Ας ξεκινήσουμε με μία απλή διαπίστωση: η σειρά παιχνιδιών Nioh δεν είναι μία μιγιαζάκια σειρά. Ένα συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς πολύ εύκολα και απλά, εφόσον έχει αφιερώσει ώρες επί ωρών στις δύο δημοφιλείς σειρές GIT GUD. Όσα είναι αυτά που ενώνουν τα παιχνίδια της From Software με αυτά που δημιούργησε η Team Ninja, άλλα τόσα είναι αυτά που τα χωρίζουν. Για παράδειγμα, ο Μιγιαζάκι δίνει μεγάλη έμφαση και προσοχή στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας, η οποία είναι ικανή να συνεπάρει τον παίκτη και να τον βυθίσει στον κόσμο της απόγνωσης των Soulsborne, εκεί όπου βασιλεύουν η μιζέρια και η κατήφεια. Ο Ιάπωνας δημιουργός ξεκαθαρίζει στον παίκτη ότι στους δρόμους των πόλεων και των χωριών που σχεδιάζει, τους περπατά μόνον ο Χάρος – και κανένας άλλος. Το ίδιο ξεκάθαρος είναι στους μηχανισμούς πάνω στους οποίους βασίζονται τα παιχνίδια του. Απουσιάζει η φλυαρία, η φανφάρα, ο φθηνός εντυπωσιασμός. Οι κινήσεις που μπορεί να εκτελέσει ο παίκτης είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο Μιγιαζάκι είναι της σχεδιαστικής λογικής του «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ», ο οποίος προσκαλεί τον παίκτη να συμπληρώσει με τη φαντασία του τα κενά της ιστορίας που παρακολουθεί, καθώς και να χρησιμοποιήσει με σύνεση τα εργαλεία που έχει στα χέρια του ώστε να ενισχύσει την εμπειρία που βιώνει.
Στην περίπτωση των Nioh της Team Ninja, τα πράγματα είναι σαφώς πιο απλά και κατανοητά. Σε αντίθεση με τα Soulsborne, ο σχεδιασμός των επιπέδων στα Nioh είναι σχεδόν απλοϊκός και η σύνδεση των περιοχών είναι εμφανής από το πρώτο λεπτό, χωρίς να αφήνει πολλά στην φαντασία του παίκτη. Σύμφωνα με έρευνες, κανένας δεν έμεινε έκπληκτος, ούτε ένοιωσε θαυμασμό από τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους οι περιοχές στα Nioh. Ούτε κατά διάνοια δεν πλησιάζουν τον αριστοτεχνικό τρόπο με τον οποίο η μία περιοχή διαδέχεται την άλλη στα Soulsborne. Αν μου επιτρέπετε θα τολμούσα να γράψω ότι η προσέγγιση της Team Ninja είναι πιο «τουριστική» από αυτή της From Software, καθώς αρκείται στο να παρουσιάζει όμορφα τοπία και εικόνες μίας φανταστικής/μυθικής μεσαιωνικής Ιαπωνίας, πλημμυρισμένες με τα χρώματα της ιαπωνικής υπαίθρου.
Ωστόσο, δεν γίνεται να μην διακρίνουμε ότι η σειρά της Team Ninja διακατέχεται από το πνεύμα του πολεμιστή-νίνζα, του θρυλικού Ρίου Χαγιαμπούσα, του πρωταγωνιστή της εμβληματικής σειράς Ninja Gaiden της νεότερης που δημιούργησε ο πολύς Τομονόμπου Ιταγκάκι. Αντίθετα με τα όσα έχουμε δει στα παιχνίδια της From Software, ο πολεμιστής των Nioh μάχεται λες και τον έχει εκπαιδεύσει ο ίδιος ο Ρίου Χαγιαμπούσα. Από την πρώτη στιγμή, η Team Ninja γνώριζε ότι για να σταθεί το παιχνίδι της στα δικά του πόδια θα έπρεπε να έχει τη δική του ταυτότητα, τη δική του προσωπικότητα ώστε να μη μείνει στη συνείδηση του καταναλωτή ως ένας ακόμη κλώνος του Dark Souls. Και αυτό το κατάφερε δανειζόμενη στοιχεία από τον αλάνθαστο τρόπο μάχης που πρώτος εισήγαγε ο μαυροφορεμένος νίνζα των σύγχρονων Ninja Gaiden.
Τόσο ο Γουίλιαμ (ο πρωταγωνιστής του πρώτου Nioh), όσο και ο/η Χίντε (o πρωταγωνιστής του δεύτερου Nioh) είναι ταχύτατοι πολεμιστές και είναι ικανοί να χειρίζονται μία σειρά από διαφορετικά φονικά όπλα, όπως απλές κατάνα, μεγάλες κατάνα, δόρατα, σετ δρεπανιών με αλυσίδα, διπλά σπαθιά και τσεκούρια, όπως ακριβώς έκανε και ο Χαγιαμπούσα πριν από αυτούς, στα Ninja Gaiden. Ο τρόπος που μάχονται, κινούνται στο χώρο και αποφεύγουν τα αντίπαλα χτυπήματα, παραπέμπουν ευθέως στο δημιούργημα του Ιταγκάκι. Η ταχύτητα των κινήσεων σε συνδυασμό με την προσθήκη των τεσσάρων πολεμικών στάσεων και το άγχος για τη σωστή διαχείριση της μπάρας Κι, συνθέτουν ένα απολαυστικό σύστημα μάχης που προσφέρει ευελιξία και δίνει λύση σε διάφορα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν κατά τη διάρκεια της μάχης με απλούς κακούς και αφεντικά. Οι τρεις πρώτες πολεμικές στάσεις αντιπροσωπεύουν τα τρία επίπεδα στα οποία ο παίκτης μπορεί να εστιάσει τα χτυπήματά του: μία στάση για χαμηλά χτυπήματα, μία για τα χτυπήματα στη μέση και μία για τις επιθέσεις στα υψηλά πατώματα (η τέταρτη στάση μας αφήνει να πολεμήσουμε με γυμνά χέρια). Η επιλογή της κατάλληλης πολεμικής στάσης είναι ζωτικής σημασίας διότι μπορούμε να πλήξουμε άμεσα τα αδύνατα σημεία αντιπάλου μας (είτε αυτά βρίσκονται στα πόδια του, είτε στον κορμό του, είτε στο κεφάλι του) ώστε να εξοικονομήσουμε ένα σημαντικό μέρος από την Ενέργεια Κι. Η Κι είναι το αντίστοιχο της Stamina από τα Soulsborne και λειτουργεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή κάθε φορά που χρησιμοποιούμε το όπλο μας, εξαπολύουμε τα μαγικά μας ή εκτελούμε την κίνηση αποφυγής, σπαταλούμε ένα μέρος από τη μπάρα Κι. Όπως ακριβώς συμβαίνει στα παιχνίδια της From Software, έτσι και εδώ ο μηδενισμός της μπάρας και χρόνος που μεσολαβεί μέχρι να γεμίσει ξανά, αρκούν για να μας βάλουν σε μπελάδες, ειδικά όταν τα βάζουμε με εχθρούς πιο ψηλούς και πιο δυνατούς από τον χαρακτήρα που ελέγχουμε. Η προσθήκη των πολεμικών στάσεων (κάθε μία με τις δικές τις συνδυαστικές κινήσεις) δίνει βάθος στο σύστημα μάχης και κάνει τις μάχες με τα κακά πνεύματα ακόμα πιο διασκεδαστικές.
Στα της συλλογής, το πακέτο περιλαμβάνει τα δύο Nioh που κυκλοφόρησαν πριν από καιρό για το PS4, μαζί με όλα τα πακέτα επέκτασης που δημιούργησε για χάρη τους η Koei Tecmo. Τα δύο παιχνίδια δεν διαφέρουν δραματικά σε επίπεδο μηχανισμών, κινήσεων και σχεδιασμού των επιπέδων. Θα έλεγα ότι προσφέρουν μία σχεδόν πανομοιότυπη εμπειρία – με την καλή έννοια, καθώς το Nioh 2 ακολουθεί τους κανόνες μίας παραδοσιακής συνέχειας, όπως τις έφτιαχναν οι εταιρείες πριν από πολλά χρόνια. Κοινώς, το Nioh 2 είναι ένα ελαφρώς βελτιωμένο Nioh, με μερικά εξτραδάκια. Χωρίς επαναστατικές διαθέσεις και δίχως να παρεκκλίνει από τη βασική συνταγή του επιτυχημένου πρώτου παιχνιδιού της σειράς. Αναλυτικά για το Nioh μπορείτε να διαβάσετε την παρουσίαση από τον Φωκίωνα ώστε να επικεντρωθούμε στο Nioh 2. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα δύο παιχνίδια της σειράς είναι ότι στο δεύτερο ο ήρωας που ελέγχουμε μπορεί να μεταμορφώνεται σε πανίσχυρο δαίμονα. Για ένα μικρό αλλά καθόλου αμελητέο χρονικό διάστημα – και με την προϋπόθεση ότι η μπάρα Yokai είναι γεμάτη, μπορούμε να αφυπνίσουμε το δαίμονα που κρύβει ο χαρακτήρας μας, μετατρέποντάς τον σε μία ασταμάτητη πολεμική μηχανή που καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά της. Και φυσικά, δίχως να λογαριάζει το μέγεθος του αντιπάλου που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Πρόκειται για μία εξαιρετική λύση ανάγκης, ειδικά στην περίπτωση των αφεντικών, τα οποία, όπως και στο πρώτο παιχνίδι, δεν είναι διατεθειμένα να καταθέσουν εύκολα τα όπλα για να υποταχτούν έτσι απλά στον σαμουράι. Εξίσου σημαντική είναι και η Burst Counter, μία αμυντική κίνηση με τον οποία μπορούμε να αποκρούσουμε την ισχυρή επίθεση οποιουδήποτε δαίμονα, αναγκάζοντάς τον να χάσει την ισορροπία του. Η χρήση της κίνησης αυτής μάς επιτρέπει να του καταφέρουμε μερικά καλά χτυπήματα, δίχως αυτός να προβάλει αντίσταση. Όπως και να ‘χει, πρόκειται για δύο πάρα πολύ χρήσιμες τεχνικές που θα σάς ξελασπώσουν αρκετές φορές μέσα στο παιχνίδι.
Στην περίπτωση του The Nioh Collection, τα πράγματα είναι απλά. Είναι το ιδανικό πακέτο για τις φίλες και τους φίλους που προσπέρασαν τα δύο παιχνίδια της συλλογής, όταν αυτά κυκλοφόρησαν για το PS4. Ιδανικό γι’ αυτούς που θέλουν να σβήσουν τη δίψα τους για περισσότερο Ninja Gaiden. Ακόμα και γι’ αυτούς που έχουν επιθυμήσει τα Onimusha. Μα, πάνω απ’ όλα, για όσους θέλουν να απολαύσουν έναν χορταστικό τίτλο, με αναρίθμητες εντυπωσιακές αναμετρήσεις με δαίμονες διαφόρων μεγεθών και διαστάσεων, ένα καταπληκτικό σύστημα μάχης με απύθμενο βάθος και ποικιλία, και λάφυρα που θα ζήλευε ακόμα και το Diablo II.