Το ωραίο με το ριμέικ του πρώτου Mafia είναι ότι δεν χρειάζεται πολύ χρόνο για να σε βυθίσει στον κόσμο του, για να σε ταξιδέψει πίσω στην εποχή Μεγάλης Ύφεσης και της Ποτοαπαγόρευσης. Ήδη, από τα πρώτα λεπτά του παιχνιδιού, η ανανεωμένη – από τα χεράκια των ανθρώπων της Hangar 13 – έκδοση του Mafia καταφέρνει να δημιουργήσει μία απόλυτα πειστική εικόνα για τη ζωή των μαφιόζων και τη δράση της ιταλικής μαφίας, στην αμερικάνικη μεγαλούπολη, τη δεκαετία του τριάντα. Έπειτα από μια-δυο αποστολές, αρχίζεις και μυρίζεις τον βαρύ καπνό από την πουράκλα που συνηθίζει να καπνίζει ο Δον Σαλιέρι, σχεδόν γεύεσαι τον ξαναζεσταμένο καφέ που σερβίρεται στις καφετερίες της γειτονιάς όπου ζει ο ανερχόμενος μαφιόζος Τόμι Άντζελο. Είναι από εκείνα τα μικρά επιτεύγματα για τα οποία μπορεί να υπερηφανεύεται το Mafia: Definitive Edition και η ομάδα που ανέλαβε να μεταφέρει στα σημερινά συστήματα, τον κλασικό, πλέον, τίτλο που κυκλοφόρησε το 2002, από τις Illusion Softworks και Gathering of Developers, για PS2, Xbox και PC. Ένα παιχνίδι που πραγματοποίησε την παρθενική του εμφάνιση στην αυγή των τρισδιάστατων, ανοιχτόκοσμων παιχνιδιών, της δημοφιλούς κατηγορίας που καθιέρωσαν τα πρωτοπόρα Shenmue και Grand Theft Auto III, στο τέλος του εικοστού αιώνα και στις αρχές του επόμενου, αντίστοιχα.

Οι σχεδιαστές της Hangar 13 σεβάστηκαν απόλυτα το υλικό που είχαν στα χέρια τους, φροντίζοντας να το αναδείξουν ανανεώνοντας το πρώτο επεισόδιο της σειράς Mafia, τόσο οπτικοακουστικά, όσο και σε επίπεδο χειρισμού και μηχανισμών. Οπτικά, ο κόσμος του νέου Mafia βρίθει από λεπτομέρειες που θα εκτιμήσουν δεόντως οι φίλοι που ασχολήθηκαν με το πρωτότυπο πριν από δεκαοκτώ χρόνια. Η πόλη και τα περίχωρά της, δείχνουν ολοζώντανα: κόσμος και κοσμάκης πηγαινοέρχεται ασταμάτητα, οι δρόμοι ασφυκτιούν από κομψές κούρσες και περιπολικά της αστυνομίας. Τα πάντα έχουν σχεδιαστεί με ιδιαίτερη προσοχή και έμφαση στη λεπτομέρεια, είτε μιλάμε για το λαμπερό κέντρο της Lost Heaven, με τα κέντρα διασκέδασης, τις τράπεζες και τις επιβλητικές επαύλεις, είτε για τις φτωχογειτονιές με τις παράγκες και χαμόσπιτα. Μέσω αυτών των αντιθέσεων αναδεικνύεται και ο χαρακτήρας της πόλης των πανίσχυρων πολιτικών και των αδίστακτων μαφιόζων. Από εκεί και πέρα, η πανέμορφη Lost Heaven (η οποία παραπέμπει στο Σικάγο εκείνης της εποχής), υπάρχει αποκλειστικά και μόνο για να πραγματοποιεί τις μετακινήσεις του, από το ένα σημείο της αποστολής, στο επόμενο, ο Τόμι Άντζελο, ο πρωταγωνιστής του παιχνιδιού.

Για το διακοσμητικό ρόλο της πόλης, «ευθύνεται» η δομή του αρχικού Mafia, την οποία ακολουθεί κατά γράμμα η Definitive Edition. Επί της ουσίας, το παιχνίδι της Hangar 13 είναι απόλυτα γραμμικό, με τη μία αποστολή να διαδέχεται την επόμενη, δίχως διακοπές και χωρίς να δίνει την ευκαιρία στον παίκτη να διαλέξει τη σειρά ολοκλήρωσης των αποστολών. Η Lost Heaven είναι μια καλοσχεδιασμένη και πανέμορφη ψηφιακή πόλη που δίνει την ψευδαίσθηση στον παίκτη ότι παίζει ένα ανοιχτόκοσμο παιχνίδι. Για την ακρίβεια, είναι ανοιχτόκοσμο παλαιάς κοπής, ένα παλιομοδίτικο ανοιχτόκοσμο βιντεοπαιχνίδι, που ναι μεν δίνει την ευκαιρία στον παίκτη να περιπλανηθεί ελεύθερα στους δρόμους της πόλης, χωρίς, όμως, να δίνει τη δυνατότητα επιλογής αποστολής ή έναν λόγο για να εξερευνήσει την πόλη, σπιθαμή προς σπιθαμή. Στη Lost Heaven δεν συμβαίνουν πράγματα απρόοπτα και εκτός προγράμματος, ενώ ο παράγοντας τύχη δεν παίζει κανέναν ρόλο στην περιπέτεια του μαφιόζου Τόμι Άντζελο. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, τη γραμμικότητα που διέπει το Mafia, όπως και τον σχεδόν διακοσμητικό ρόλο της Lost Heaven, δεν τα προσμετρώ στα αρνητικά του τίτλου της Hangar 13. Για να είμαι ειλικρινής, χάρηκα που δεν έχουμε άλλο ένα τυποποιημένο ανοιχτόκοσμο παιχνίδι, στα πρότυπα των παιχνιδιών της Ubisoft, από αυτά που έχουν έναν τεράστιο χάρτη γεμάτο από αναρίθμητα σημαδάκια που αν τα ακολουθήσεις σε οδηγούν σε αδιάφορες υπο-αποστολές, η ύπαρξη των οποίων είναι αρκετή για να πονοκεφαλιάσουν τον παίκτη τον ψυχαναγκαστικό. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι αυτή η παλιακή γραμμικότητα του Mafia είναι αναζωογονητική και απόλυτα ταιριαστή με το παλιομοδίτικο ύφος του παιχνιδιού. Το παιχνίδι εστιάζει στη βασική αποστολή και τίποτα περισσότερο, δίχως ανούσιες διακοπές. Υπηρετεί πολύ καλά την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί, χωρίς να ζαλίζει τον παίκτη με επαναλαμβανόμενες και αδιάφορες παράπλευρες δραστηριότητες. Δεν είναι ανάγκη όλα τα ανοιχτόκοσμα παιχνίδια να έχουν την κλίμακα ενός Assassin’s Creed Odyssey για να διασκεδάσουν τον παίκτη. Ούτε να τον βομβαρδίζουν με αποστολές κενές περιεχομένου που απλά επιμηκύνουν τη διάρκεια του παιχνιδιού.

Μεταμορφωμένοι – προς το καλύτερο – παρουσιάζονται ο χειρισμός και ο τρόπος με τον οποίο κινείται ο Τόμι Άντζελο μέσα στην πόλη του οργανωμένου εγκλήματος. Για τις ανάγκες επικαιροποίησης του Mafia, οι σχεδιαστές της Definitive Edition εγκατέλειψαν το όχι και τόσο βολικό τρόπο με τον οποίο στόχευε τους αντιπάλους του ο νεαρός Τόμι. Ο χειρισμός στο αρχικό Mafia έμοιαζε με υβρίδιο σούτερ τρίτου και πρώτου προσώπου. Ήταν λες και έπαιζες σούτερ σε πρώτο πρόσωπο, με τη διαφορά ότι στο κέντρο της οθόνης έβλεπες το σώμα του χαρακτήρα που είχες υπό τον έλεγχό σου. Στο νέο Mafia, ο Τόμι αντιμετωπίζει τους αντίπαλους μαφιόζους όπως ακριβώς κάνουν όλοι οι ήρωες των σούτερ σε τρίτο πρόσωπο. Ως άλλος Νέιθαν Ντρέικ, ο Τόμι Άντζελο χρησιμοποιεί το περίστροφό του με χαρακτηριστική άνεση, ενώ είναι αρκετά ευέλικτος ώστε να μπορεί να κρύβεται πίσω από τοίχους, καναπέδες, τραπέζια και λοιπά εμπόδια, με το πάτημα ενός κουμπιού, για να αποφύγει το καυτό μολύβι που κερνούν οι αντίπαλοί του. Το βελτιωμένο animation και ο μοντέρνος χειρισμός καθιστούν τη μαφιόζικη εμπειρία που προσφέρει το Mafia: Definitive Edition, ιδιαίτερα απολαυστική και διασκεδαστική. Το μοναδικό στοιχείο που ξενίζει, είναι η παλιακή συμπεριφορά των υπόλοιπων μαφιόζων. Για λόγους που ακόμη δεν μπορώ να αντιληφθώ, ο μέσος αντίπαλος μαφιόζος συμπεριφέρεται λες και είναι ο Εξολοθρευτής. Έχει ακριβώς το ίδιο κενό βλέμμα που είχε ο φονικός κυβεροοργανισμός όταν καταδίωκε την Σάρα Κόνορ, στο πρώτο Terminator. Παρά το πιστολίδι και την ένταση της μάχης, οι εχθροί βγαίνουν από τις κρυψώνες τους και περπατούν αργά και σταθερά προς τον Τόμι, αδιαφορώντας για τη βροχή από σφαίρες. Από τη στιγμή που θα αποφασίσουν να σκοτώσουν τον Τόμι, θα το πραγματοποιήσουν με κάθε κόστος. Όσο για τον Τόμι; Πέφτει με δυο-τρεις σφαίρες, οπότε τί να προλάβει να πει και αυτός ο καημένος; Αν εξαιρέσουμε μια-δυο περιπτώσεις κατά τις οποίες το φονικό ένστικτο των μαφιόζων δημιουργεί πρόβλημα στην αποστολή του Τόμι, ανεβάζοντας ουσιαστικά το βαθμό δυσκολίας, η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της τεχνητής νοημοσύνης δεν προκαλεί προβλήματα στη ροή του παιχνιδιού.

Το Mafia: Definitive Edition δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με το μέγεθος του κόσμου του. Ούτε επιχειρεί να «πνίξει» το ενδιαφέρον του παίκτη με ένα κάρο από ανούσιες δευτερεύουσες αποστολές και αδιάφορες περιφερειακές δραστηριότητες. Δεν υπάρχουν σημαιάκια στον χάρτη και δεν δίνει ούτε έναν λόγο για να εξερευνήσει κανείς την πόλη της Lost Heaven. Παρά την όψη του, είναι ένα παλιομοδίτικο βιντεοπαιχνίδι που θέλει να αφηγηθεί μία παλιομοδίτικη ιστορία, με έναν παλιομοδίτικο τρόπο. Και θέλει να εντυπωσιάσει τους παλιούς και τους νέους φίλους της σειράς, μέσω της αφήγησης και των πρωταγωνιστών της μαφιόζικης ιστορίας. Και το καταφέρνει περίφημα, όπως τα είχε καταφέρει και το αρχικό Mafia. Τα πανέμορφα γραφικά, ο εξαιρετικός ρυθμός, οι ενδιαφέρουσες αποστολές και προσεγμένος χειρισμός, αρκούν για να κάνει το νέο Mafia σωστά τη δουλειά του.