Συμμετέχοντας σε διαδικτυακές συζητήσεις σχετικά με το νέο Resident Evil, πριν και μετά την κυκλοφορία του, μου έκανε εντύπωση το πόσο συχνά βρέθηκα μπροστά σε απόψεις που αμφισβητούσαν την πιστότητα του τίτλου, απέναντι στα παραδοσιακά πρότυπα της σειράς. Φαίνεται να υπάρχει μια μερίδα του προσφιλούς κοινού εκεί έξω που θεωρεί πως η Capcom το παράκανε με τις αλλαγές στο σκηνικό, τους χαρακτήρες και την ιστορία του παιχνιδιού, που είναι υπερβολικά μακριά από την απειλή των ζόμπι, που έμαθαν και οι αγάπησαν οι περισσότεροι (για να μην αναφερθώ σε όσους θεωρούν ατόπημα την αλλαγή της προοπτικής από το τρίτο στο πρώτο πρόσωποπου είδαμε από τον προηγούμενο κιόλας τίτλο, γιατί αυτό είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο συζήτησης). Όλες αυτές οι αντιδράσεις – που έχω συνηθίσει να αντιμετωπίζω με καχυποψία,πολλές φορές δικαιολογημένα – με έκαναν να σκέφτομαι τη δική μου σχέση με τα Resident Evil, όσο ασχολούμουν με το Village. Έτυχε να είμαι «εκεί» όταν η σειρά έκανε τα πρώτα της βήματα (συγκυριακά βρέθηκα με μια από τις πρώτες κόπιες – στα Ιαπωνικά παρακαλώ – που έφτασαν στην Ελλάδα το 1996!) και παρακολούθησα τη σειρά να γιγαντώνεται, τίτλο με τον τίτλο, έως ότου έφτασε να είναι ένα από τα πιο δημοφιλή franchise του gaming. Ε λοιπόν, μετά από κάμποσες ώρες, είναι ξεκάθαροπως το Village είναι ένα καθαρόαιμο Resident Evil, με πολλά από τα προτερήματα, και τα μειονεκτήματα που διαθέτει η σειρά. Είναι ωστόσο και ένας τίτλος που αδυνατεί – και νομίζω πως το γνωρίζουν οι σχεδιαστές της Capcom– να κινήσει τη σειρά προς τα μπροστά, και για αυτό το λόγο έχει και ταβάνι στην εμπειρία που προσφέρει. Το γιατί, θα το δούμε παρακάτω.
Έλα να πάμε στο χωριό, Λυκάνθρωποι εσύ και εγώ
Το Village συνεχίζει απευθείας την ιστορία του Resident Evil 7 – το οποίο να υπογραμμίσω πως δεν τελείωσα ποτέ, γιατί είχα το θράσος να ασχοληθώ με την έκδοση για VR. Όποιος έπαιξε και τερμάτισε το παιχνίδι σε VR, συγχαρητήρια, δεν ξέρω πως το έκανε, δεν θα μάθω ποτέ. Τέλος πάντων. Η ιστορία του Village λοιπόν διαδραματίζεται μετά το τέλος του προηγούμενου τίτλου, με τον Ethan Winters να βρίσκεται πλέον στο σπίτι του με τη γυναίκα του, Mia, και τη Rose, τη νεογέννητη κόρη τους. Η Mia φαίνεται να μη θυμάται τίποτα από τα γεγονότα που προηγούμενου παιχνιδιού (μηχανισμός αυτοάμυνας, ίσως;), ωστόσο επιδεικνύει κάποιες περίεργες συμπεριφορές, ενώ ο Ethan, αναμενόμενα, είναι μόνιμα ανήσυχος για την οικογένειά του. Ενώ στα πρώτα λεπτά όλα φαίνεται να πηγαίνουν καλά, γρήγορα έρχεται η απόλυτη καταστροφή: άγνωστοι σκοπευτές κάνουν το σπίτι… σουρωτήρι, η Mia εκτελείται μπροστά στα μάτια του Ethan, και οι μασκοφόροι στρατιώτες, υπό την παρουσία του Chris Redfield, τον απαγάγουν και τον χωρίζουν από την κόρη του. Λίγο μετά, ο Ethan μεταφέρεται στην τοποθεσία όπου ουσιαστικά ξεκινάει το παιχνίδι, το αφιλόξενο, απομονωμένο – σε ποιος ξέρει ποια γωνιά του πλανήτη – περιβόητο χωριό που αναφέρεται και στον τίτλο. Οι σχεδιαστές της Capcom ενορχηστρώνουν μια εκπληκτική εισαγωγή στο νέο σκηνικό και το περιβάλλον του παιχνιδιού, ένα τρενάκι τρόμου με τον πρωταγωνιστή να βρίσκεται, από τη μία δυσάρεστη έκπληξη στην άλλη, καθώς εισάγονται στην ιστορία οι γνωστοί λυκάνθρωποι, το γοτθικό κάστρο με το χιονισμένο τοπίο που το περιβάλλει, και οι… βαμπιρέλες μαζί με την περιβόητη πλέον στο gaming, κα Dimitrescu. Το παιχνίδι σε προωθεί μέσα από ένα κρεσέντοτρομακτικών σκηνών, οι εσωτερικοί χώροι του κάστρου είναι ένα πραγματικό χάρμα οφθαλμού – ειδικά στην έκδοση των PS5 και Series X/S, και το gameplay διατηρεί κοντινή επαφή με τη φόρμουλα του 7, με λίγη περισσότερη έμφαση στη δράση, ειδικά καθώς που δεν υφίστανται πλέον οι κλειστοφοβικοί διάδρομοι του σπιτιού των Baker. Υπάρχει μια έφεση στο λεγόμενο «torture porn» που είχαμε δει και στο 7, με τον χαρακτήρα σου να υποφέρει τα πάνδεινα, σχεδόν σε κωμικοτραγικό βαθμό.Το παιχνίδι δείχνει όμως να αγκαλιάζει τη φύση του ως ένα b-movie, κάνοντας μέχρι και πλάκα, πολλές φορές μέσα από το σχολιασμό του Ethan σχετικά με τις σουρεαλιστικές καταστάσεις που βιώνει.
Καθώς προχωράς στο παιχνίδι, αρχίζεις να συνειδητοποιείς κάποια πράγματα. Αρχικά, όπως προαναφέρθηκε, το Village εστιάζει περισσότερο στη δράση, σε σχέση με 7. Με τους χώρους να είναι πλέον πολύ πιο μεγάλοι από το σπίτι του προηγούμενου τίτλου, υπάρχει ανάγκη για περισσότερους εχθρούς, οπότε και περισσότερα πολεμοφόδια. Οι γρίφοι από την άλλη, ακολουθούν τα πρότυπα του 7, οπότε να περιμένετε εύκολα – πολλές φορές σε υπερβολικό βαθμό – παζλ, μια λιγάκι απογοητευτική συνθήκη, ιδιαίτερα για όσους είχαν συνηθίσει στις πιο απαιτητικές καταστάσεις των πρώτων παιχνιδιών. Σταδιακά καταλαβαίνεις επίσης, πως οι σχεδιαστές της Capcom είδαν το Village ως μία ευκαιρία να προσφέρουν στους οπαδούς πολλές διαφορετικές εμπειρίες τρόμου. Αν το κάστρο είναι φτιαγμένο για να θυμίσει τη γοτθική έπαυλη του πρώτου Resident Evil, οι υπόλοιπες περιοχές έχουν και από κάτι διαφορετικό. Η μία αφιερώνεται στον ψυχολογικό τρόμο και με ελάχιστη δράση αλλά φανταστική ατμόσφαιρα, μία άλλη θαρρείς και έχει βαλθεί να σε κάνει να θυμηθείς ένα συγκεκριμένο σημείο από το Resident Evil 4, υπάρχει και κομμάτι του παιχνιδιού στο οποίο οι ρυθμοί της δράσης ανεβαίνουν σε βαθμό που η αίσθηση του τρόμου εξαφανίζεται τελείως, καθώς ο χαρακτήρας σου βρίσκεται με άπειρα πυρομαχικά και συνεχόμενες ορδές από εχθρούς. Το σκηνικό αλλάζει συνέχεια, ο ένας μετά τον άλλο χαρακτήρα από το γκροτέσκο ρόστερ των κακών παίρνει κεντρική θέση στη «σκηνή» για να κάνει το κομμάτι του και το σενάριο προσπαθεί να κρατήσει τα προσχήματα, συνδέοντας σθεναρά τα σουρεαλιστικά δρώμενα του παιχνιδιού. Έτσι, το Village φροντίζει να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον σου έως το τέλος, ταυτόχρονα όμως χάνει τη συνοχή και την εστίαση στο στόχο του τρόμου, που υπηρετούσε άριστα το Resident Evil 7. Το Village μοιάζει να έχει προτεραιότητα να σε χορτάσει με όλα τα διαφορετικά τοπία και αυτό το απίθανο καστ από τέρατα και φανταστικά πλάσματα που διαθέτει, γνωρίζοντας πως δεν έχει και πολλά άλλα να προσφέρει. Αυτή η έλλειψη συγκέντρωσης σε κάποιο σχεδιαστικό στόχο, φανερώνει και κάποιες ακόμη αδυναμίες του παιχνιδιού. Η τεχνητή νοημοσύνη των εχθρών αρχίζει για παράδειγμα να εμφανίζει ανεπάρκειες, τώρα που οι απαιτήσεις για «ρεαλιστική» συμπεριφορά είναι μεγαλύτερες σε σχέση με τους κλειστούς, γραμμικούς χώρους του 7. Υπάρχει επίσης, μια αισθητή πτώση στην ποιότητα των γραφικών στους εξωτερικούς χώρους, με σημεία όπου τόσο η αρχιτεκτονική των μοντέλων, όσο και η λεπτομέρεια των υφών, είναι απογοητευτικά φτωχές. Η αντίθεση είναι μεγάλη σε σχέση με αυτά που βλέπεις στο κάστρο στο πρώτο μισό – ίσως γιατί εκεί η μηχανή γραφικών έχει να κάνει με ένα κλειστό περιβάλλον, ή γιατί μπορούσε να γίνει εκτενέστερη χρήση της τεχνικής photogrammetry, που επιτρέπει τη δημιουργία φωτορεαλιστικών μοντέλων.
Έστω και με τα προβλήματά του πάντως, το Resident Evil Village εξακολουθεί να υπηρετεί πιστά, τα πρότυπα της σειράς. Ούτως ή άλλως, δεν ήταν ούτε ο χειρισμός, ούτε η προοπτική, ούτε η δράση, ούτε οι γρίφοι, ούτε καν τα ζόμπι που κατέστησαν τα παιχνίδια, τόσο ελκυστικά. Ήταν αυτή η εστίαση στην ατμόσφαιρα, και στην προσφορά ενός «φιλέτου» τρόμου, εμπνευσμένου από τη δυτική μυθολογία και ποπ κουλτούρα, μέσα από το πρίσμα Ιαπώνων δημιουργών. Το Village δεν χάνει καθόλου αυτό τον προσανατολισμό, και το δικό του θέατρο τρόμου, εξακολουθεί να μην έχει αντίπαλο δέος στη βιομηχανία. Σε σχέση με το 7 όμως, που επαναπροσδιόρισε το franchise με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο, το Village φέρνει στο προσκήνιο, τα πρώτα προβλήματα για την Capcom. Θα έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον να δούμε τι λύσεις θα αναζητήσει η Ιαπωνική εταιρεία, είτε τις ψάξει σε ζόμπι, είτε σε βαμπίρ, είτε σε οτιδήποτε άλλο αποφασίσει να μας σερβίρει στο μέλλον.