν παρτίδες που σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήταν χαμένες. Και το καλύτερο είναι ότι οι βοήθειες αυτές δεν ενεργοποιούνται άμεσα και με το πάτημα ενός κουμπιού. Τέτοιες ευκολίες δεν ταιριάζουν σ’ ένα παιχνίδι όπως το Helldivers. Αντιθέτως, για να τις χρησιμοποιήσουμε θα πρέπει πρώτα να βάλουμε τους αντίστοιχους κωδικούς με τη βοήθεια του σταυρού κατεύθυνσης του χειριστηρίου μας, οι οποίοι θυμίζουν τον θρυλικό Konami Code και το cheat στην εισαγωγική οθόνη του Sonic the Hedgehog. Για να το κάνουμε όμως αυτό θα πρέπει πρώτα να σταματήσουμε ό,τι κάνουμε εκείνη τη στιγμή. Σ’ ένα παιχνίδι που είναι πολυτέλεια το να σταθείς ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα με όλο αυτό το χαμό που επικρατεί. Κι έχοντας πάνω απ’ το κεφάλι μας εχθρούς που δεν φημίζονται για την υπομονή και τους καλούς τους τρόπους. Επομένως η χρήση αυτών των βοηθειών εμπεριέχει αρκετό ρίσκο, γεγονός που κάνει την όλη διαδικασία ακόμα πιο έντονη και συναρπαστική.
Και ενώ στον τομέα του gameplay τα πηγαίνει περίφημα, το Helldivers ΙΙ υστερεί σημαντικά στον τομέα του περιεχομένου. Σε γενικές γραμμές, ο τίτλος της Arrowhead είναι πιο λιτός και από σπαρτιάτικο γεύμα. Το πλήθος των αποστολών είναι μικρό και η συχνότητα με την οποία επαναλαμβάνονται είναι υψηλή. Αυτό που σώζει την κατάσταση είναι ο ανθρώπινος παράγοντας και οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι τέσσερις συμπαίκτες κατά τη διάρκεια μιας αποστολής, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν απρόβλεπτες καταστάσεις: από το να αλληλοσκοτωθούν, μέχρι να νικήσουν ένα δύσκολο αφεντικό χρησιμοποιώντας ανορθόδοξες τακτικές. Εξίσου απογοητευτική και η ποικιλία σε εχθρούς και εξοπλισμό. Ελάχιστα τα όπλα που έχει στη διάθεσή του ο παίκτης και ακόμα λιγότερα τα είδη των εχθρών που καλείται να αντιμετωπίσει. Στον αντίποδα, παρά τη φύση του (βλέπε παιχνίδι/υπηρεσία), το Helldivers II δεν ωθεί τον παίκτη σε μικροσυναλλαγές ώστε να αποκτήσει πλεονέκτημα εν ώρα μάχης. Τα περισσότερα από τα αντικείμενα που διατίθενται στο ψηφιακό κατάστημα του παιχνιδιού είναι διακοσμητικού χαρακτήρα, ενώ όλα τα όπλα μπορούν να αποκτηθούν παίζοντας το παιχνίδι.
Παρά την έλλειψη ποικιλίας, ο άριστος χειρισμός και η εξαιρετική υλοποίηση όλων των ιδεών, καθιστα το Helldivers II ως μία από τις πλέον αξιόλογες προτάσεις για τις φίλες και τους φίλους που θέλουν να απολαύσουν έναν GaaS, δίχως να σκοτίζονται από περίπλοκούς μηχανισμούς και ενοχλητικές μικροσυναλλαγές. Η δράση είναι ασταμάτητη, τα σκηνικά που μπορούν να προκύψουν, εντυπωσιακά και η ιδέα πάνω στην οποία βασίζεται είναι πιασιάρικη. Δημιουργεί στον παίκτη το αίσθημα του καθήκοντος, καθώς καλείται να υπερασπιστεί εκατοντάδες πλανήτες με τη βοήθεια των φίλων του. Αυτό το πάμε όλοι μαζί παρέα να τούς φάμε πριν μάς φάνε, λειτουργεί άψογα στην περίπτωση του Helldivers II, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που είναι εύκολο να παραβλέψει κανείς όλη αυτήν την επανάληψη που χαρακτηρίζει το παιχνίδι, σε επίπεδο σχεδιασμού επιπέδων, αποστολών, εξοπλισμού και εχθρών. Όπως έγραψα και στην αρχή, το Helldivers II είναι η ψηφιακή εκδοχή από τα αγαπημένα πλαστικά στρατιωτάκια, με καλά και τα στραβά τους. Βέβαια, στην περίπτωση του τίτλου που σχεδίασε η Arrowhead, τα καλά είναι περισσότερα από τα στραβά, και αυτό είναι που μετρά περισσότερο. Περισσότερο και από το ιερό καθήκον να υπερασπιστούμε τη Σούπερ Γη.