Δεν νοείται να είσαι gamer που έχει περάσει την δεκαετία 2000 – 2010 και να μην έχεις μια θέση στην καρδιά σου για την Harmonix. Ακόμη θυμάμαι την πρώτη φορά που έπιασα την κιθάρα του Guitar Hero στα χέρια μου, στο σπίτι του – τότε αρχισυντάκτη του Gamelife – Φωκίωνα Χαροκόπου και η συνειδητοποίηση του τι μπορεί να σου προσφέρει εκείνο το πλαστικό μουσικό όργανο, σε συνέργεια με το διαβολικά απλοϊκό, διαβολικά ιδιοφυές κόνσεπτ του παιχνιδιού, ήταν μια από αυτές τις συγκλονιστικές «πρώτες σου φορές», μια εμπειρία που όσο και να ξεπεραστεί στη συνέχεια, δεν ξεχνιέται ποτέ. Η Harmonix βέβαια δεν σταμάτησε ποτέ στο Guitar Hero. Αντίθετα, συνέχισε με το Rock Band, και – κατά την άποψή μου – έφτασε στο απόγειό της με το Beatles Rock Band, ένα παιχνίδι που συνδύαζε την τεχνογνωσία και το μεράκι της ομάδας ανάπτυξης σε ό,τι αφορά τη μουσική και τη βιομηχανία της, με την μουσική κληρονομιά ενός από τα σημαντικότερα μουσικά συγκροτήματα που είχαμε την τύχη να ακούσουμε ποτέ. Από τότε, κάθε επόμενος τίτλος φαινόταν και μια αποτυχημένη προσπάθεια να πλησιαστεί αυτή η κορυφή. Δεν είναι πως το αμερικάνικο στούντιο σταμάτησε να κυκλοφορεί ποιοτικές δημιουργίες. Ωστόσο, αυτές οι δημιουργίες είναι πάντα άρρηκτα συνδεδεμένες με το υλικό πάνω στο οποίο έχουν βασιστεί. Και όσο και να προσπαθείς να προσφέρεις ανάλογες εμπειρίες στο κοινό σου, δεν είναι εύκολο να ξεπεράσεις τη στιγμή που βρίσκεσαι να σολάρεις με το μπάσο του ΜακΚάρτνεϋ σε κάποιο από τα κλασικά τραγούδια των Σκαθαριών.
Μπορεί λοιπόν το Fuser να μοιάζει εκ πρώτης όψεως με μια από τις υπόλοιπες κυκλοφορίες της Harmonix που είναι προορισμένες να «χάσουν» σε μια σύγκριση με τις πιο… ροκ δημιουργίες της, η αλήθεια είναι ωστόσο πως η κυκλοφορία του παιχνιδιού συμπίπτει με αυτή την παρατεταμένη καραντίνα που ο πλανήτης βιώνει σε συλλογικό επίπεδο. Έτσι, το Fuser μπορεί να είναι και ένας από τους ελάχιστους τρόπους για να «βιώσει» κανείς αυτή τη στιγμή, έστω και με εικονικό τρόπο, την ατμόσφαιρα και την εμπειρία ενός φαντασμαγορικού μουσικού φεστιβάλ – μια συνθήκηπου μπορεί να επηρεάσει τις εμπορικές προοπτικές του τίτλου. Το Fuser είναι λοιπόν ένα παιχνίδι που καλείσαι να παριστάνεις τον DJ, παίζοντας μουσική σε τεράστιες, πολύχρωμες μουσικές σκηνές, βγαλμένες από μια καρτουνίστικη εκδοχή ενός Tommorowland (ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής του πλανήτη, που γίνεται κάθε χρόνο στο Βέλγιο). Όπως και στα περισσότερα παιχνίδια του στούντιο, υπάρχει μια κεντρική καμπάνια, με μια τυπική «ιστορία» που αφηγείται την άνοδο του παίκτη στη διεθνή μουσική σκηνή. Αντίθετα όμως με τα περισσότερα Rock Band και Guitar Hero, η καμπάνια εξελίσσεται σε έναν παρατεταμένο οδηγό χρήσης του παιχνιδιού. Η διαφορά με εκείνους τους τίτλους είναι πως το gameplay των Guitar Hero ήταν βασισμένο σε μια πολύ απλή αρχή: το να πατήσεις στο σωστό χρόνο, το σωστό πλήκτρο στην κιθάρα σε συνδυασμό με τη «χορδή» που είχε πάνω το πλαστικό μουσικό όργανο του παιχνιδιού. Από εκεί και έπειτα, αυξανόταν διαδοχικά η πολυπλοκότητα των μοτίβων που έβλεπες στην οθόνη σου, καθώς και οι απαιτήσεις για την ταχύτητα και τα αντανακλαστικά σου. Το Fuser ξεκινάει με την ίδια αρχή (τέσσερα χρωματιστά πικάπ που αντιστοιχούν σε τέσσερα διαφορετικά κουμπιά), ξεφεύγει όμως πολύ γρήγορα στις απαιτήσεις και την πολυπλοκότητά του. Η μουσική ενός DJ δεν ήταν ποτέ θέμα ταχύτητας ή αντανακλαστικών, αλλά του ταλέντου και τις ικανότητας να συνταιριάζεις πολλά διαφορετικά τραγούδια, ή/και διαφορετικά είδη μουσικής, και να κατευθύνεις τα συναισθήματα του πλήθους μέσα από μια μουσική «παράσταση». Αυτό το γεγονός καθιστά το Fuser λιγότερο προσβάσιμο από τα περισσότερα μουσικά παιχνίδια, και για αυτό η καμπάνια αναλαμβάνει να σε εισάγει, επίπεδο με επίπεδο, σε όλα τα εργαλεία που θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσεις, και σε όλες τις βασικές αρχές που θα πρέπει να μάθεις, προκειμένου να στήσεις αυτή τη μουσική παράσταση χωρίς παραφωνίες, λάθη, και κακές μείξεις.
Όλη η κεντρική καμπάνια λοιπόν αναλώνεται στο να σου διδάξει πως να δημιουργείς σωστά, ενώνοντας ένα τμήμα ενός τραγουδιού με διαφορετικό τμήμα από ένα άλλο (για παράδειγμα τα φωνητικά ενός τραγουδιού ραπ με τα κρουστά ενός τραγουδιού ροκ), πως να κάνεις τις σωστές μεταβιβάσεις ή να προσθαφαιρείς τμήματα από τραγούδια για να χτίσεις μομέντουμ, τι εφέ να προσθέσεις, πότε να ξεκινήσεις ή να σταματήσεις, κοκ. Κυριολεκτικά μαθαίνεις πως να συνδυάζεις αυτές τις διαφορετικές τεχνικές σε όλη τη διάρκεια της καμπάνιας, ενώ παράλληλα καταλαβαίνεις και πως να διαχειρίζεσαι το πλήθος και τις μουσικές επιταγές του. Μέχρι το τέλος της καμπάνιας, έχεις διδαχθεί μέχρι και πως να φτιάχνεις τις δικές σου λούπες και να χρησιμοποιείς μουσικά όργανα για να βελτιώσεις τις μίξεις σου. Όλα τα παραπάνω, συνοδευόμενος πάντα από ένα ρόστερ περιφερειακών χαρακτήρων (ατζέντηδων, παραγωγών, κτλ) που είναι εκεί για να προσθέσουν στην ατμόσφαιρα και να «δέσουν» τα επίπεδα και με μια ιστορία, αλλά στην πλειοψηφία τους είναι περσόνες αχώνευτες και εκνευριστικές, που εύχεσαι να μην υπήρχαν καν στο παιχνίδι. Δεν έχω αναμνήσεις από τους χαρακτήρες των προηγούμενων τίτλων της Harmonix, αλλά αυτοί εδώ είναι οι χειρότεροι που θυμάμαι σε παιχνίδι μουσικής. Το μεγάλο πρόβλημα σε όλα αυτά πάντως είναι η προσβασιμότητα και ο συνδυασμός gameplay και διασκέδασης. Το Guitar Hero έκανε κλικ στα πρώτα δευτερόλεπτα. Αν και οι νότες ήταν ήδη εκεί, η απλότητα του gameplay σου επέτρεπε να οικειοποιηθείς το κάθε τραγούδι πατώντας μερικά πλήκτρα και έτσι ερχόταν γρήγορα το μεγάλο κατόρθωμα του παιχνιδιού, η ικανότητά του να σε μεταμορφώνει σε λίγα λεπτά και με κάποια εξάσκηση, σε ένα μουσικό βιρτουόζο. Το Fuser λειτουργεί ακριβώς ανάποδα (κάτι οξύμωρο αν αναλογιστεί κανείς την προσβασιμότητα στα δύο διαφορετικά είδη «παιξίματος» μουσικής): σου ζητάει να αφιερώσεις χρόνο, να εξοικειωθείς με τις τεχνικές του, και η πραγματική διασκέδαση έρχεται με τη μάθηση και τη συνειδητοποίηση του πως όλο αυτό το σετ εργαλείων μπορεί να σε κάνει να δημιουργήσεις μια ενδιαφέρουσα μείξη.
Αν η κεντρική καμπάνια είναι ένα πέρασμα που πρέπει να κάνουν όλοι οι παίκτες, τα υπόλοιπα modeείναι εκείνα με τα οποία θα ασχοληθούν τις περισσότερες ώρες, όσοι συνεχίσουν τη διαδρομή τους στο παιχνίδι. Υπάρχει το Freestyle mode, όπου προφανώς μπορείς να φτιάξεις ανενόχλητος τη δική σου μείξη, online multiplayer παιχνίδια, τόσο co-op (τέσσερις παίκτες αναλαμβάνουν με τη σειρά να δημιουργήσουν μια μείξη) όσο και μάχες μεταξύ παικτών (ποιος θα κάνει πιο γρήγορα και πιο πετυχημένα μια μείξη, με βάση τις οδηγίες του παιχνιδιού), εβδομαδιαίες προκλήσεις και ένα ολόκληρο κοινωνικό δίκτυο, στημένο από τη Harmonix προκειμένου να μπορούν οι χρήστες να προωθούν τα δημιουργήματά τους και να ανταλλάζουν ιδέες. Απουσιάζει ωστόσο οποιαδήποτε δυνατότητα για τοπικό multiplayer, κάτι που δημιουργεί ένα ακόμη οξύμωρο για το Fuser: είναι ένα παιχνίδι μουσικής χωρίς τη δυνατότητα να παίξεις με άλλους παίκτες στον ίδιο χώρο. Όλα αυτά τελικά κάνουν τις συγκρίσεις του Fuser με τις διάσημες σειρές της Harmonix, λίγο άστοχες. To Fuser είναι ένα λιγότερο άμεσο, λιγότερο διασκεδαστικό παιχνίδι από τα Guitar Hero και Rock Band. Υποψιάζομαι πως έχει τη δυνατότητα να προσφέρει ωστόσο πιο ιδιαίτερες, δημιουργικές στιγμές, σε όσους το αγκαλιάσουν και επενδύσουν πάνω του. Ελπίζω να δημιουργηθεί η κοινότητα που θα το στηρίξει γιατί το Fuser έχει τις προοπτικές να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που φαίνεται να είναι τώρα – ένας τίτλος ιδανικός για επίδοξους gamer DJ, που κινδυνεύει όμως να περάσει γρήγορα στην αφάνεια.