Η σειρά Gran Turismo της Sony δεν χρειάζεται συστάσεις. Μιλάμε άλλωστε για την πιο κερδοφόρα σειρά βιντεοπαιχνιδιών του Playstation και την πιο αναγνωρίσιμη αποκλειστικότητά του. Δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρίζαμε τα παιχνίδια της σειράς system sellers, με την κυκλοφορία κάθε ενός από αυτά να αποτελεί ορόσημο για την κονσόλα.
Εγώ είχα την τύχη να αναλάβω την παρουσίαση του Gran Turismo 7, με το οποίο η σειρά γιορτάζει τα 25 χρόνια ζωής. Ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα, αν συνυπολογίσουμε το πόσο γρήγορα αλλάζουν τα πράγματα σ’ αυτήν τη βιομηχανία, καθώς και τον ανελέητο ανταγωνισμό που τη χαρακτηρίζει.
Πριν μοιραστώ, όμως, μαζί σας την εμπειρία μου με το παιχνίδι, θα ήθελα να κάνω πρώτα μια μικρή εξομολόγηση: δεν έχω ασχοληθεί με κανένα παιχνίδι της σειράς, εκτός από το πρώτο. Το οποίο πρώτο το είχα λιώσει άσχημα βέβαια, αφιερώνοντας ώρες ολόκληρες για να κερδίσω εκείνα τα δύο ρημαδοδέκατα του δευτερολέπτου που με χώριζαν από το πολυπόθητο gold στα license tests. Αυτό σημαίνει ότι για εμένα το Gran Turismo 7 είναι σαν ένας φίλος με τον οποίο κάναμε κολλητή παρέα στην εφηβεία μας, μετά χαθήκαμε, και 25 χρόνια μετά ξανασμίγουμε. Θα έχει καλογεράσει σαν τον Σον Κόνερι ή θα έχει παραμορφωθεί σαν τον Πιτ Μπερνς;
Με το που πατάω το εικονίδιο του GT7 στο κεντρικό μενού, γίνεται σαφές ότι έχω να κάνω με κάτι το ξεχωριστό. Η εισαγωγή είναι ένα ταξίδι στην ιστορία της αυτοκίνησης, συνδέοντας τα ορόσημά της με αντίστοιχα της ποπ κουλτούρας και της ιστορίας εν γένει. Το Playstation παύει να είναι απλά μία κονσόλα και γίνεται το όχημα μέσω του οποίου θα απολαύσω το παιχνίδι. Τέτοια αίσθηση μού έχει προκαλέσει τελευταία μόνο το Death Stranding. Θα είναι, όμως, το περιεχόμενο, αντάξιο του περιτυλίγματος;
Μετά την εισαγωγή, το παιχνίδι με πετάει κατευθείαν στη θέση του οδηγού μιας Porsche Carrera Speedster του ‘56. Ο χρόνος μετράει αντίστροφα κι εγώ καλούμαι να προλάβω να φτάσω στο επόμενο checkpoint πριν το χρονόμετρο φτάσει στο μηδέν, υπό τους ήχους ενός ποτ πουρί από τα μεγαλύτερα σουξέ της κλασικής μουσικής. Σας θυμίζει κάτι;
Αυτό είναι και το πιο arcade mode του παιχνιδιού, το οποίο ακούει στο όνομα Music Rally. Χαριτωμένο, αλλά το «ψωμί» βρίσκεται στο World Map. Πρώτη μου στάση η καφετέρια, όπου ο φίλος μου ο Λουκάς μού φτιάχνει έναν μερακλή ελληνικό διπλό μέτριο και μου αναθέτει την πρώτη μου «αποστολή»: να συλλέξω τρία ιαπωνικά compact. «Ρε Λουκά», του λέω, «εδώ έβαλα τρία χρόνια δόσεις για να ξεχρεώσω το Σκόντα, πού θα βρω λεφτά να αγοράσω τρία αμάξια;». Ο Λουκάς απλά μου μόστραρε το αστραφτερό του χαμόγελο, μου έσφιξε τον ώμο πατρικά και μου είπε: «Δεν θα τα αγοράσεις. Θα τα κερδίσεις».
Κι έτσι ξεκίνησε η περιπέτειά μου στις ανά τον κόσμο πίστες. Φυσικά, πριν φορέσω το κράνος και πιάσω το τιμόνι, έπρεπε πρώτα να βγάλω την απαραίτητη άδεια, η οποία πιστοποιεί ότι δεν θα μπερδέψω την πίστα αγώνων με πίστα συγκρουόμενων. Οι αναμνήσεις από το πρώτο Gran Turismo συρρέουν στην επιφάνεια, αλλά αυτήν τη φορά δεν διαθέτω τις άπειρες ώρες που είχα 25 χρόνια πριν, οπότε ακόμη και το χάλκινο μού αρκεί.
Η συνέχεια δόθηκε στις ειδυλλιακές πίστες της Ιαπωνίας, όπου το ταπεινό μου Toyota Aqua έδειξε τα κρυφά του χαρίσματα, αφήνοντας τους ανταγωνιστές να χαζεύουν την κομψή πίσω όψη του να ξεμακραίνει, πριν πέσει η καρό σημαία. Παρότι για κάποιον λόγο ξεκινούσα πάντα τελευταίος τους αγώνες.
Ο λόγος που η παρουσίαση αυτή θυμίζει ιστορία είναι ότι αυτόν ακριβώς τον τρόπο επέλεξε η Polyphony για να μας βάλει στο κλίμα και στη λογική του παιχνιδιού. Αυτή ακριβώς η «ανθρώπινη πινελιά» είναι που μου είχε λείψει από το τελευταίο, ψυχρό και απρόσωπο GRID, και η οποία με είχε κάνει να λατρέψω το κλασικό πλέον Need for Speed: Porsche Unleashed. Μπορεί κάποιους να τους αφήνει αδιάφορους, αλλά για εμένα κάνει όλη τη διαφορά.
Πέραν, όμως, από την εμβάπτιση του παίκτη, η μέθοδος αυτή εξυπηρετεί και τη σταδιακήκαι ομαλή εξοικείωσή του με τις πολλές και διάφορες επιλογές του παιχνιδιού. Γιατί το GT7 καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τα γούστα του φίλου των racing games, όποια κι αν είναι αυτά.
Είσαι μανιώδης συλλέκτης; Τότε ολοκλήρωσε τις αποστολές που σου ανατίθενται στην καφετέρια ή μάζεψε λεφτά για να αγοράσεις τα 424 αμάξια που διαθέτει αυτή τη στιγμή το παιχνίδι. Μιλάμε για μια εκτενέστατη συλλογή, που χρονικά ξεκινά από το 1929 και περιλαμβάνει αυτοκίνητα όλων των κατηγοριών και προελεύσεων.
Είσαι ψυχαναγκαστικός συλλέκτης τροπαίων; Τότε προσπάθησε να πάρεις χρυσό σε όλα τα license tests ή/και στα missions.
Είσαι κάγκουρας; Πήγαινε το μαύρο κι άραχνο Renault Clio σου για customization και κατάντησέ το σαν πακιστανική νταλίκα. Και μετά τράβα το και μια insta worthy φωτογραφία σε όποιο μέρος του κόσμου θες, για να κάνεις φιγούρα στα σόσια.
Γουστάρεις τα σκαλίσματα; Στο tuning shop θα βρεις ό,τι ανταλλακτικά φαντάζεσαι, χωρισμένα σε τέσσερις κατηγορίες, από βασικά μέχρι extreme, τα οποία μετά μπορείς να ρυθμίσεις με ακρίβεια χιλιοστού στο γκαράζ σου.
Μήπως όλα τα παραπάνω σε αφήνουν παγερά αδιάφορο και είσαι απλά ένας αγνός εραστής της ταχύτητας; Τότε απλά ρίξε τη σκόνη σου στην αντίπαλη ΑΙ, σε μια από τις πολυάριθμες και πολυποίκιλες πίστες του παιχνιδιού, σε Αμερική, Ευρώπη και Ασία ή πάρε μέρος σε συναρπαστικά τουρνουά.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω διαπλέκονται και αλληλοσυνδέονται. Π.χ. για να μπορείς να πάρεις μέρος σε ορισμένα τουρνουά, πρέπει να έχεις βγάλει το σχετικό δίπλωμα (License) και να διαθέτεις αυτοκίνητο που να πληροί τις προδιαγραφές (Collector). Αν τα βρεις σκούρα, θα χρειαστεί να πειράξεις το αυτοκίνητό σου για να αυξήσεις την απόδοσή του (Tuning). Ευτυχώς, οι καλοί άνθρωποι της Polyphony προνόησαν και για αυτό. Έτσι λοιπόν, παρότι το παιχνίδι μάς αναγκάζει υπό μία έννοια να ασχοληθούμε με όλα τα επί μέρους κομμάτια του, δεν απαιτεί από εμάς να λιώσουμε κιόλας σε αυτά.
Για παράδειγμα, όσον αφορά στο tuning, κάθε αυτοκίνητο έχει ένα πολύ σημαντικό στατιστικό που λέγεται Performance Points. Όταν πάμε να αγοράσουμε ένα ανταλλακτικό στο tuning shop, ενημερωνόμαστε για το πώς θα επηρεάσει αυτό, το PP του αυτοκινήτου μας. Αν είστε σαν κι εμένα, δηλαδή α) δεν έχετε ιδέα από car tuning και β) δεν σας ενδιαφέρει κιόλας, αυτό το απλό νουμεράκι αρκεί ώστε να περάσετε σχετικά αναίμακτα αυτή τη διαδικασία. Αν, πάλι, είστε από αυτούς που ενθουσιάζονται στην προοπτική να κερδίσουν δύο χιλιοστά του δευτερολέπτου, κατεβάζοντας την ανάρτηση για δύο εκατοστά, τότε καλή διασκέδαση.
Όπως βλέπετε, λοιπόν, τα – πολύ σημαντικά – παρελκόμενα του παιχνιδιού παίρνουν άριστα – τουλάχιστον κατά την προσωπική μου γνώμη. Χμμ, σαν να μου διαφεύγει κάτι όμως… α, ναι, το gameplay!
Με το που μπήκα στο τιμόνι της Porsche Carrera, έφαγα φλασιά από το GRID (το πρώτο, το ορθόδοξο). Αυτό είναι πολύ καλό, αφού προσωπικά τοποθετώ το GRID στην κορυφή των racing games, από πλευράς οδήγησης. Η αίσθηση του αυτοκινήτου ήταν καλή. Στιβαρό τόσο όσο, με την αίσθηση ότι πατάει γερά στον δρόμο, χωρίς να πηγαίνει σε ράγες, αλλά ούτε και να κάνει πατινάζ, όπως ένιωθα στο κατά τ’ άλλα λατρεμένο Porsche Unleashed. Η δε Α.Ι., απλά αξιοπρεπής.
Και μετά, όλα άλλαξαν.
Θυμάστε που σας είπα ότι στην αρχή το παιχνίδι μάς βάζει κατευθείαν στο τιμόνι μιας Porsche Carrera για να πάρουμε μια πρώτη γεύση; Εκεί, λοιπόν, μας ρωτάει αν θέλουμε να στρίβουμε με τον μοχλό ή αν προτιμάμε να χρησιμοποιούμε τους αισθητήρες κίνησης του χειριστηρίου. Εγώ πήρα τη μπουμερίστικη απόφαση να χρησιμοποιήσω τον μοχλό, θεωρώντας ότι αποκλείεται να είχε την απαιτούμενη ανταπόκριση το άλλο σύστημα. Μέγα λάθος.
Αλλάζοντας αργότερα τη σχετική ρύθμιση από το μενού, έπαθα πλάκα με το αποτέλεσμα. Σε συνδυασμό με το haptic feedback, είναι ό,τι πλησιέστερο στο να παίζεις με τιμονιέρα. Μιλάμε κυριολεκτικά για game changer (Το πιάσατε; «Game», όπως λέμε «videogame»; ΕΛΑ, ΚΑΛΟ ΗΤΑΝ). Άλλαξε η στάση του σώματός μου, το πώς κρατάω το χειριστήριο, η ένταση με την οποία βιώνω τους αγώνες. Όσο δύσκολο κι αν φαντάζει το concept σε μεγαλύτερους gamers, σας ΕΚΛΙΠΑΡΩ να το δοκιμάσετε. Παίζεις πραγματικά άλλο παιχνίδι.
Όσο για το haptic feed back που προανέφερα, για να είμαι ειλικρινής φοβόμουν ότι θα ήταν υπερβολικό, αλλά ευτυχώς είναι τόσο – όσο, προσπαθώντας να μας μεταφέρει τα όσα θα νιώθαμε, αν κρατάγαμε το τιμόνι του εκάστοτε αυτοκινήτου που οδηγούμε. Με τις δε adaptive triggers δεν κατάλαβα διαφορά αρχικά, αλλά όταν άρχισα να παίρνω πιο δυνατά αμάξια, η αντίστασή τους αυξήθηκε αισθητά. Συνεπώς, συμπεραίνω ότι το χαρακτηριστικό αυτό χρησιμοποιείται στο παιχνίδι για να προσομοιώνει τη δύναμη του κάθε αυτοκινήτου.
Προσωπικά, έχω να βιώσω τόσο συναρπαστική οδηγική εμπειρία από εποχές… Colin McRae 2. Και Nitro. Και Super Cars 2.
Σε αυτό, βέβαια, βοηθάει και το τρομερό layout και η ποικιλία των πιστών. Η Α.Ι. από την άλλη, τουλάχιστον μέχρι στιγμής δεν με έχει ζορίσει ιδιαίτερα. Οφείλω να επισημάνωότι παίζω στο μεσαίο επίπεδο κι όχι στο δύσκολο. Επειδή, όμως, εδώ καταθέτω τη δική μου εμπειρία κι όχι του γείτονα, οφείλω να πω ότι στο επίπεδο αυτό τουλάχιστον, τα οχήματα που διαχειρίζεται η Α.Ι. είναι περισσότερο σαν κινητά εμπόδια που καλούμαστε να προσπεράσουμε, παρά σε δυναμικούς οδηγούς με «προσωπικότητα», αν με εννοείτε.
Όσον αφορά στο τεχνικό κομμάτι τώρα, το να καθόμαστε και να αναλύουμε τα γραφικά το έτος 2022, τη στιγμή που κατά πάσα πιθανότητα έχετε ήδη δει καμιά δεκαριά βίντεο πριν δείτε το δικό μας, είναι τουλάχιστον πλεονασματικό. Θα πω μόνο ότι υπάρχει η επιλογή να δώσουμε προτεραιότητα είτε στο ray tracing, είτε στο framerate. Δοκίμασα και τα δύο και ομολογώ ότι με το ray tracing ακόμη κι εγώ που συνήθως δεν τα προσέχω αυτά είδα διαφορά. Ευτυχώς, το PS5 δεν έδειξε να ζορίζεται, ακόμη και σε καταστάσεις συνωστισμού. Πρέπει να επισημάνω, όμως, ότι παίζω το παιχνίδι αποκλειστικά σε ανάλυση 1080p.
Ο ήχος τώρα είναι κι αυτός τόσο – όσο (από πλευράς soundtrack). Προσωπικά πιο πολύ μου άρεσαν τα lounge/jazzy κομμάτια που ακούγονται στα διάφορα μενού, παρά η μουσική στους ίδιους τους αγώνες. Όχι ότι είναι άσχημη, αλλά κακά τα ψέματα, είναι βαριά η κληρονομιά των NFSU, Porsche Unleashed και Lotus 3.Τα ηχητικά εφέ είναι μάλλον τα καλύτερα που έχω ακούσει σε παιχνίδι του είδους. Ίσως βοηθάει και το ότι παίζω πάντα με ακουστικά.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, λοιπόν, η παρουσίασή μας φτάνει σιγά σιγά στο τέλος της. Πριν σας αφήσω, όμως, θα ήθελα να επισημάνω κάποια σημαντικά πράγματα. Όπως είχα αναφέρει από το review του Chivalry κιόλας, πλέον κατ’ εμέ το «παραδοσιακό» format – απαρίθμηση χαρακτηριστικών έχει πεθάνει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Όποτε, λοιπόν, μου δίνεται η ευκαιρία να παρουσιάσω κάτι, είτε ως Ektelion, είτε στα πλαίσια της συνεργασίας μου με το Byteme, αυτό που κάνω είναι να προσπαθώ να σας μεταδώσω όσο πιο «ζωντανά» μπορώ τη δική μου εμπειρία με το εκάστοτε παιχνίδι, χωρίς να αγχώνομαι μη μου ξεφύγει κάποιο bullet point από το δελτίο τύπου. Από εκεί και πέρα, τα reviews δεν μπορούν παρά να αποτελούν πλέον – στην καλύτερη των περιπτώσεων – μια αφετηρία ή έναν βασικό σκελετό μιας παρουσίασης, με τη συνέχεια να δίνεται στα social media του εκάστοτε μέσου/reviewer, και στο YouTube.
Για παράδειγμα, οι πιο παρατηρητικοί εξ υμών θα προσέξατε ότι δεν έγινε καμία αναφορά στο multiplayer. Προφανώς κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, δεδομένου ότι αυτή τη φορά αποφασίσαμε να παραβούμε τον ιερό κανόνα του Byteme και να παρουσιάσουμε το παιχνίδι σχετικά κοντά στην ημερομηνία κυκλοφορίας του. Αλλά μη φοβάστε, θα ακολουθήσουν σχόλια και για αυτό στην ομάδα μας στο Facebook, ενώ δεσμεύομαι και για follow up videos και livestreams.
Μέχρι στιγμής, όμως, φαίνεται πως η Polyphony τα πήγε περίφημα σε όλους τους τομείς, προσφέροντάς μας ένα καλογυαλισμένο, καλοζυγισμένο, πολύ προσεγμένο προϊόν, το οποίο χρησιμοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητες και τις καινοτομίες της κονσόλας που το φιλοξενεί (μιλάμε πάντα για το PS5). Εγώ πάντως το έχω απολαύσει όσο λίγα ραλάκια, νιώθω ενθουσιασμό πριν από κάθε αγώνα και ανυπομονώ να δω τι μου επιφυλάσσει στη συνέχεια. Η πιο no brainer αγορά για τους φίλους των racing games!