Το Legend of Mana είναι ένας τίτλος που έχει πάνω του τα σημάδια της «Χρυσής Περιόδου» της Square Enix. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η Ιαπωνική εκδότρια βρέθηκε στην κορυφή του gaming, εκμεταλλευόμενη το ταλαντούχο ρόστερ δημιουργών της, τις νέες τεχνολογίες που προσέφεραν τη δυνατότητα για δημιουργίες με κινηματογραφικές αξίες παραγωγής, και την αγαστή συνεργασία της με τη Sony, που της έδινε προτεραιότητα ως συνεργάτη και εξέχουσα προβολή ανά πάσα στιγμή. Σκεφτείτε μόνο πως την τριετία 1997 – 1999, η Square είχε τη δυνατότητα – και το… θράσος – να κυκλοφορήσει δυο κλασικούς τίτλους Final Fantasy (VII, VIII), αξιόλογα fighter (Bushido Blade, Tobal 2, Ehrgeiz), ποιοτικά παιχνίδια στρατηγικής (Front Mission, Final Fantasy Tactics) και μια πληθώρα πειραματικών RPG (Saga Frontier, Parasite Eve, Xenogears, Chrono Cross). Η λίστα είναι μεγάλη – δεν νομίζω πως πολλά στούντιο έχουν καταφέρει να κυκλοφορήσουν, στη σύγχρονη ιστορία της βιομηχανίας, τόσο ποικίλο, ποιοτικό, και ενίοτε καινοτόμοsoftware, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Το Legend of Mana ανήκει στην τελευταία κατηγορία που προαναφέρθηκε – σε μια σειρά από RPG που είχαν την ευχέρεια να πειραματιστούν και να δοκιμάσουν πράγματα, ανεξάρτητα από τις τάσεις της εποχής τους.
Φυσικά, το πρώτο πράγμα που παρατηρείς στο Legend of Mana, είναι ο τεχνικός τομέας του. Θαρρείς ζωγραφισμένα στο χέρι, σαν να ανήκουν σε κάποιο πανέμορφο Ιαπωνικό παραμύθι, τα γραφικά του Legend of Mana ήρθαν τότε σαν όαση για τους οπαδούς του δισδιάστατου gaming, σε μια παρατεταμένη περίοδο… λειψυδρίας, όταν η πλειοψηφία των στούντιο είχε ενστερνιστεί τη μετάβαση στην εποχή του 3D. Με την πλειοψηφία των RPG (και) της Square Enix να ακολουθεί το μοτίβο των πολυγωνικών χαρακτήρων, εναποτιθέμενων σε τρισδιάστατα, στατικά pre-rendered περιβάλλοντα, το Legend of Mana εμφανίστηκε σαν μια εντυπωσιακή πρόταση νέας γενιάς, που συνέχιζε ωστόσο το στιλ και την αισθητική των δισδιάστατων τίτλων της εταιρείας στο προηγούμενο – από το Playstation – σύστημα που εκείνη είχε επιλέξει για να προσφέρει τα δημιουργήματά της, το Super Nintendo. Σήμερα, τα γραφικά δεν εντυπωσιάζουν τόσο, πόσο μάλλον σε μια περίοδο όπου αμέτρητα στούντιο παράγουν τίτλους παρόμοιας αισθητικής. Παρ’ όλα αυτά, η M2 που ανέλαβε το remaster, έχει φροντίσει να αναδείξει, μέσα από τη διαδικασία του upscaling, τα πανέμορφα background του παιχνιδιού. Από τη μία, αυτό σημαίνει πως θα δείτε τα περιβάλλοντα του Legend of Mana στην καλύτερη δυνατή μορφή τους (και έχει ενδιαφέρον, μέσα από αυτή τη νέα ματιά, να δεις μέχρι και τις ατέλειες που είχαν αφήσει στα σχέδια οι designer, γνωρίζοντας πως δεν θα είναι εμφανή στους παίκτες, λόγω της τότε ανάλυσης της εικόνας). Από την άλλη, δημιουργείται μια έντονη, άγαρμπη αντίθεση μεταξύ του περιβάλλοντος και των χαρακτήρων, καθώς δεν έχει γίνει και για το καστ του παιχνιδιού, κάποια αντίστοιχη διαδικασία αναβάθμισης της απεικόνισής τους. Καθώς τα sprite είχαν δημιουργηθεί τότε για υποπολλαπλάσιες αναλύσεις, εμφανίζονται στην οθόνη σαν κάποιος να έχει εστιάσει υπερβολικά πάνω τους, χάνουν σε λεπτομέρεια, και γενικά δεν ταιριάζουν καθόλου με την υπόλοιπη εικόνα. Δεν είναι κάτι που δεν συνηθίζεις με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο σαν αντίθεση «χτυπάει» άσχημα στο μάτι. Αντίθετα με τα γραφικά, ο ήχος παραμένει το αδιαμφισβήτητο κορυφαίο στοιχείο του παιχνιδιού. Η μουσική που έγραψε η επιφανής Γιόκο Σιμομούρα, με έξοχες μελωδικές συνθέσεις και πάμπολλα πανέμορφα θέματα, είναι ίσως ανάμεσα στις δύο – τρεις κορυφαίες δουλειές της στα περίπου τριάντα χρόνια δραστηριότητάς της. Η παραγωγή φρόντισε να τιμήσει την ποιότητα αυτής της δουλειάς, προσφέροντας δύο εκδοχές του soundtrack, μία πρωτότυπη και μία ορχηστρική, που ο παίκτης μπορεί να αλλάξει κατά βούληση, μέσα στο παιχνίδι.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο του Legend of Mana είναι η δομή του, η οποία και διαφέρει από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ιαπωνικών RPG. Στο Legend of Mana καλείσαι να δημιουργήσεις ξανά τον κόσμο, τοποθετώντας σε ένα μεγάλο χάρτη αντικείμενα (artifacts) που εμπεριέχουν την ενέργεια του δέντρου Μana. Κάθε αντικείμενο εναποθέτει αυτή την ενέργεια στον κόσμο και επανασυνδέει ένα κομμάτι του, δημιουργώντας ένα καινούριο περιβάλλον, παρέα με τη χλωρίδα και την πανίδα που το συνοδεύει. Πρακτικά, κάθε αντικείμενο είναι και ένα ξεχωριστό επίπεδο του παιχνιδιού, συνήθως μια πόλη ή ένα dungeon, και τις δικές του, ξεχωριστές αποστολές. Στις πόλεις συνήθως πρέπει να εξερευνήσεις, να μιλήσεις στους κατοίκους, ή να λύσεις κάποιο γρίφο, ενώ στο dungeon η αποστολή ολοκληρώνεται όταν φτάσεις και νικήσεις, τον αρχηγό του επιπέδου. Όλες οι αποστολές συνδέονται με κομμάτια του σεναρίου. Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν τρεις κεντρικές ιστορίες που εξελίσσονται σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ταυτόχρονα ωστόσο, υπάρχουν επίπεδα που διαθέτουν εντελώς αυτοτελείς ιστορίες. Η εξέλιξη των ιστοριών γίνεται σχεδόν άναρχα, αφού δεν υπάρχουν οδηγίες για το που πρέπει να πας μετά την ολοκλήρωση κάποιου επιπέδου. Μπορεί να ξεκινήσεις μια ιστορία, και επιλέγοντας «λάθος» επίπεδο να την παρακάμψεις προσωρινά, για μια άλλη. Μπορεί να περάσεις από πολλές αυτοτελείς ιστορίες που ελάχιστη σχέση έχουν με τις τρεις βασικές που συνθέτουν το κεντρικό σενάριο του παιχνιδιού. Μπορεί επίσης να δεις κάποιον χαρακτήρα να εμφανίζεται σε ένα επίπεδο, να αποτελεί τον πρωταγωνιστή μιας αυτοτελούς ιστορίας, να εξαφανίζεται για μερικές ώρες και ξαφνικά να επανέρχεται στο προσκήνιο, χωρίς να το περιμένεις και χωρίς κάποια εμφανή σύνδεση με το υπόλοιπο παιχνίδι. Η μη γραμμική αφήγηση λειτουργεί σαν δίκοπο μαχαίρι για το Legend of Mana. Yπάρχουν στιγμές που νιώθεις χαμένος, συναντώντας χαρακτήρες που δεν έχουν καμία σχέση με ότι έχεις δει μέχρι εκείνη τη στιγμή, με σενάρια – βινιέτες που ξεκινούν και ολοκληρώνονται, μέσα σε λίγα λεπτά. Από την άλλη, υπάρχει μια απαράμιλλη αίσθηση ελευθερίας που δεν συναντάς στο συγκεκριμένο είδος παιχνιδιού. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου φέρει το επόμενο artifact, και το γεγονός ότι δεν υπάρχει ανάγκη να συνδέονται απαραίτητα όλες οι ιστορίες μεταξύ τους, είναι κάτι που έχει επιτρέψει στους σχεδιαστές να αφήσουν τη φαντασία τους να οργιάσει, δημιουργώντας πολλούς φανταστικούς μικρόκοσμους, ο κάθε ένας με τους δικούς του, περίεργους και μυστηριώδεις κατοίκους. Σε ποιο άλλο RPG μπορεί να συναντήσετε μια μάντρα με χιλιάδες πεταμένα παιχνίδια, που εν τέλει φιλοξενεί τις ψυχές σφαγμένων στρατιωτών που μιλούν με μετάνοια για τη ματαιότητα του πολέμου, σαν κομμάτι αρχαίας τραγωδίας;
Αυτή η ιδιαίτερη, κάπως άναρχη και πειραματική σχεδιαστική φιλοσοφία του Legend of Mana δημιουργεί γενικά, πολλές αντιθέσεις στην εμπειρία που σου προσφέρει το παιχνίδι. Το κεντρικό σύστημα μάχης του είναι εξαιρετικά απλοϊκό και περιοριστικό – για παράδειγμα δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις διαγώνιες επιθέσεις, ενώ οι εχθροί διαθέτουν απλοϊκές ρουτίνες επιθέσεων, πολλές φορές χωρίς καν κινήσεις άμυνας. Περιτριγυρίζεται ωστόσο από σωρεία διαφορετικών, πολύπλοκων συστημάτων, που το παιχνίδι συνδέει ανεπαίσθητα με τη δραστηριότητά σου, σου εξηγεί ελάχιστα, και ελάχιστα σε επιβραβεύει για την προσπάθειά σου να τα κατανοήσεις, εκτός και αν ασχοληθείς δεκάδες ώρες μαζί τους. Υπάρχουν διάφορες μαγικές κινήσεις, η δυνατότητα για crafting όπλων και πανοπλιών, η δυνατότητα να φτιάξεις μουσικά όργανα, να έχεις τα δικά σου κατοικίδια και να καλλιεργείς τα δικά σου φρούτα… μπορείς να φτάσεις μέχρι και στο σημείο να δημιουργείς ένα δεύτερο χαρακτήρα για να σε συνοδεύει στη μάχη και να προγραμματίσεις τι είδους επιθέσεις και άμυνες θες να εκτελεί, και με ποιο τρόπο. Όλα τα διαφορετικά συστήματα δεν διακατέχονται από ιδιαίτερη συνοχή, και κυρίως, φαίνεται να έχουν φτιαχτεί από διαφορετική ομάδα από εκείνη που σχεδίασε το υπόλοιπο παιχνίδι, καθώς αν το επιλέξεις, μπορείς να μην ασχοληθείς ούτε στο ελάχιστο μαζί τους, και να φτάσεις στον τερματισμό με χαρακτηριστική άνεση. Ή πάρτε για παράδειγμα το σχεδιασμό των επιπέδων. Από τη μια έχεις αυτή τη σωρεία υπέροχων background που βρίσκεσαι να χαζεύεις σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Από την άλλη, φαίνεται πως η ομάδα έφτιαξε πρώτα τα τοπία, και μετά έκατσε να σκεφτεί πως θα διαχειριστεί την περιήγησή τους. Το αποτέλεσμα είναι σε πολλά επίπεδα να δυσκολεύεσαι να καταλάβεις μέχρι που μπορεί να σταθεί ο χαρακτήρας σου, τι ακριβώς μπορείς να εξερευνήσεις, και ποια είναι η κατεύθυνση που πρέπει να πάρεις.
Το Legend of Mana είναι εν τέλει ένας τίτλος με αρκετά προβλήματα, αλλά και σπάνια χαρίσματα. Σε ορισμένους τομείς, όπως στις μάχες του, είναι τόσο παρωχημένο πλέον, που σου κάνει δύσκολο και να το προτείνεις με ασφάλεια, σε όσους αρέσκονται σε Ιαπωνικά RPG. Παραμένει πάντως ένα δείγμα της Square Enix στις πιο πειραματικές στιγμές της, και στις αμέτρητες βινιέτες του, κρύβεται ένα – ακόμη και σήμερα – ξεχωριστό δημιούργημα.