Το Marvel’s Guardians of the Galaxy συστήνεται στο κοινό του με μία δήλωση και μία υπόσχεση. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά του παιχνιδιού, το πόνημα της Eidos Montreal ξεκαθαρίζει ότι, όσον αφορά το gameplay και τους μηχανισμούς που χρησιμοποιεί, δεν έχει την παραμικρή διάθεση να «ταρακουνήσει» τον ψυχισμό μας, ούτε καν να προσπαθήσει να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε τα βιντεοπαιχνίδια, μέχρι σήμερα. Και μάλιστα, σ’ αυτό το κομμάτι, είναι απόλυτο και κάθετο, σαν και τις απόψεις που έχουν τα μέλη της διαγαλαξιακής ομάδας Οι Φύλακες του Γαλαξία, πάνω σε διάφορα θέματα κοσμικής και συμπαντικής φύσεως.
Όσο για την υπόσχεση; Εκεί τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλά, καθότι ο τίτλος που δημιούργησε η ομάδα των ξακουστών Deus Ex: Human Revolution και Mankind Divided, υπόσχεται ένα και μοναδικό πράγμα: να μάς διασκεδάσει όσο νομίζουμε και υποπτευόμαστε, αλλά δεν τολμούμε να φανταστούμε. Βασικά, το μοναδικό πράγμα που ενδιαφέρει τούτη την ψηφιακή εκδοχή του Πήτερ Κουίλ και της παρέας του, είναι αυτό το χαμόγελο που σχηματίζεται στα χείλη μας, από τις πρώτες στιγμές της διαγαλαξιακής περιπέτειας, και συνεχίζει να μεγαλώνει όσο παίζουμε, μέχρι να μουδιάσουν από τον πόνο τα μαγουλάκια μας. Και χωρίς να θέλω να σάς στεναχωρήσω, τους Φύλακες δεν τους καίγεται καρφάκι για το πόσο αντέχουν στοτα μαγουλάκια μας στον πόνο. Τους αρκεί που λάμπουμε από χαρά.
Στα του gameplay – και αναφορικά με την παραπάνω βαρυσήμαντη δήλωση, το Guardians of the Galaxy ακολουθεί τη σχεδιαστική φιλοσοφία του απλά και λειτουργικά. Από τα τρέιλερ που προηγήθηκαν της κυκλοφορίας του παιχνιδιού, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι θα έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι βολών και πυροβολισμών, σε τρίτο πρόσωπο. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, απλά του Πήτερ Κουίλ του αρέσει να χρησιμοποιεί τα ακτινοπίστολά του λίγο παραπάνω. Αν θέλουμε να περιγράψουμε με δύο λόγια το σύστημα μάχης του τίτλου της Eidos Montreal, θα λέγαμε ότι αυτό ομοιάζει με το αντίστοιχο σύστημα μάχης της θρυλικής τριλογίας Mass Effect, στην πιο απλή του μορφή.
Πρόκειται για μια απλοποιημένη εκδοχή του παραπάνω συστήματος μάχης, σύμφωνα με το οποίο ο παίκτης έχει υπό τον άμεσο έλεγχο μόνο τον αρχηγό της ομάδας, τον Πήτερ Κουίλ δηλαδή, ενώ η υπόλοιπη κομπανία (Ντραξ ο Καταστροφέας, Γκαμόρα – η πιο Επικίνδυνη Γυναίκα του Σύμπαντος, ο Ρόκετ Ρακούν και ο Γκρουτ), πολεμά από μόνη της και όπως κρίνει κάθε φορά. Η μοναδική παρέμβαση στο τρόπο μάχης των συντρόφων του ηρωικού Σταρ-Λορντ (βλέπε Πήτερ Κουίλ) έχει να κάνει με μια σειρά από εντολές που σχετίζονται με την ενεργοποίηση των ειδικών δυνάμεων που διαθέτει κάθε Φύλακας, ξεχωριστά. Για παράδειγμα, μέσα στο μαύρο χαμό, ο Πήτερ μπορεί να διατάξει τον Γκρουτ να ακινητοποιήσει τους κακούς κλείνοντάς τους μέσα σε κλουβιά από κλαδιά ή να ζητήσει από την Γκαμόρα να εφορμήσει με το σπαθί της σε όσους εχθρούς πιάνει το μάτι της. Μέσα από ένα πάρα πολύ απλό σύστημα εντολών, ο Πήτερ μπορεί να δώσει όλη του την προσοχή στη μάχη και στ’ ακτινοπίστολά του, δίχως να ανησυχεί για την υγεία και τις επιδόσεις των υπόλοιπων μελών της ομάδας, εν ώρα μάχης.
Χάρη σ’ αυτό το σύστημα, η επίθεση δουλεύει ρολόι και η απόδοση της ομάδος βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Αυτό ήταν και το ζητούμενο της σχεδιαστικής ομάδας: η δημιουργία ενός απλού, κατανοητού και αποδοτικού συστήματος μάχης που θα επιτρέπει στον παίκτη να χαρεί τις μάχες τόσο με τους κοινούς κακούς όσο και με τα μεγάλα αφεντικά του παιχνιδιού. Από τη στιγμή λοιπόν που θα κατανοήσουμε τη λειτουργία του συγκεκριμένου συστήματος, η όλη διαδικασία γίνεται πάρα πολύ απολαυστική και διασκεδαστική, άσχετα από το πόσο ζόρικοι και επίμονοι είναι οι αντίπαλοι που αντιμετωπίζουμε. Ας είναι καλά οι σχεδιαστές του Guardians of the Galaxy που φρόντισαν να προικίσουν τους ήρωές μας με μια πλειάδα από επιθετικές και αμυντικές κινήσεις που είναι πάρα πολύ χρήσιμες και ικανές να μάς ξελασπώσουν όταν η ομάδα βρεθεί μπλεγμένη σε καταστάσεις όχι και τόσο ευχάριστες – κάτι που συμβαίνει συνέχεια σ’ αυτό το παιχνίδι.
Όπως έγραψα και παραπάνω, το σύστημα μάχης είναι απλό, λιτό κι απέριττο, δίχως όμως να προσφέρει την ποικιλία των κινήσεων που έδινε το αντίστοιχο της επικής τριλογίας των Mass Effect (ελπίζω μέχρι τώρα έχετε καταλάβει ότι δεν έχω αγγίξει το Andromeda, γι’ αυτό και δεν το βάζω στη συζήτηση), ούτε πλησιάζει το βάθος αυτού. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητα κακό, καθώς το Guardians of the Galaxy έχει διαφορετικό προσανατολισμό. Εστιάζει στην ξέφρενη δράση και στο να μάς δώσει όλα τ’ απαραίτητα εργαλεία για να δημιουργήσουμε ένα θεαματικό και ευχάριστο μπάχαλο επί της οθόνης, χωρίς να δίνουμε και πολλή σημασία στην τακτική προσέγγιση των αναμετρήσεων. Pleasure first, που λένε κι εκεί ψηλά στους γαλαξίες.
Όταν δεν τα βάζουν με τους Κρη και τις υπόλοιπες φυλές του Γαλαξία, οι Φύλακες λύνουν γρίφους και εξερευνούν τους χώρους που φιλοξενούν τις περιπέτειές τους. Ως ντεμοντέ τύποι, οι Φύλακες αρνούνται να φορέσουν τα ρούχα των ανοιχτόκοσμων παιχνιδιών που βάζουν όλοι, και φορούν τα παλιομοδίτικα ρούχα των παλιών-καλών γραμμικών παιχνιδιών που βρίσκονταν στη μόδα όταν ο Πήτερ Κουίλ ζούσε ακόμα στη Γη. Οι μάχες με τους εξωγήινους, η εξερεύνηση, η επίλυση γρίφων και οι συναντήσεις με τα αφεντικά, συμβαίνουν με τη σειρά που έχουν αποφασίσει οι δημιουργοί του παιχνιδιού.
Η πλειοψηφία των γρίφων είναι χωροταξικού χαρακτήρα και περιβαλλοντικής φύσεως, η επίλυση των οποίων βασίζεται στην επιλογή του κατάλληλου Φύλακα. Για παράδειγμα, ο λαλίστατος Γκρουτ είναι ο καλύτερος στο γεφύρωμα αγεφύρωτων χασμάτων, τα μούσκουλα του Ντραξ είναι τόσο δυνατά που μετακινούν μέχρι και βουνά, ενώ η Γκαμόρα πηγαίνει το σκαρφάλωμα σε άλλο επίπεδο. Από την άλλη, ο Ρόκετ, ως ο μοναδικός από τους Φύλακες που είναι τεχνικά καταρτισμένος, μπορεί να χακάρει ό,τι συσκευή κυκλοφορεί στην αγορά του διαστήματος. Το μοναδικό πράγμα που έχουμε να κάνουμε ως Πήτερ Κουίλ, είναι να διαλέξουμε τον κατάλληλο Φύλακα ανά περίσταση. Οι γρίφοι που μάς βάζει να λύσουμε το παιχνίδι δεν είναι ιδιαίτερα ευφάνταστοι, ούτε διεκδικούν βραβείο πρωτοτυπίας. Απλά, βρίσκονται εκεί για να νοστιμέψουν, ολίγον τι, την εξερεύνηση και την περιπλάνηση της ομάδας στα πιο απίθανα μέρη του Γαλαξία.
Παρ’ όλα αυτά, η ψυχή του Marvel’s Guardians of the Galaxy είναι η γραφή των χαρακτήρων. Αυτό που συμβαίνει στον τίτλο της Eidos Montreal είναι κάτι το ανεπανάληπτο. Οι ήρωες του παιχνιδιού μιλούν συνεχώς, διαρκώς και ακατάπαυστα. Δεν περνά στιγμή στο παιχνίδι που τα μέλη της ομάδας των Φυλάκων του Γαλαξία να μην σχολιάσουν τα όσα συμβαίνουν εντός και εκτός οθόνης. Έχουν άποψη για τα πάντα, είναι πρόθυμοι να συζητήσουν για όλα και έτοιμοι να λογομαχήσουν όταν νιώσουν ότι θίγεται ο εγωισμό τους. Μόνο μην τους ζητήσετε να βγάλουν το σκασμό, διότι η σιωπή δεν είναι το φόρτε τους. Χάρη στην εξαιρετική δουλειά της συγγραφικής ομάδας που επιμελήθηκε τους διαλόγους, οι συζητήσεις μεταξύ των Φυλάκων ακούγονται εντελώς φυσικές και απόλυτα ταιριαστές με τα όσα συμβαίνουν κάθε φορά στην οθόνη. Δεν υπάρχουν άκομψες σιωπές και αμήχανες παύσεις. Ακόμα και όταν κάνουμε κάτι εκτός προγράμματος, όπως για παράδειγμα το να επιστρέψουμε σε ένα δωμάτιο που έχουμε ήδη επισκεφτεί, η ομάδα θα το προσέξει και θα το σχολιάσει ποικιλοτρόπως, είτε κάνοντας πλάκα στον Πήτερ Κουίλ, είτε εκφράζοντας την δυσαρέσκειά της για το γεγονός ότι καθυστερούμε να προχωρήσουμε στην επόμενη σκηνή. Έχουν και δουλειές οι Φύλακες, τί να κάνουμε…
Όσο και να έψαξα, δεν βρήκα άστοχη ατάκα, ούτε μια στιχομυθία που να μη βγάζει ζωντάνια και φυσικότητα. Είναι λες και βλέπεις μια πραγματική παρέα από ανθρώπους (λέμε τώρα) που γνωρίζει καλά ο ένας τον άλλον, και συζητούν για πράγματα που τους ενδιαφέρουν και έχουν αξία γι’ αυτούς. Το καλογραμμένο σενάριο και οι φροντισμένοι διάλογοι συνιστούν έναν μικρό θρίαμβο για την Square Enix – στο βαθμό που με κάνουν να θέλω να δω την ομάδα να αναλαμβάνει κάποιο Final Fantasy. Και να με συμπαθάτε γι’ αυτό το σχόλιο, αλλά ύστερα από το τόσες και τόσες Νομουριάδες, η ποιότητα γραφής τούτου του παιχνιδιού μ’ έκανε να ενθουσιαστώ, μια είναι ό,τι καλύτερο έχει δώσει η ιαπωνική εταιρεία τα τελευταία χρόνια, στον τομέα αυτό. Όλοι οι Φύλακες είναι καλογραμμένοι, με πολλή αγάπη και προσοχή -το ίδιο ισχύει και για τους αντιπάλους τους, ενώ η ιστορία είναι τόσο καλά δομημένη΄ και τόσο πλούσια σε πλοκή, που άνετα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βάση για ένα από τα κινηματογραφικά επεισόδια των Φυλάκων του Γαλαξία.
Αν υπήρχε βραβείο για το πιο feel good παιχνίδι της χρονιάς, αυτό θα κατέληγε στα χέρια του Marvel’s Guardians of the Galaxy, με χαρακτηριστική άνεση και με τεράστια διαφορά από τον δεύτερο. Οι μηχανισμοί του είναι καλοφτιαγμένοι και απόλυτα λειτουργικοί, οι μάχες απολαυστικές, η μουσική επένδυση είναι από άλλο πλανήτη (με συγχωρείτε, αλλά δεν άντεξα) – χάρη στις υπέροχες μελωδίες που έγραψε ο Ρίτσαρντ Ζακς, αλλά και τα μεγάλα χιτ από τη δεκαετία του ογδόντα. Οι ερωτεύσιμοι χαρακτήρες και οι σπιρτόζικες ατάκες φτιάχνουν έναν απίστευτα διασκεδαστικό και ανεβαστικό τίτλο, ικανό να μάς παρασύρει στον ξέφρενο ρυθμό του. Τίποτα λιγότερο από το βιντεοπαιχνίδι στο οποίο αντιμετωπίζεις τ’ αφεντικά υπό τη συνοδεία του Final Countdown των Europe.