Μία από τις ελάχιστες κατηγορίες βιντεοπαιχνιδιών που δεν προσφέρονται για ριμέικ, είναι αυτή των παιχνιδιών ξύλου. Βάσει λογικής, δεν έχει νόημα να αναπαράγεις υλικό που μπορεί να έχει ξεπεραστεί από άλλα παιχνίδια του είδους, και ενδεχομένως να έχει ξεφτίσει με το πέρασμα των ετών. Ακόμα και στην ακραία περίπτωση που ένα fighting game μπορεί να λάβει αυτή την σπέσιαλ περιποίηση, οι εταιρείες προτιμούν να κοτσάρουν ένα νούμερο παραπάνω από αυτό που έφερε η πρωτότυπη έκδοση, και να το κυκλοφορήσουν, εν τέλει, ως ένα καθωσπρέπει σίκουελ και όχι ως ένα ποταπό ριμέικ. Ρίχνοντας μια ματιά στα παιχνίδια της κατηγορίας, είτε μιλάμε για δισδιάστατα είτε για τρισδιάστατα ξυλίκια, δύσκολα να βρούμε πολλά παραδείγματα ριμέικ παλαιότερων τίτλων. Ωστόσο, υπάρχει μία σειρά παιχνιδιών ξύλου που έχει μία παράδοση με τα ριμέικ, από αρχαιοτάτων χρόνων.
Λίγο πριν την κυκλοφορία του Virtua Fighter 2 στο Saturn, για να αποζημιώσει τους θιασώτες της σειράς για την όχι και τόσο επιτυχημένη μεταφορά του πρώτου Virtua Fighter στην τριανταδιάμπιτη κονσόλα της, η SEGA έδωσε εντολή στην ΑΜ1 να δημιουργήσει ξανά από την αρχή το πρώτο παιχνίδι. Και το έκανε με βάση τις δυνατότητες της ιδιότροπης παιχνιδομηχανής, και χωρίς καμία από τις ανέσεις που προσέφερε το πανίσχυρο Model 1, της πλακέτας που φιλοξένησε τα Virtua Racing και Virtua Fighter. Το 1995 κυκλοφόρησε το Virtua Fighter Remix, ριμέικ του πρώτου VF, με ολόφρεσκα γραφικά, ολοκαίνουργια μοντέλα, με τις υφές τους και τα όλα τους. Αν εξαιρέσουμε τις θεαματικές βελτιώσεις που υπέστη ο οπτικοακουστικός τομέας, το Remix έπαιζε ακριβώς το αρχικό VF, δίχως την παραμικρή επέμβαση σε επίπεδο μηχανισμών. Φαστ φόργουορντ στο 2021, με την ιστορία να επαναλαμβάνεται, για διαφορετικούς λόγους τούτη τη φορά.
Έπειτα από εννέα χρόνια αγωνιστικής απραξίας, η μαχητική σειρά της SEGA επανέρχεται στο προσκήνιο με το Virtua Fighter 5 Ultimate Showdown, το επίσημο ριμέικ του παλιού-καλού Final Showdown που κυκλοφόρησε το 2010 για τα ουφάδικα και το 2012 στα PS3 και X360. Στην περίπτωση του Ultimate Showdown, η SEGA επιχείρησε να φρεσκάρει και να ανανεώσει οπτικοακουστικά το βασικό παιχνίδι, διατηρώντας αναλλοίωτους τους μηχανισμούς και το σύστημα μάχης. Όπως ακριβώς έκανε και στην περίπτωση του πρώτου Virtua Fighter, με την κυκλοφορία του Remix. Οπτικώς, το παιχνίδι είναι ό,τι πιο όμορφο έχουμε δει από τη σειρά, μέχρι σήμερα. Τα μοντέλα των μαχητών έχουν επανασχεδιαστεί ακολουθώντας μία ελαφρώς πιο ρεαλιστική γραμμή σε σχέση με το Final Showdown. Πλέον ξεχωρίζουν ρυτίδες και ματοτσίνορα, τα χρώματα είναι ακόμα πιο φανταχτερά, ο φωτισμός εντυπωσιακός, οι στολές προσεγμένες, καλοσχεδιασμένες και πιο αεράτες ώστε να τονίζουν ακόμα περισσότερο τις κινήσεις των Virtua Fighters. Θα τολμούσα να πω ότι από άποψη γραφικών, το Ultimate Showdown θα μπορούσε να είναι μία πρόγευση για το επόμενο επεισόδιο της σειράς (spiros.papadopoulos.jpg) και όχι ένα ταπεινό ριμέικ. Υπάρχουν στιγμές που ο συνδυασμός των πανέμορφων πολυγωνικών μοντέλων και των αναβαθμισμένων, οπτικά, αρένων, ξεγελά, δίνοντας την εντύπωση ότι έχουμε στα χέρια μας ένα ολοκαίνουργιο Virtua Fighter. Την εντύπωση αυτή ενισχύουν και τα νέα μουσικά θέματα που έχει επιμεληθεί οι συνθέτες του Ryu Ga Gotoku Studio, διαφορετικά σε ύφος από τα αντίστοιχα του Final Showdown, σαφώς πιο δυναμικά και πιο ροκ. Σεβόμενη το έργο της AM2, η ομάδα των Yakuza έδωσε στο VF5 την σπιρτάδα και την ποζεριά που έλειπε από το πρωτότυπο παιχνίδι, το οποίο ήταν ελαφρώς πιο συγκρατημένο στον οπτικοακουστικό τομέα. Παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι του Ryu Ga Gotoku Studio δεν πείραξαν ούτε μισό καρέ από την κίνηση στο Final Showdown, το animation του παιχνιδιού εντυπωσιάζει παρά τα έντεκα χρόνια στην πλάτη του, και δείχνει φρέσκο και ρευστό λες και κυκλοφόρησε φέτος. Η ποιότητα της δουλειάς που έκανε η ΑΜ2 στο motion capture και στην ενσωμάτωση όλων αυτών των κινήσεων στην οθόνη, κατατάσσει το VF5 στα καλύτερα στον τομέα αυτό, σχεδόν ασυναγώνιστο μέχρι και σήμερα. Μοναδικό παράπονο από την ομάδα των Yakuza, ότι τα ρούχα των μαχητών δεν βρέχονται πλέον, όταν αυτοί βρεθούν στο νερό. Λεπτομέρεια θα μού πείτε, αλλά όσο να ‘ναι, η απουσία αυτού του χαρακτηριστικού, μια απορία μού τη δημιούργησε.
Το εξής παράδοξο με το Virtua Fighter 5 είναι ότι έχει την πολυτέλεια να παραμένει μέσα στα κορυφαία της κατηγορίας- αν όχι το κορυφαίο, παρά τα έντεκα χρόνια απουσίας από τα δρώμενα στο χώρο των παιχνιδιών ξύλου. Και αυτό γιατί κανένας από τους ανταγωνιστές του δεν κατάφερε να το ξεπεράσει σε επίπεδο μηχανισμών όλο αυτόν τον καιρό, ούτε να ακολουθήσει τη σχεδιαστική του φιλοσοφία. Από το πρώτο παιχνίδι της σειράς, στόχος του Γιού Σουζούκι και της ομάδας του ήταν να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο ο κάθε παίκτης θα μπορούσε να αποδώσει τα μέγιστα – άρα και να απολαύσει το παιχνίδι στον απόλυτο βαθμό, ανεξάρτητα από τις δεξιότητες και τα αντανακλαστικά που έχει. Γι’ αυτό και σχεδίασαν ένα παιχνίδι ξύλου που δεν είχε υψηλές απαιτήσεις όσον αφορά την εκτέλεση των κινήσεων, συνδυαστικών και μη. Είτε μιλάμε για το πρώτο παιχνίδι της σειράς, είτε για το Ultimate Showdown, ο σχεδιαστικός κανόνας που διέπει το Virtua Fighter είναι ένας και απαράβατος: αντί να βασανίζει τον παίκτη με ένα πλήθος από δύσκολες στην εκτέλεση κινήσεις, «μπουκώνοντάς» τον με ένα κάρο άχρηστες πληροφορίες, στηρίζει τον κορμό του gameplay στην οξυδέρκεια, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία του παίκτη, προσφέροντάς του εργαλεία που αφήνουν μεγάλο περιθώριο πειραματισμού. Καλός παίκτης είναι αυτός που γνωρίζει τα απολύτως βασικά και ξέρει πώς να τα αξιοποιήσει εν ώρα αγώνα. Δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο. Γι’ αυτό και το VF δεν έχει την ανάγκη να αναδείξει την ποιότητα και το βάθος του gameplay καταφεύγοντας σε μηχανισμούς επαναφοράς και μαγικές μπάρες που ενεργοποιούν σούπερ κινήσεις. Δεν χρειάζεται να στερήσει τη δράση από τον παίκτη για να τον μετατρέψει σε παθητικό παρατηρητή με αντάλλαγμα μία εντυπωσιακή αλλά αυτοματοποιημένη σούπερ επίθεση. Και αυτή τη φιλοσοφία την υπηρετεί πιστά με τον άρτιο χειρισμό, τους απόλυτα ξεκάθαρα κανόνες και την τέλεια ισορροπία που έχει επιτύχει με το πέρασμα των χρόνων, όσον αφορά την επιλογή των μαχητών και των κινήσεων που διαθέτει ο καθένας. Κι επειδή είμαι σίγουρος ότι θέλετε να διαβάσετε περισσότερα για το VF5, ρίξτε μια ματιά στην παρουσίαση για το Final Showdown.
Όσον αφορά το περιεχόμενο, το μενού που προσφέρει το Ultimate Showdown είναι εντελώς σπαρτιατικό. Οι μοναχικοί παίκτες έχουν να ασχοληθούν με δύο όλες κι όλες επιλογές παιχνιδιού, το Arcade Mode και το Training Mode. Για το πρώτο δεν χρειάζεται να γράψουμε πολλά πράγματα, καθώς προσφέρει μία σειρά από αγώνες που οδηγούν στην τελική κακό του παιχνιδιού, την Ντούραλ, η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν είναι διαθέσιμη – σε αντίθεση με τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς. Μέσω του training ο παίκτης θα έχει την ευκαιρία να μάθει τα βασικά μέσω του tutorial, να εκπαιδευτεί στο κινησιολόγιο του αγαπημένου μαχητή μέσω του Command List και να δοκιμάσει combos και τακτικές κάτω από διάφορες συνθήκες, στο Free Training. Χωρίς να διαθέτει το βάθος και το εύρος του αντίστοιχου mode από το Virtua Fighter 4: Evolution, το Training Mode είναι το καλύτερο μέρος για να διασκεδάσει κανείς με το παιχνίδι, με το να δημιουργεί και να πειραματίζεται με τα δική τους έμπνευσης combos. Από εκεί και πέρα, θα μπορούσε να είχε συμπεριλάβει και τις υπόλοιπες επιλογές παιχνιδιού από το Final Showdown, ώστε να προσφέρει στον παίκτη που θέλει να αφιερώσει χρόνο στο παιχνίδι, μια κάποια ποικιλία.
Ελάχιστες οι επιλογές και στο διαδικτυακό παιχνίδι. Προς το παρόν, το Ultimate Showdown προσφέρει Αγώνες Κατάταξης και Μάχες Δωματίου, ενώ μελλοντικά θα προστεθεί και το απαραίτητο Διαδικτυακό Τουρνουά. Το πρόβλημα στην πρώτη επιλογή έχει να κάνει με τις περίεργες πρωτοβουλίες που παίρνει το παιχνίδι, για λογαριασμό του παίκτη. Σε αντίθεση με το Final Showdown, στο US το σύστημα συνδέει το παίκτη με τον πρώτο αντίπαλο που θα βρει μπροστά του, δείχνοντας, ώρες-ώρες, να μη λαμβάνει υπόψη τους περιορισμούς και τις παραμέτρους που ορίζει ο ίδιος ο παίκτης πριν μπει στη διαδικασία εύρεσης αντιπάλου. Εάν βρεθεί αντιμέτωπος με παίκτη που ζει στην Ευρώπη, το παιχνίδι κυλάει πιο ομαλά και από το γάργαρο νεράκι του βουνού, χωρίς το παραμικρό πρόβλημα στη ροή του αγώνα. Σε περίπτωση που το σύστημα ματσάρει τον παίκτη με αντίπαλο που δεν έχει καλή σύνδεση ή βρίσκεται αρκετά μακριά από την περιοχή εμβέλειας, τότε η εμπειρία ομοιάζει με ένα Virtua Fighter που παλεύει βουτηγμένο μέσα στο μέλι. Σε γενικές γραμμές, η διαδικτυακή απόδοση του Ultimate Showdown είναι ίδια με αυτήν του Final Showdown, δηλαδή αξιολογότατη, με τη μόνη διαφορά ότι το παιχνίδι δεν σου επιτρέπει να διαλέξεις τον αντίπαλό σου, στους αγώνες κατάταξης, ανάλογα με την ποιότητα της σύνδεσης.
Παρά το λιτό μενού που διαθέτει, το Virtua Fighter 5 Ultimate Showdown προσφέρει μία ανεπανάληπτη μαχητική εμπειρία σε βετεράνους και νεοφερμένους. Πρόκειται ίσως για το πιο φιλικό fighting game στην ιστορία της κατηγορίας, παρέα με το Samurai Shodown της SNK, απόλυτα προσιτό και λογικό ως προς τις απαιτήσεις που έχει από τον παίκτη. Και φοβερά γενναιόδωρο απέναντι στον παίκτη που θα αφιερώσει χρόνο σ’ αυτό. Ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία παιχνιδιών που τους δίνεις ένα και σου επιστρέφουν δέκα. Ξεκάθαρο στους κανόνες του, με δεκαεννιά μαχητές τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, και μηχανισμούς που προσκαλούν τον παίκτη να χρησιμοποιεί τη φαντασία και τη δημιουργικότητά του, χωρίς να στηρίζεται στην εκμάθηση μακροσκελών συνδυαστικών κινήσεων. Το Virtua Fighter είναι από τα λίγα εκείνα παιχνίδια που δικαιολογούν αυτό το Sports στο τίτλο του eSports. Είναι ένα πνευματικό άθλημα, υψηλής ποιότητας και μεγάλης ανταποδοτικότητας. Και το Ultimate Showdown, αν και φτωχό σε περιεχόμενο, είναι ένα κουκλίστικο επετειακό προϊόν για τα εξήντα χρόνια λειτουργίας της SEGA, που ανταμείβει πλουσιοπάροχα τον παίκτη και αποτελεί ίσως το καλύτερο μέρος για να ξεκινήσει κανείς να ασχολείται με το άθλημα. Με ή χωρίς το e.