Δεν ξέρω αν έχει νόημα πια να λέμε «το νέο παιχνίδι της UbiSoft» και όχι «ο νέος ανοιχτός κόσμος της UbiSoft». Αν και σίγουρα δεν συγκαταλέγεται στους επινοητές του, η εταιρεία από τη Γαλλία έχει βάλει μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική σφραγίδα στο είδος, αν και αυτή η σφραγίδα συνοδεύτηκε -δικαιολογημένα- και από τη ρετσινιά της μαζικής παραγωγής και της άκρατης εμπορευματοποίησης. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι σχεδιαστές της Ubi έχουν μοναδικό ταλέντο στο να ζωντανεύουν εποχές και τοποθεσίες. Γίνεται σωστή μελέτη, η αρχιτεκτονική ζωντανεύει και δένει με το τοπίο, ενώ τα πολιτισμικά στοιχεία και οι τεχνοτροπίες κάθε εποχής δεν ενημερώνουν απλώς το οπτικό αποτέλεσμα, αλλά μερικές φορές βρίσκουν τον τρόπο να πρωταγωνιστούν. Σίγουρα, τον τελευταίο καιρό υπάρχουν σοβαρά φαινόμενα διεκπεραιωτικού (αν όχι απαρχαιωμένου) σχεδιασμού, αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι κάθε τίτλος έχει το δικό του ενδιαφέρον.
Ο νέος κόσμος της UbiSoft, λοιπόν (πριν από την έλευση του Valhalla, προφανώς) είναι ένα δυστοπικό Λονδίνο από το -πολύ- εγγύς μέλλον, το οποίο προσφέρει μια πολύ ευπρόσδεκτη αλλαγή όσον αφορά την καλλιτεχνική διεύθυνση και την ατμόσφαιρα του τίτλου. Όσο για την ιστορία, δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας: μια ισοπεδωτική, πολύνεκρη επίθεση στο κέντρο της βρετανικής πρωτεύουσας από μια μυστηριώδη οργάνωση ψηφιακών τρομοκρατών δίνει στις αρχές την αφορμή και το έρεισμα που χρειάζονταν για να επιβάλουν στρατιωτικό νόμο στο Λονδίνο, κατηγορώντας και εξαρθρώνοντας τη διεθνή ομάδα (χ)ακτιβιστών DedSec που γνωρίσαμε στα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς. Σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική της UbiSoft, το νέο Watch Dogs δεν αποφεύγει να θέσει πολιτικά ζητήματα στην ιστορία του, έστω και αν το κάνει με μια κάπως αφελή προσέγγιση και δεν αποφεύγει το βασικό ζήτημα που προκύπτει σε αυτού του είδους τις ιστορίες: αν ελέγξεις τον πληθυσμό σου τόσο ολοκληρωτικά μέσω της τεχνολογίας και της καταστολής μέσω ιδιωτικών εταιρειών, αδιαφορώντας για οποιοδήποτε άλλο στοιχείο προσωπικής/ιδεολογικής/ψυχολογικής ταυτότητας, τότε τι εμποδίζει κάποιον αντίπαλο/ανταγωνιστή/εχθρό σου να αναπτύξει καλύτερη τεχνολογία και να σου τον κλέψει χρησιμοποιώντας ακριβώς τα ίδια μέσα; Άλλωστε, αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο Legion, σε τελική ανάλυση: τα τελευταία απομεινάρια των DedSec καταφέρνουν να συσπειρωθούν και να διοργανώσουν την αντίσταση από το μηδέν, αξιοποιώντας την ίδια τεχνολογία που ανέπτυξε η κυβέρνηση και υποδαυλίζοντας σιγά-σιγά τον πληθυσμό κάθε περιοχής. Ευτυχώς, η πλοκή δεν εξαντλείται μόνο σε αυτήν την πάλη, καθώς υπάρχει ένα μυστήριο που πρέπει να λυθεί, καθώς και να βρεθούν οι πραγματικοί υπαίτιοι και τα κίνητρα των υπαιτίων της επίθεσης.
Όλα αυτά μεταφέρονται στον παίκτη με την κλασική συνταγή του είδους, δηλαδή μια σειρά από αποστολές που απλώνονται σε έναν αχανή χάρτη γεμάτο με σημεία ενδιαφέροντος, δευτερεύουσες αποστολές και επιθυμητά αντικείμενα που βρίσκονται σε σχετικά δυσπρόσιτα σημεία, τα οποία επιτρέπουν την αναβάθμιση του τεχνολογικού εξοπλισμού και την αλλαγή της εμφάνισης των χαρακτήρων μας. Και ναι, αυτήν τη φορά έχουμε να κάνουμε με «χαρακτήρες» και όχι με «χαρακτήρα», καθώς δεν υπάρχει πλέον κεντρικός πρωταγωνιστής, αλλά μια ολόκληρη οργάνωση που πρέπει να στρατολογήσει ένα προς ένα τα μέλη που χρειάζεται για να πετύχει τον σκοπό της. Αυτό είναι και ένα από τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας του Watch Dogs: Legion, η πολυσυλλεκτικότητα των χαρακτήρων που θα κληθεί να προσθέσει στην ομάδα του και να χειριστεί ο παίκτης. Στο εικονικό Λονδίνο του Legion ζουν και κινούνται άπειροι κάτοικοι, οι οποίοι δημιουργούνται από τους αλγόριθμους του παιχνιδιού, με αποτέλεσμα κάθε παίκτης να έχει στη διάθεσή του μια διαφορετική δεξαμενή δυνητικών… αγωνιστών (είναι της μόδας αυτή η λέξη αυτές τις μέρες) που μπορεί να στρατολογήσει. Ο καθένας τους έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και δεξιότητες, με ορισμένους να είναι πιο προικισμένοι από άλλους (άρα και πιο πολύτιμοι/δύσκολο να στρατολογηθούν), ενώ με αρκετή υπομονή και επιμονή είναι δυνατή ακόμα και η στρατολόγηση χαρακτήρων που εξ ορισμού εναντιώνονται στην αντίσταση, όπως μέλη των δυνάμεων της Albion, της μισθοφορικής αστυνομίας που έχει αναλάβει την επιβολή του νέου καθεστώτος. Με σωστές κινήσεις, μετά από λίγες ώρες παιχνιδιού θα έχετε συγκεντρώσει έναν ικανό πυρήνα για την ομάδα σας, όπου κάθε μέλος θα έχει τα δικά του πλεονεκτήματα: υπάρχουν οδηγοί που μπορούν να τρέχουν στην πόλη, παραμερίζοντας την κίνηση, εργάτες που μπορούν να διεισδύσουν σε εργοτάξια και κτίρια υπό επισκευή, (πρώην) αστυνομικοί που μπορούν να περνούν από μπλόκα και να εισέρχονται σε καλά φυλαγμένες εγκαταστάσεις, και μια πλειάδα άλλων δεξιοτήτων και χαρακτηριστικών που κάνουν ορισμένα μέλη της αντίστασης πιο πολύτιμα από άλλα (και πιο οδυνηρή την απώλειά τους, αν συλληφθούν ή σκοτωθούν -ευτυχώς, το permadeath είναι προαιρετικό).
Από την άλλη πλευρά, αυτές οι άπειρες μεταβλητές και η τυχαία δημιουργία χαρακτήρων έχει ένα κόστος σε προσωπικότητα, καθώς δεν υπάρχει πλέον ένας ξεκάθαρος πρωταγωνιστής με τον οποίο μπορεί να ταυτιστεί ο παίκτης. Οι μόνοι χαρακτήρες που έχουν πραγματική προσωπικότητα και δίνουν μια θεατρική/συναισθηματική ώθηση στην αφήγηση είναι οι περιφερειακοί χαρακτήρες, όπως οι κακοί και το δίδυμο που αναλαμβάνει την αναβίωση της DedSec, δηλαδή η «πιο-αστική-επαναστάτρια-πεθαίνεις» Sabine Brandt και ο Bagley, μια τεχνητή νοημοσύνη που προσφέρει κάποιους φλεγματικούς κωμικούς τόνους με τον αδιάκοπο σαρκασμό του. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι ο παίκτης δεν νοιάζεται για τους χαρακτήρες του, καθώς δημιουργείται ένας δεσμός που θυμίζει αρκετά τα παιχνίδια τύπου XCOM και λειτουργεί καλά σε θεμελιώδες επίπεδο.
Όσο για το gameplay, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες εκπλήξεις, καθώς οι κυρίαρχοι μηχανισμοί της σειράς είναι παρόντες και εδώ. Υπάρχουν μηχανισμοί παρκούρ (σαφώς πιο περιορισμένοι σε σύγκριση με το Watch Dogs 2), μπόλικη οδήγηση με πολλά διαφορετικά οχήματα, η οποία ευτυχώς διατηρεί την ευχάριστη και πειστική αίσθηση που χαρακτηρίζει τη σειρά (και είναι ίσως ο μοναδικός τομέας που θα μπορούσε να διδάξει κάτι στο GTA), και αρκετές, συνήθως προαιρετικές, μάχες. Οι μάχες είναι απαραίτητες για να προστεθεί ένας βαθμός πρόκλησης στο παιχνίδια και η αλήθεια είναι ότι έχουν αρκετές μεταβλητές ώστε να είναι απαιτητικές και διασκεδαστικές, αλλά δεν αποτελούν βασική προτεραιότητα των σχεδιαστών και αυτό φαίνεται. Συνήθως, με την εξαίρεση των σκηνοθετημένων μαχών, η πρώτη σας αντίδραση όταν μπλέξετε σε κάποια μάχη θα είναι να ξεμπερδέψετε γρήγορα ή να αποδράσετε, για να προσεγγίσετε την κατάσταση με κάποιον άλλον τρόπο.
Όμως η καρδιά της όλης εμπειρίας είναι το stealth και, φυσικά, το hacking, δύο στοιχεία που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και δίνουν στο Watch Dogs: Legion τον (όποιον) ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Ο παίκτης έχει στη διάθεσή του μια πλούσια γκάμα από εργαλεία για να τραβήξει την προσοχή των δυνάμεων καταστολής και των εγκληματιών που κατακλύζουν τις τοποθεσίες του παιχνιδιού, καθώς και αρκετές επιλογές όσον αφορά την εξουδετέρωσή τους. Η αποτελεσματική χρήση των εργαλείων βασίζεται στη διεξοδική κατόπτευση του χώρου και στην έμπνευση της στιγμής, ένας κύκλος που στην αρχή είναι απίστευτα ικανοποιητικός, αλλά αργότερα τείνει να γίνει λίγο επαναλαμβανόμενος. Ωστόσο, μια νέα, εμπνευσμένη προσθήκη, έρχεται να προσφέρει έναν αέρα ανανέωσης στο οπλοστάσιο του παιχνιδιού: τα spiderbot, όπως δηλώνει και η ονομασία τους, είναι μηχανικές αράχνες που χρησιμοποιούνται για εργασίες συντήρησης στην πόλη, αλλά οι χάκερ μπορούν να τα αναβαθμίσουν με διάφορους τρόπους, ώστε να εξουδετερώνουν εχθρούς, να πηδάνε ψηλά και γενικά να διεισδύουν απαρατήρητα σε φυλαγμένες εγκαταστάσεις και να εξουδετερώνουν συναγερμούς ή να ανοίγουν ασφαλισμένες πύλες. Ο χειρισμός τους είναι σκέτη απόλαυση, ενώ οι σχεδιαστές δεν έχουν παραλείψει να συμπεριλάβουν μπόλικους γρίφους με έντονο χαρακτήρα platforming, οι οποίοι ανταμείβουν τον επιδέξιο παίκτη.
Γενικά, αυτό είναι ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε όλη τη διάρκεια και την έκταση του Watch Dogs: Legion. Το παιχνίδι γίνεται πολύ πιο διασκεδαστικό όσο ο παίκτης παίζει ελεύθερα, εξερευνώντας την πόλη, θαυμάζοντας τα αξιοθέατα και ανακαλύπτοντας τους μυριάδες μικρούς γρίφους και εκπλήξεις που κρύβονται στα πιο απρόσμενα μέρη. Αυτή η αίσθηση της ανακάλυψης, σε συνδυασμό με την πάντοτε υποβλητική ατμόσφαιρα του Λονδίνου, προσδίδουν στο παιχνίδι έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Δεν μπορείς να πεις πλέον ότι είναι μια hi-tech παραλλαγή του Assassin’s Creed, αλλά μια νέα γεύση της open world συνταγής της UbiSoft. Σίγουρα, δεν έχει τις αξίες παραγωγής των AC και είναι εμφανές ότι δεν έχει την ίδια σημασία για την εταιρεία, αλλά είναι μια διασκεδαστική εναλλακτική πρόταση για όσους λατρεύουν να κυνηγάνε εικονίδια σε έναν χάρτη. Δεν μπορεί να απαλλαγεί εντελώς από τη «ρετσινιά» της μαζικής παραγωγής, αλλά δίνει την εντύπωση ότι δεν το επιδιώκει, καθώς ο σχεδιασμός βρίσκεται (για μια φορά) σε αρμονία με την ταυτότητά του ως προϊόν.