Στο άκουσμα της λέξης νησί, ο νους μας ταξιδεύει σε μέρη μαγικά κι ονειρεμένα, γεμάτα από πανέμορφα τοπία, χρυσαφένιες αμμουδιές και διάφορα μικρά θαύματα της μητέρας Φύσης, περιτριγυρισμένα από καταγάλανα νερά. Νησί, για τον τουρίστα, σημαίνει ξεγνοιασιά, ανεμελιά, χαρά και διασκέδαση, μακριά από σκοτούρες και άγχη.
Η λέξη νεκρός, στο μυαλό του gamer, είναι συνυφασμένη με εξίσου ευχάριστες – αλλά διαφορετικού τύπου – εμπειρίες. Στο άκουσμα, λοιπόν, αυτής της λέξης, οι νευρώνες του εγκεφάλου μας μάς ταξιδεύουν σε μέρη ανήλιαγα και ζοφερά, εκεί όπου βασιλεύουν αυτοί που αρνούνται να επιστρέψουν στον Κάτω Κόσμο: σε επαύλεις γοτθικής αισθητικής, σε κάστρα μεσαιωνικά, σε πόλεις κατεστραμμένες και ρημαγμένες, και γενικώς σε μέρη όπου δεν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα για την ανθρωπότητα. Αυτό όμως που μετράει είναι ότι οι αναμετρήσεις με τους νεκροζώντανους είναι πάντα συναρπαστικές και προσφέρουν ανεπανάληπτες gaming εμπειρίες.
Το πάντρεμα αυτών των δύο αντιφατικών εικόνων, έρχεται να πραγματοποιήσει η Dambuster Studios με το Dead Island 2, έναν τίτλο που συνδυάζει και βουνό και θάλασσα, και νεκρούς και νησιά, με το δικό του μοναδικό τρόπο.
Σ’ έναν κόσμο όπου η πλειοψηφία των βιντεοπαιχνιδιών «υποχρεούται» να προσφέρει μια ακόμη ανοιχτόκοσμη εμπειρία – λες και είναι κάτι εύκολο στο σχεδιασμό και την εκτέλεση , το Dead Island 2 «πρωτοτυπεί» ακολουθώντας μια ελαφρώς διαφορετική προσέγγιση, μεταφέροντας τη δράση σε μεγάλες και ανοιχτές περιοχές που όμως δεν αποτελούν κομμάτια ενός ευρύτερου και ορθάνοιχτου κόσμου. Και δεν θα ήταν καθόλου τολμηρό να χαρακτηρίσουμε αυτά τα τμήματα ως απλές, παραδοσιακές πίστες, σαν κι αυτές που όριζαν τους βιντεοπαιχνιδίστικους κόσμους τα παλιά, καλά χρόνια. Πίστες τις οποίες θα πρέπει να επισκεφτούμε ξανά και ξανά, προκειμένου να ολοκληρώσουμε με επιτυχία διάφορα θελήματα και βρωμοδουλειές που μάς αναθέτουν οι μουρλοί κάτοικοι του απομονωμένου, κατόπιν εντολής του αμερικάνικου στρατού, Λος Άντζελες. Τόσο απομονωμένο όσο κι ένα νησί δίχως ακτοπλοϊκή σύνδεση με την ηπειρωτική χώρα. Εξού και η λέξη Island στον τίτλο του παιχνιδιού (κλείσιμο ματιού). Τσαχπινιά;
Στόχος μας στο παιχνίδι, ο εξής ένας: να επιβιώσουμε σ’ ένα αφιλόξενο και επικίνδυνο Λος Άντζελες, που το μοναδικό άστρο που λάμπει δεν είναι αυτό των καλλιτεχνών που μεγαλούργησαν στην Πόλη των Αγγέλων, αλλά αυτό των ζωντανών νεκρών που σουλατσάρουν στους δρόμους του. Στο διάβα μας θα συναντήσουμε ένα μάτσο από απίθανους χαρακτήρες, από ξεπεσμένους σταρ του Χόλιγουντ, αλκοολικούς μουσικούς και υστερικές ντίβες του κινηματογράφου, μέχρι ξοφλημένους μπρατσαράδες, ημιπαράφρονες κομάντο και άντε έναν-δυο ανθρώπους που αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα την όλη κατάσταση και που μπορείς να συζητήσεις μαζί τους, δίχως να χτυπάς κάθε λίγο και λιγάκι το κούτελό σου από απόγνωση και απελπισία με αυτά που λένε.
Στο σύνολό τους, οι χαρακτήρες που παρελαύνουν από την οθόνη μας, είναι γραμμένοι όπως ακριβώς θα ταίριαζε σε μια μπιμουβιά που σέβεται τον εαυτό της και τους θεατές της. Παρά τη ζομποπανδημία, σχεδόν όλοι βρίσκονται στην κοσμάρα τους, ενώ ελάχιστοι είναι αυτοί που αντιδρούν νορμάλ στα όσα συμβαίνουν γύρω τους και στους οποίους μπορούμε να βασιστούμε για να βγούμε ζωντανοί από το ζομποχτυπημένο Λος Άντζελες. Το σενάριο είναι όσο σαχλό χρειάζεται (σαχλό με την καλή έννοια) και οι περισσότεροι από τους τύπους που συναντούμε ευχαρίστως θα τους βλέπαμε να καταλήξουν κολατσιό για τα μονίμως πεινασμένα ζόμπι. Ευτυχώς, το παιχνίδι αρνείται να πάρει στα σοβαρά τον εαυτό του και ακολουθεί με ευλάβεια όλα τα κλισέ που απαντούν σε όλες τις καλές καλτ ταινίες τρόμου. Δεν ηθικολογεί, δεν προσπαθεί να περάσει κοινωνικά μηνύματα, θέλει απλά να είναι μια διασκεδαστική, ανάλαφρη χαζομάρα (και πάλι με την καλή έννοια). Το στιλ αυτό του “έρχεται γάντι” και δένει υπέροχα με το όλο σκηνικό και τις αλλοπρόσαλλες καταστάσεις που βιώνουν κάτοικοι του Λος Άντζελες, ενώ το υποστηρίζει πλήρως από σεναριακής άποψης.
Όσον αφορά την εμφάνιση, δεν πρέπει να σάς ξεγελούν τα (πανέμορφα) τρισδιάστατα γραφικά, η δράση σε πρώτο πρόσωπο και η έκταση των επιπέδων. Ο τίτλος από τη Dambuster Studios είναι ένα παραδοσιακό beat ‘em up και η επιβίωσηεξαρτάται από το πόσο αποτελεσματικές είναι οι γροθιές και οι κλωτσιές μας. Πράγμα που σημαίνει ότι αληθινός πρωταγωνιστής του παιχνιδιού είναι το ατελείωτο ξυλίκι με τους απέθαντους κατοίκους του Λος Άντζελες. Το στιλ μάχης θα έλεγα ότι θυμίζει έντονα το αντίστοιχο από το παρόμοιας θεματολογίας Dying Light 2. Κι εδώ, το κλειδί της επιτυχίας είναι να γνωρίζουμε πότε ακριβώς πρέπει να επιτεθούμε και πότε πρέπει να αποφεύγουμε τα αντίπαλα χτυπήματα, καθώς είναι πολύ εύκολο να παρασυρθούμε ρίχνοντας όλη μας την προσοχή στην επίθεση, αδιαφορώντας για την άμυνα. Επειδή ο πειρασμός είναι μεγάλος και ο αριθμός των ζόμπι που θέλουν να μάς κάνουν μια χαψιά είναι ακόμα μεγαλύτερος, είμαστε «υποχρεωμένοι» να ακολουθήσουμε έναν πιο συντηρητικό τρόπο παιχνιδιού. Δεν αρκεί απλά να βαράμε στο ψαχνό κι όποιον πάρει ο Χάρος. Διότι τα ζόμπι δεν αστειεύονται καθόλου και πιστέψτε με δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ορμούν όλα μαζί στον άμοιρο πρωταγωνιστή του DI2, προκειμένου να δειπνήσουν παρεούλα κάτω από τον καυτό ήλιο του Λος Άντζελες.
Οι μάχες δίνονται σώμα με σώμα και οι συνδυασμοί χτυπημάτων που μπορούμε να πετύχουμε είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού από Χελωνονιντζάκι που έχασε τα δύο από τα τρία του δάχτυλά σε ατύχημα, οπότε μην περιμένετε μακροσκελή combo και ποικιλία στις κινήσεις. Η τακτική του χτυπάω-αποφεύγω-χτυπάω-αποφεύγω είναι αποδοτική, αποτελεσματικότατη και η μοναδική που θα χρειαστούμε για να επιβιώσουμε. Άλλωστε, το παιχνίδι δεν βασίζεται στο απλοϊκό σύστημα μάχης του για να εντυπωσιάσει. Αντιθέτως, βασίζεται στην απεικόνιση της βίας και στον τρόπο με τον οποίο αποτελειώνουμε τους απέθαντους του Λος Άντζελες.
Στο κομμάτι της απεικόνισης, οι σχεδιαστές του παιχνιδιού πόνταραν στο ρεαλισμό και την αληθοφάνεια και, εμπνεόμενοι από το House of the Dead, έπλασαν τα κορμιά των ζόμπι σε τρία επίπεδα, το ένα κάτω από το άλλο. Το δέρμα τους φθείρεται πολύ εύκολα και έπειτα από μερικά χτυπήματα, αποκαλύπτεται η σάρκα με την καταστροφή της οποίας κάνουν την εμφάνισή τους τα οστά των ζωντανών-νεκρών. Ναι, ξέρω, η όλη εικόνα είναι σκέτη αηδία. Και πού να δείτε όλα αυτά τα σιχαμερά να ξεδιπλώνονται στην οθόνη σας. Μπλιαχ! Δέρματα που μελανιάζουν και σκίζονται, σάρκες γίνονται κομμάτια και κόκαλα γίνονται θρύψαλα έπειτα από ένα γερό χτύπημα με βαριοπούλα. Το επίπεδο λεπτομέρειας είναι εντυπωσιακό και το ίδιο μπορώ να πω για το είδος της ζημιάς που προκαλεί το κάθε όπλο. Όσο για τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αποτελειώσουμε ένα ζόμπι, οι επιρροές από το Mortal Kombat, είναι εμφανείς. Κάθε όπλο έχει το δικό του fatality: υπάρχουν όπλα που χωρίζουν τα κεφάλια στη μέση, όπλα που στέλνουν σαγόνια και οδοντοστοιχίες στον αέρα, όπλα που μετατρέπουν τα ζόμπι σε σουβλάκια και ούτω καθεξής. Σε γενικές γραμμές, το παιχνίδι επενδύει στις σκληρές εικόνες και το υποστηρίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο – όπως ακριβώς θα περιμέναμε από μια σπλατεριά πρώτης ποιότητας.
Η συσσωρευμένη καφρίλα, οι χίλιοι-δυο τρόποι με τους οποίους μπορούμε ν’ αποτελειώσουμε τ’ ανυπεράσπιστα ζόμπι, τα ίχνη της πάλης που αποτυπώνονται στα κορμιά των απέθαντων και το απλοϊκό αλλά λέιτουργικό σύστημα μάχης, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα, μία πραγματικά ευχάριστη εμπειρία – παρά το μακάβριο του θέματος – στη συσκευασία ενός διασκεδαστικότατου beat ‘em up. Με μία προϋπόθεση, βέβαια. Για να διασκεδάσει κανείς όσο κατατροπώνει ορδές από ζόμπι, πρέπει να βρίσκεται στο ίδιο ή μεγαλύτερο επίπεδο από αυτό που απαιτεί η εκάστοτε αποστολή. Το Dead Island 2 διαθέτει μια πληθώρα από κύριες και δευτερεύουσες αποστολές, κάθε μία από αυτές να διαθέτει τον δικό της περιορισμό όσον αφορά το επίπεδο που πρέπει να βρίσκεται ο χαρακτήρα μας. Στην περίπτωση που πληρούμε τις απαιτήσεις μιας αποστολής, ο βαθμός δυσκολίας κυμαίνεται σε λογικά επίπεδα. Αντίθετα, αν αποφασίσουμε να αναλάβουμε μια αποστολή χωρίς να διαθέτουμε τους απαραίτητους πόντους εμπειρίας, τότε η δυσκολία ανεβαίνει κατακόρυφα, με τα ζόμπι να μετατρέπονται σε σπόγγους, ικανούς να απορροφούν τεράστιο αριθμό χτυπημάτων πριν πέσουν, ενώ με μια-δυο μπούφλες μάς στέλνουν στον άλλο κόσμο, δίχως πολλά-πολλά (ό,τι ακριβώς κάνουν και τα αφεντικά του παιχνιδιού). Με αυτόν τον έμμεσο αλλά όχι και τόσο κομψό τρόπο, το παιχνίδι μάς «υποχρεώνει» να ασχοληθούμε με τις δευτερεύουσες αποστολές ώστε να μαζέψουμε τους πόντους εμπειρίας που χρειαζόμαστε για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας στο νεκροζώντανο Λος Άντζελες. Και το κακό είναι ότι οι απαιτήσεις μιας αποστολής μπορούν να αλλάξουν απροειδοποίητα εντός της αποστολής, επιφυλάσσοντας μ’ αυτόν τον τρόπο αρκετές δυσάρεστες εκπλήξεις, φέρνοντάς μάς σε δύσκολη θέση.
Και για να κλείνουμε με τα αρνητικούλια του Dead Island 2, στις στιγμές ανάπαυλας, όταν δεν μάς καταδιώκουν τα πεινασμένα ζόμπι, έχουμε την ευκαιρία να εξερευνήσουμε τους χώρους στους οποίους κινούμαστε, να ανοίξουμε συρτάρια, ντουλάπες και σεντούκια, ώστε να συλλέξουμε πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την κατασκευή κουτιών πρώτων βοηθειών και την αναβάθμιση των όπλων μας. Και πού το κακό, θα ρωτήσετε – και θα είχατε απόλυτο δίκιο, αν τα κλειδιά που χρειαζόμαστε για να ξεκλειδώσουμε τα πιο σημαντικά από αυτά, δεν βρίσκονταν πάνω σε ανώνυμα ζόμπι και όχι σε κάποιο αφεντικό ζόμπι ή έστω σε κάποιο ζόμπι που κατέχει υψηλή θέση στην κοινωνία των νεκρών. Με λίγα λόγια, θέλει μια σχετική δόση τύχης για να πετύχουμε εκείνο το ζόμπι που έχει πάνω του το κλειδί που χρειαζόμαστε για να ξεκλειδώσουμε ένα υψηλής σημασίας σεντούκι ή ένα μυστικό δωμάτιο. Καληνύχτα και καλή τύχη, δηλαδή.
Κλείνοντας, παρά το γεγονός ότι το Dead Island 2 άλλαξε μισή ντουζίνα από ντιβέλοπερς μέχρι να καταλήξει στα χέρια της Dambuster Studios, o οπτικοακουστικός τομέας είναι ιδιαίτερα φροντισμένος και η απόδοση του σταθερή, δίχως τεχνικά ζητήματα. Είναι ο τίτλος που χρειάζεται κανείς για να περάσει ευχάριστα την ώρα του (είτε μόνος είτε με παρέα μέσω co-op), δίχως να σκοτίζεται με γρίφους, ανόητες σεναριακές πλοκές και υπο-πλοκές, βαθυστόχαστα μηνύματα και σοβαροφάνεια. Αρκεί να μην πέσει πάνω σε ζόμπι που βρίσκονται πάνω από το επίπεδο του χαρακτήρα μας. Κατά τ’ άλλα, το ξύλο είναι χορταστικό, ο τεχνικός τομέας είναι άρτιος, τα fatality εντυπωσιακά, η ποικιλία των όπλων άκρως ικανοποιητική και η αίσθησή τους καταπληκτική, ενώ η σπλατεριά, στα ύψη. Παρά τα περιστασιακά σκαμπανεβάσματα της δυσκολίας, τα ζόμπι-σπόγγους και τα πολλά πήγαινέλα στις ίδιες και τις ίδιες περιοχές, η γενική εικόνα του τίτλου από την Dambuster Studios είναι πάρα πολύ καλή. Και σίγουρα καλύτερη από την όψη των ζόμπι του Λος Άντζελες. Τι να κάνουμε, έχουν κι αυτά τα θέματά τους…