Το 1994 είναι η χρονιά – ορόσημο για τα παιχνίδια ξύλου της Capcom. Μέχρι τότε, ολόκληρος ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω από το Street Fighter II. Το εμπνευσμένο gameplay, το αφύσικα καλοδουλεμένο σύστημα μάχης (το χάσμα ανάμεσα στο πρώτο Street Fighter και το δεύτερο μέρος της σειράς, ήταν χαοτικό – σε σημείο που σε έκανε να αμφιβάλλεις για το αν όντως τα δύο παιχνίδια προήλθαν από την ίδια εταιρεία) και οι εμβληματικοί χαρακτήρες προσέδωσαν στο SFII μία εκτυφλωτική λάμψη που κάλυπτε όλα τα υπόλοιπα παιχνίδια που προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στην κατηγορία.
Η έλλειψη ανταγωνισμού – απόρροια της αρτιότητας και του μεγαλείου του Street Fighter II – ώθησε την Capcom στο να δημιουργήσει ένα είδος τεχνητού ανταγωνισμού. Το 1994, οι άνθρωποι της ιαπωνικής εταιρείας, “έσπασαν” το DNA του Street Fighter II και το χώρισαν σε δύο μέρη. Από αυτόν τον διαχωρισμό, προέκυψαν δύο σημαντικά παρακλάδια των fighting game. Το ένα, ήταν ένα βαρύ, απολαυστικό, στιβαρό και απαιτητικό παιχνίδι ξύλου, το Darkstalkers, και το άλλο, ένα φαντεζί (τι φαντεζί – σκέτο οφθαλμόλουτρο, δηλαδή), εκρηκτικό και απίστευτα διασκεδαστικό, το X-Men: Children of the Atom, το οποίο σηματοδότησε και την απαρχή μίας υπέροχης συνεργασίας ανάμεσα στις Capcom και Marvel.
Fast forward στο σήμερα. Η άτυπη υποκατηγορία των θεαματικών παιχνιδιών ξύλου, την οποία εγκαινίασε το Children of the Atom και καθιέρωσαν τα Marvel Super Heroes, X-Men vs. Street Fighter και, φυσικά, η σειρά των Marvel vs. Capcom, υποδέχεται το νεώτερο μέλος της, το Marvel vs. Capcom: Infinite.
Για τους γνώστες του Κοσμικού Σύμπαντος της Marvel, αλλά και για τους… ώριμους gamers μιας κάποιας ηλικίας που πρόλαβαν το Marvel Super Heroes στα ουφάδικα, αυτό το «Infinite» στον τίτλο του νέου Marvel vs. Capcom “μαρτυρά” τη λειτουργία ενός από τους βασικούς μηχανισμούς του παιχνιδιού. Η ιαπωνική εταιρεία επαναφέρει τα Infinity Stones, έναν μηχανισμό που είδαμε για πρώτη – και τελευταία – φορά στο Marvel Super Heroes. Πρόκειται για τα έξι μαγικά πετράδια που αναζητά ο Thanos, τα οποία χαρίζουν υπερφυσικές δυνάμεις και ήρθαν ξανά στη μόδα χάρις στην ταινία Avengers: Infinity War. Στο Marvel vs. Capcom: Infinite, κάθε πετράδι επιτρέπει την εκτέλεση δύο ειδικών κινήσεων, αυτών των Infinity Surge και Infinity Storm. Η πρώτη εκτελείται ανέξοδα και αξιοποιεί τη μαγική ικανότητα κάθε πετραδιού, ενώ η δεύτερη, με κόστος την μπάρα Infinity, απελευθερώνει την ενέργεια που κρύβει κάθε πετράδι, η οποία χαρίζει μαγικές ικανότητες στον ήρωα που ελέγχουμε.
Για παράδειγμα, η Surge του Time Stone μας επιτρέπει να τηλεμεταφερόμαστε κατά βούληση, ενώ η Storm μας επιτρέπει να συνδυάσουμε με επιτυχία οποιαδήποτε κίνηση (απλή, ειδική – δεν έχει σημασία) ώστε να δημιουργήσουμε θεαματικά combo. Αν, πάλι, θέλετε να εκμηδενίσετε την απόσταση ανάμεσα σε εσάς και τον αντίπαλο που έχει την τάση να σας αποφεύγει, η Surge του Space Stone θα σας φανεί πολύ χρήσιμη. Ακόμα πιο χρήσιμη η αντίστοιχη Storm, με την οποία μπορούμε να παγιδέψουμε τον αντίπαλο μέσα σε ένα κλουβί καθαρής ενέργειας, ώστε να τον δείρουμε με την ησυχία μας. Για να μην σας ταλαιπωρώ με περισσότερα παραδείγματα, η προσθήκη των Infinity Stones δίνει έναν αέρα στρατηγικήςστο παιχνίδι μας, μια και κάθε πετράδι χαρίζει διαφορετικές ικανότητες στους υπερήρωες των Capcom και Marvel. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να προσαρμόζουμε κάθε φορά το παιχνίδι μας, όχι μόνο με βάση τους μαχητές του αντιπάλου, αλλά και με βάση το πετράδια που έχουμε τόσο εμείς, όσο και ο αντίπαλος. Αν θέλετε τη γνώμη μου, η προσθήκη των Infinity Stones παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί δεν λειτουργεί απλά ως ένας μηχανισμός που κάνει πιο δυνατούς και γρήγορους τους μαχητές μας. Αντιθέτως, δημιουργεί νέες ευκαιρίες όσον αφορά την επίθεση και την άμυνα, χωρίς να μειώνει την αξία του καλού παίκτη.
Κατά τ’ άλλα, το νέο μη αριθμημένο επεισόδιο ακολουθεί πιστά την παράδοση της σειράς, χωρίς να αποκλίνει από τη συνταγή της επιτυχίας που καθιέρωσαν τα προηγούμενα Marvel vs. Capcom. Στελεχώνουμε την ομάδα μας με δύο μαχητές – και όχι με τρεις, όπως στα Marvel vs. Capcom 2 και 3. Αυτή η μείωση αποτελεί μία συνειδητή επιλογή από τη μεριά της ιαπωνικής εταιρείας, καθώς η παρουσία τεσσάρων χαρακτήρων – και όχι έξι – σημαίνει ότι οι μάχες ολοκληρώνονται γρηγορότερα, γεγονός που συμβαδίζει απόλυτα με τη φιλοσοφία της σειράς. Αν στο Street Fighter επιβραβεύεται το συντηρητικό παιχνίδι, η άμυνα και η υπομονή, στη σειρά Marvel vs. Capcom, θριαμβεύει αυτός που παίζει επιθετικά και δεν αφήνει τον αντίπαλό του να πάρει ανάσα. Με την επιλογή δύο και όχι τριών μαχητών, εξαλείφεται το φαινόμενο του να σταματά η αναμέτρηση επειδή έληξε ο χρόνος. Τα «Time Over» δεν έχουν θέση σε μία σειρά που χαρακτηρίζεται για τον ξέφρενο ρυθμό της. Από ‘κει και πέρα, τα πράγματα παραμένουν όσο απλά τα έχουμε μάθει. Δύο πλήκτρα για γροθιές και δύο για κλωτσιές, ένα κουμπί για την εναλλαγή των χαρακτήρων και ένα για το Infinity Surge. Από εκεί και πέρα, το πόσο καλός θα γίνει κάποιος στο παιχνίδι, εξαρτάται – πέρα από την κατανόηση των βασικών και απλών μηχανισμών του παιχνιδιού – από τις ώρες που θα αφιερώσει στο Training Mode. Πρόθεση της Capcom δεν είναι να μας ζαλίσει με πολύπλοκους μηχανισμούς και κινήσεις που απαιτούν πολλά κουμπιά, αλλά να ευχαριστηθούμε απολαυστικές αναμετρήσεις, γρήγορα και άμεσα.
Όλα ωραία και καλά μέχρι εδώ, αλλά να μην γκρινιάξω και λίγο, σαν παιδί που είμαι; Εκεί, λοιπόν, που υστερεί το Marvel vs. Capcom: Infinite είναι στο μέγεθος του ρόστερ και στο Story Mode. Ξεκινώντας από το πρώτο, ο αριθμός των τριάντα διαθέσιμων μαχητών θα ήταν υπεραρκετός για οποιαδήποτε άλλο fighting game – όχι, όμως, και για τα δεδομένα της σειράς MvC. Από το δεύτερο παιχνίδι της σειράς και έπειτα, η Capcom μας είχε καλομάθει με ρόστερ επικών διαστάσεων και γεμάτα με δημοφιλείς χαρακτήρες και από τα δύο σύμπαντα. Στην περίπτωση του Infinite, το ρόστερ δεν εντυπωσιάζει καθώς απουσιάζουν τα μεγάλα ονόματα (βλέπε X-Men, Doctor Doom), ενώ περιλαμβάνει αρκετά δευτεροτρίτα ονόματα όπως ο Φρανκ από τα Dead Rising και o Rocket από τους Φύλακες του Γαλαξία, που δεν ενθουσιάζουν και κανέναν, πέρα από τις οικογένειες των δύο ηρώων (ουπς, σόρυ Rocket). Και το πιο απογοητευτικό είναι ότι η Capcom δεν μπήκε καν στον κόπο να αναπληρώσει το κενό των X-Men, με άλλα πρωτοκλασάτα ονόματα από το σύμπαν των Εκδικητών και των Darkstalkers. Βέβαια, τώρα που η Marvel απέκτησε τα κινηματογραφικά δικαιώματα των X-Men και των Fantastic Four, ίσως να τους δούμε σε κάποιο από τα επόμενα DLC που ετοιμάζει η ιαπωνική εταιρεία για το παιχνίδι.
Ανάμεσα στα διαθέσιμα mode που προσφέρει το Infinite (Arcade Mode, Training, Versus, Αγώνες κατάταξης και Φιλικές αναμετρήσεις μέσω διαδικτύου, Πρωτάθλημα για Αρχάριους), υπάρχει και ένα πτωχό σε περιεχόμενο – και πέρα για πέρα αδιάφορο Story Mode. Η δομή του, έχει ως εξής: οι ήρωες ανταλλάζουν μερικές κουβέντες, πλακώνονται στο ξύλο, ακολουθεί βαρετή κινηματογραφική σκηνή. Επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους και είμαστε εντάξει. Η ποιότητα γραφής των χαρακτήρων και η αφήγηση βγάζουν μία τεμπελιά και μία προχειρότητα, κάνοντας το Story Mode να μοιάζει με αγγαρεία. Για την Capcom που την σχεδίασε και για εμάς που παίζουμε. Ας μην το ταλαιπωρούμε άλλο. Αν θέλετε να ασχοληθείτε με ένα επικό και σωστά στημένο Story Mode, δοκιμάστε αυτό από το Injustice 2.
Παρά το μικρό ρόστερ -για τα δεδομένα της σειράς – και την απουσία των X-Men, το Marvel vs. Capcom: Infinite είναι ένα θαυμάσιο παιχνίδι ξύλου, έτοιμο να προσφέρει πλούσιο θέαμα και συναρπαστικές αναμετρήσεις, υψηλού επιπέδου. Με την προσθήκη των Infinity Stones έχουμε περισσότερα εργαλεία για να πειραματιστούμε, ώστε να εμπλουτίσουμε το παιχνίδι μας μέσα από τις μαγικές ικανότητες που χαρίζουν τα λαμπερά πετράδια στους μαχητές μας. Ταχύτατο, όμορφο και καταιγιστικό, το Infinite αποτελεί μία αξιόπιστη πρόταση για τους λάτρεις των δισδιάστατων fighting games. Μεταξύ μας, είναι ποτέ δυνατό να είναι μέτριο ή αδιάφορο ένα παιχνίδι που περιλαμβάνει τις λέξεις Marvel, Capcomκαιversus, στον τίτλο του; Ποτέ των ποτών.