Αν υπάρχει ένα πράγμα που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στο καινούργιο Saints Row (το σημείο επανεκκίνησης της σειράς για χάρη μιας νέας γενιάς παικτών) είναι η διάθεσή του να περιγράψει με απόλυτη ακρίβεια και σαφήνεια την εμπειρία που επιθυμεί να προσφέρει στον άνθρωπο που κρατά το χειριστήριο, χωρίς να αποκρύπτει το παραμικρό από αυτά που έχει να δώσει. Και μάλιστα, φροντίζει να το κάνει από τα πρώτα λεπτά του παιχνιδιού, χωρίς φόβο και πάθος και αποφεύγοντας να κρυφτεί πίσω από το ψηφιακό του δάχτυλο. Το ριμπούτ της παλαβής σειράς που δημιούργησε πριν από χρόνια η Volition, είναι ξεκάθαρο ως προς τις προθέσεις του και γνωρίζει τόσο τα προτερήματα όσο και τα ελαττώματά του, έχει δηλαδή το γνώθι σαυτό που λέμε και στο χωριό μου. Οι προθέσεις και οι διαθέσεις των ανθρώπων της ομάδας ανάπτυξης, ειλικρινείς και ξεκάθαρες. Υπόσχονται στον υποψήφιο αγοραστή ότι θα λάβει ακριβώς αυτό που βλέπει στο εξώφυλλο του παιχνιδιού, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Κι από ‘εκεί κι έπειτα, μισή ντροπή δική μας και μισή ντροπή δική τους, όπως άλλωστε συνέβαινε σε όλα τα προηγούμενα κεφάλαια της χαζοχαρούμενης – με την καλή έννοια – σειράς από τη Volition. Αν και τούτο εδώ διαφέρει από τα αδερφάκια του.
Για τις ανάγκες της νέας αυτής παραγωγής, οι άνθρωποι της Volition αποφάσισαν να κρατήσουν μια απόσταση από τα Saints Row που προηγήθηκαν. Υπάρχει η τρέλα, αλλά όχι στο βαθμό που είχαν τα παλιά παιχνίδια της σειράς. Στην περίπτωση του Saints Row του Καινούργιου, η παλαβομάρα και η αναρχία προσφέρονται με μέτρο και όχι με το μέτρο. Μάλλον με το σταγονόμετρο, θα πρόσθετα. Ναι, κι αυτή η ανοιχτόκοσμη – τύπου sandbox – περιπέτεια είναι γεμάτη από θεαματικές εκρήξεις και καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια της υπερβολής. Μπαμ από δω, μπουμ από κει, πολυβόλα που αστράφτουν και βροντούν, πιστολίδια που κάνουν τη μέρα, νύχτα, τρελά σάλτα με φορτηγά και αμέτρητες καταδιώξεις στους δρόμους της πόλης. Ναι, τα έχει όλα αυτά, και μάλιστα σε αφθονία. Ωστόσο, το ριμπούτ δεν έχει εκείνη τη χαζομάρα και την εξαλλοσύνη που χαρακτήριζαν τα προηγούμενα επεισόδια της σειράς. Απουσιάζουν το ανώριμο χιούμορ, τα χοντροκομμένα αστεία που ελάχιστοι θα τα εκτιμούσαν (παρόλα αυτά, η προσπάθεια ήταν αυτή που πάντοτε μετρούσε), η απρέπεια, οι πληθωρικοί ήρωες που ήξεραν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της ζωής με όλους τους λάθος τρόπους. Το Saints Row αποστασιοποιείται από το παρελθόν του, τραβά μια κόκκινη λεπτή γραμμή και κινείται περισσότερο στα όρια της ευπρέπειας και σε ταχύτητες σαφώς χαμηλότερες. Καταφέρνει να δείχνει πιο σοβαρό, αλλά όχι το ίδιο ώριμο με άλλα ανοιχτόκοσμα παιχνίδια από τα οποία αντλεί την έμπνευσή του (ε, τί κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια; – βλέπε GTA).
Από το πρώτο λεπτό, το Saints Row το νεότερο, δεν παύει να υπενθυμίζει στον παίκτη ότι αυτό που πρόκειται να απολαύσει δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα προϊόν μιας άλλης εποχής. Αν θέλαμε να τοποθετήσουμε χρονικά το νέο Saints Row ως προϊόν, θα το λέγαμε με σιγουριά πως πρόκειται για ένα γνήσιο βιντεοπαιχνίδι από την περίοδο 2005-2006, την εποχή που τα Xbox 360 και PS3 έκαναν τα πρώτα τους βήματα στην αγορά. Διότι περί αυτού πρόκειται. Ο τίτλος της Volition και δείχνει και παίζει όπως ακριβώς θα περίμενε κανείς από έναν τίτλο που κυκλοφόρησε την περίοδο που λανσαρίστηκαν οι κονσόλες της προ-προηγούμενης γενιάς συστημάτων. Το Saints Row είναι ο ορισμός του παλιακού προϊόντος. Και δεν νιώθει ενοχές γι’ αυτό. Τώρα, αν ο παίκτης αρχίζει να αισθάνεται ενοχές για το χρόνο που αφιέρωσε ή θα θελήσει να αφιερώσει στο νεο επεισόδιο της σειράς, αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Πρώτο δείγμα για το πόσο παλιακό είναι τούτο το παιχνίδι, ο κόσμος και ο τρόπος με τον οποίο είναι σχεδιασμένος. Η ρυμοτομία της πόλεως του Σάντο Ιλέσο και η αρχιτεκτονική των κτηρίων και οι μυριάδες σχεδιαστικές επιλογές της ομάδας που είναι υπεύθυνη για την καλλιτεχνική διεύθυνση του παιχνιδιού, μαρτυρούν το προφανές. Ο σχεδιασμός της πόλης παραείναι απλοϊκός και οι αρχιτεκτονικές τσαχπινιές από τη μεριά των καλλιτεχνών της Volition, πραγματικά ελάχιστες. Κάθε κτήριο, κάθε δρόμος και κάθε γειτονιά θυμίζουν στον παίκτη ότι από το νέο Saints Row απουσιάζουν το σχεδιαστικό θράσος και η καλλιτεχνική μούρλα που θα περίμενε κανείς να βρει σε αφθονία στην πόλη όπου δρουν οι Άγιοι. Το Σάντο Ιλέσο είναι σχεδιασμένο εντελώς συμβατικά, χωρίς να διαθέτει κάτι το ιδιαίτερο ή το χαρακτηριστικό, παρά την ποικιλία των περιοχών από τις οποίες αποτελείται. Είναι στημένο ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ήταν σχεδιασμένες οι ψηφιακές πόλεις τίτλων που κυκλοφόρησαν πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια.
Αφήνοντας πίσω τους δρόμους του Σάντο Ιλέσο, δεύτερο δείγμα αυτής της παλιακότητας που χαρακτηρίζει το Saints Row, είναι οι αποστολές, κύριες και δευτερεύουσες. Στον τομέα αυτό παρατηρούμε μια έντονη ανισορροπία ανάμεσα σ’ αυτές που πρέπει να ολοκληρώσουμε για να προχωρήσουμε την ιστορία των Αγίων, και στις υπόλοιπες. Ο ένας και μοναδικός λόγος ύπαρξης των υπο-αποστολών είναι να αυξήσουν τη διάρκεια του τίτλου και τίποτα περισσότερο. Στην πλειοψηφία τους επαναλαμβανόμενες και σχεδιασμένες χωρίς έμπνευση και φαντασία. Εντελώς απλοϊκές ως προς τη σύλληψη και τον τρόπο ολοκλήρωσής τους, δεν έχουν να δώσουν κάτι περισσότερο, πέρα από το να αποσπάσουν – προσωρινά – την προσοχή του παίκτη από την κεντρική υπόθεση, «γράφοντας» μερικές ακόμα ώρες στο εσωτερικό ρολόι του παιχνιδιού. Δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον και δεν προσφέρουν τίποτα του ουσιαστικό στην ιστορία των Αγίων. Από την άλλη, οι βασικές αποστολές διαθέτουν περισσότερη φαντασία και τρέλα, σαφώς πιο ευρηματικές, ενδιαφέρουσες και καλλογραμμένες σε σχέση με τις υπόλοιπες.
Το Saints Row το νεότερο είναι ένας τίτλος που δεν έχει υψηλές φιλοδοξίες και βλέψεις, καθώς δεν είναι φτιαγμένο για μεγάλα πράγματα. Ούτε έχει υψηλές απαιτήσεις από τον παίκτη. Και σε περίπτωση που και ο παίκτης έχει χαμηλώσει αρκετά τις προσδοκίες του για το ολοκαίνουργιο πόνημα της Volition, τότε δημιουργείται η ικανή και αναγκαία συνθήκη για να το διασκεδάσει με την ψυχή του, κάνοντας άνω-κάτω το Σάντο Ιλέσο, και παίζοντας με τα όσα ελάχιστα έχουν να προσφέρουν οι Άγιοι σε τούτη τη νέα τους εκδοχή. Αποτελεί κλασική περίπτωση παιχνιδιού που δεν έχει διάθεση να πρωτοτυπήσει, ούτε καν να προσπαθήσει για το σκοπό αυτό. Πρόκειται για έναν τίτλο που έχει στραμμένο το βλέμμα του στο παρελθόν και όχι στο μέλλον – γεγονός που αντικατοπτρίζεται στη δομή και τη γενικότερη σχεδιαστική του λογική. Δεν διακρίνεται η παραμικρή προσπάθεια εκσυγχρονισμού ενός μοντέλου παιχνιδιού που θεωρείται παρωχημένο εδώ και αρκετά χρόνια, και σίγουρα δεν ανήκει στα παιχνίδια εκείνα που προσφέρουν έντονες συγκινήσεις οι οποίες με την πάροδο του χρόνου θα μετατραπούν σε υπέροχες αναμνήσεις.