Φανταστείτε έναν κόσμο φτιαγμένο από χαριτωμένα και χοντροκομμένα πιξελάκια. Έναν κόσμο που μοιάζει να ξεπήδησε μέσα από την οθόνη ενός Game Boy και που θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιο από τα Super Mario Land. Κάπου εκεί μέσα ζουν δύο γλυκύτατα πλασματάκια, ο Jack και η Jill. Ένα από τα αγαπημένα χόμπι του ζευγαριού είναι να ψάχνει ο ένας τον άλλο, καθώς έχουν το κακό συνήθειο να χάνονται μέσα στις 140 πίστες του Jack N’ Jill DX, το trial-and-error platform (ε, ας επινοήσω μια κατηγορία βιντεοπαιχνιδιών) από τoν κύριο Rohan Narang και την Ratalaika Games.
Οι 140 πίστες του DX θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν σε κάποια από τα παιχνίδια του Super Mario στο Game Boy. Ο τρόπος απεικόνισης, ο σχεδιασμός και η διαμόρφωση των επιπέδων φέρνουν στο μυαλό τις περιπέτειες του Mario που κυκλοφόρησαν πριν από είκοσι εννέα χρόνια για το γκρίζο φορητό της Nintendo. Σχετικά μεγάλες πίστες, με ξεκάθαρες διαδρομές και μονοπάτια, γεμάτες με νομίσματα, εμπόδια, καρφιά, κενά του θανάτου, στατικές και κινούμενες πλατφόρμες, στο ύφος των Super Mario Land. Ωστόσο, οι όποιες ομοιότητες με τα παιχνίδια της Nintendo, σταματούν εδώ, καθώς το Jack N’ Jill DX, παρουσιάζει μία ιδιαιτερότητα: δεν έχουμε τον πλήρη έλεγχο του χαρακτήρα μας.
Η μοναδική ενέργεια που μας επιτρέπει το παιχνίδι η εκτέλεση άλματος, ενώ η κίνηση του Jack ή της Jill στο επίπεδο, γίνεται αυτόματα. Με το που πατάμε το πλήκτρο του άλματος, ο χαρακτήρας μας ξεκινά να προχωρά χωρίς σταματημό. Αν συναντήσει εμπόδιο, κουτουλάει πάνω του, κάνει μεταβολή και συνεχίζει την κίνησή του προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο ρόλος του παίκτη είναι να βοηθήσει το χαριτωμένο μπαρμπαδελάκι να συναντήσει το έτερον του ήμισυ που περιμένει υπομονετικά στο τέλος κάθε πίστας. Παρά το γεγονός ότι δεν ελέγχουμε απόλυτα τους Jack και Jill, θα τους βοηθάμε να πηδούν πάνω από καρφιά και χάσματα του θανάτου, να κατατροπώνουν τους κακούς, πέφτοντας πάνω στα κεφάλια τους. Για να φτάσουμε στον προορισμό μας, θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε τα φυσικά εμπόδιακαι τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του επιπέδου, είτε για να αλλάξουμε κατεύθυνση, είτε για να φτάσουμε σε κάποιο ψηλότερο σημείο (ο Jack και η Jill εκτελούν wall jump καλύτερα και από τον Mega Man).
Από εκεί και πέρα, το Jack N’ Jill DX απαιτεί καλά αντανακλαστικά – λόγω της αυτόματης και μη ελεγχόμενης κίνησης του χαρακτήρα – και άριστη γνώση κάθε πίστας. Μία γνώση την οποία αποκτούμε κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και έπειτα από πάρα πολλές δοκιμές και άπειρες αποτυχημένες προσπάθειες, μέχρι να βρούμε τη βέλτιστη διαδρομή ή να ξεπεράσουμε ένα δύσκολο σημείο – και το άτιμο το Jack N’ Jill DX έχει μπολικα από δάυτα, στο οποίο έχουμε κολλήσει για ώρες. Παρά, λοιπόν, τον απλοϊκό σχεδιασμό, το παιχνίδι θα δοκιμάσει πάρα πολλές φορές τα αντανακλαστικά και την υπομονή μας. Αναφορικά με τις αδυναμίες Jack N’ Jill DX, μετά τις πρώτες είκοσι με τριάντα πίστες το παιχνίδι ανακυκλώνει αρκετές από τις ιδέες του, δημιουργώντας, έτσι, μία αίσθηση επανάληψης στον παίκτη. Οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις που πρέπει να εκτελούμε, σε συνδυασμό με την αυτόματη κίνηση του χαρακτήρα, είναι δυνατό να προκαλέσουν μία ελαφρια κόπωση, ειδικά στους έμπειρους παίκτες που θα επιθυμούσαν περισσότερη ποικιλία και μία πιο ουσιαστική πρόκληση. Ωστόσο, αυτό που κουράζει περισσότερο και πιο γρήγορα, είναι η μουσική επένδυση. Μετά από μερικά λεπτά παιχνιδιού, οι χαριτωμένες και νοσταλγικές 8-μπιτες μελωδίες μετατρέπονται σε αφόρητη ηχορύπανση, χωρίς να είμαι σίγουρος αν γι’ αυτό ευθύνεται η ένταση, η επανάληψη, η κακή ηχητική απόδοση ή ο συνδυασμός αυτών.
Χαριτωμένο, νοσταλγικό και αρκετά επαναλαμβανόμενο, το Jack N’ Jill DX, δεν έχει να πει πολλά στους φίλους που ψάχνουν μία πρωτότυπη εμπειρία, ούτε σ’ εκείνους που έχουν κουραστεί από τo pixel art. Από την άλλη, είναι καλή περίπτωση για τους νοσταλγούς της εποχής των 8-bit, του Game Boy, για τους φίλους που δεν τα πρόλαβαν, λόγω ηλικίας, αλλά και για όσους επιζητούν μερικά ποιοτικά λεπτά παιχνιδιού, κατά τη διάρκεια μιας γεμάτης – από υποχρεώσεις – ημέρας.