Δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Πριν την γέννηση του κινηματογραφικού σύμπαντος της Μάρβελ, του MCU δηλαδή, και πολύ πριν την εμφάνιση των κινηματογραφικών X-Men του Μπράιαν Σίνγκερ και του Σπάιντερ-Μαν του Σαμ Ράιμι, οι ταινίες με πρωταγωνιστές του ήρωες που βγήκαν από τα κόμιξ της Μάρβελ ήταν μία πραγματικά πονεμένη ιστορία. Φθηνές παραγωγές – μεταφορικά και κυριολεκτικά, με σχεδόν ανύπαρκτες αξίες παραγωγής, με κακογραμμένα σενάρια και σκηνές δράσης που προκαλούσαν γέλιο – ενίοτε και θλίψη, αδυνατούσαν να αποτυπώσουν το ύφος των ιστοριών, τα κοστούμια και τις υπερδυνάμεις αυτών των θαυμαστών ηρώων της Ένατης Τέχνης, τόσο στη μικρή, όσο και στη μεγάλη οθόνη. Ε, λοιπόν, το Marvel’s Avengers των Square Enix, Crystal Dynamics και Eidos, δεν θυμίζει σε τίποτα τις λαμπρές στιγμές του MCU και ούτε καν τις ατυχείς στιγμές αυτού, όπως τα Άιρον Μαν 2 και Θορ: Ο Σκοτεινός Κόσμος. Αντιθέτως, η μόνη ταινία προ MCU που ομοιάζει με το παιχνίδι της Crystal Dynamics και των συνεργατών της, είναι εκείνη με πρωταγωνιστή τον Κάπταιν Αμέρικα με τα πλαστικά αυτιά που προβλήθηκε το 1990. Ναι, η εικόνα που παρουσιάζουν οι Εκδικητές της Square Enix θυμίζει τα πέτρινα χρόνια των κινηματογραφικών σούπερ ηρώων.
Επί της ουσίας, οι νέοι Εκδικητές είναι ένα τρισδιάστατο beat ‘em up/looter, στο ύφος του σύγχρονων looter shooter που κυριαρχούν στην αγορά των βιντεοπαιχνιδιών τα τελευταία χρόνια, αποτυγχάνοντας, ωστόσο, να αντιγράψει τα παιχνίδια που διαπρέπουν στη συγκεκριμένη κατηγορία. Το Marvel’s Avengers θα ήθελε πολύ να είναι ένα νέο Destiny, αλλά δεν είναι. Θα ήθελε πολύ να προσφέρει το πλήθος και το εύρος των λαφύρων που δίνουν απλόχερα τα Borderlands, αλλά δεν το καταφέρνει. Όπως, επίσης, θα ήθελε να διαθέτει την απλότητα των μηχανισμών και το πλούσιο περιεχόμενο ενός Diablo III (το λες και shooter με τα τόσα πράγματα που εκτοξεύουν χαρακτήρες όπως η Μάγισσα, ο Νεκρομάντης και ο Γιατρός-Μάγος), αλλά δεν διαθέτει τα ανάλογα προσόντα για να πετύχει κάτι τέτοιο. Αν αφήσουμε στην άκρη τα θέλω του νέου παιχνιδιού της Crystal Dynamics, αυτό που μένει είναι μία απόλυτα επίπεδη και μονότονη εμπειρία, υπερηρωικών διαστάσεων.
Γι’ αυτήν την εικόνα, μερίδιο ευθύνης φέρει η δομή των αποστολών που καλούνται να ολοκληρώσουν οι Ισχυρότεροι επί της Γης. Το σχεδιαστικό μοτίβο που ακολουθούν, γίνεται άμεσα αντιληπτό μέσα στο πρώτο δίωρο ενασχόλησης με το παιχνίδι: είτε πρόκειται για μάχες που διεξάγονται σε εσωτερικούς χώρους, είτε εξωτερικά, οι Εκδικητές καλούνται να αντιμετωπίσουν τους ίδιους αντιπάλους ξανά και ξανά, μέχρι τελικής πτώσης. Ανάμεσα στις μάχες μεσολαβούν νεκρά διαστήματα, κατά τα οποία ο παίκτης μετακινείται από το ένα σημείο στο άλλο, ενώ υπάρχει και μία υποψία από παιχνίδια πλατφόρμας, στο ύφος των Uncharted, αλλά και πάλι, πολύ λαίτ. Και το χειρότερο, ότι η μανιέρα αυτή επαναλαμβάνεται με την ίδια συχνότητα που εμφανίζονται οι δυο-τρεις κατηγορίες εχθρών. Και όταν γράφω ότι οι κακοί ανήκουν σε δυο-τρεις κατηγορίες, κυριολεκτώ. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν εκείνοι που απλά υπάρχουν για να υπάρχουν. Δεν δημιουργούν προβλήματα, ακόμα κι όταν επιτίθενται κατά κύματα, και πέφτουν με ένα-δυο χτυπήματα. Στη δεύτερη κατηγορία, συναντούμε τους εχθρούς/σπόγγους που χρειάζονται να μαζέψουν αρκετές μπούφλες πριν εγκαταλείψουν τα εγκόσμια. Στην Τρίτη, ανήκουν οι ελάχιστοι, στον αριθμό, αρχηγοί οι οποίοι, πέρα από τον διευρυμένο αριθμό επιθέσεων που διαθέτουν, δεν διαφέρουν και πολύ από τους κακούς της δεύτερης κατηγορίας. Ωστόσο, το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι δεν προσφέρουν την πρόκληση που θα περίμενε κανείς από ένα παιχνίδι του είδους. Ναι, μπορεί να ώρες-ώρες να γίνονται εκνευριστικοί επειδή χρειάζονται μεγάλο αριθμό χτυπημάτων για να πέσουν, αλλά επί της ουσίας δεν αποτελούν απειλή για τους Εκδικητές.
Επίσης, είναι τόσο αδιάφοροι σχεδιαστικά, που δίνουν την εντύπωση ότι προέρχονται από άλλα παιχνίδια. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να προέρχονται είτε από κάποιο ακυκλοφόρητο G.I. Joe, είτε από τα σχεδιαστικά απορρίμματα της σειράς Halo. Ναι, οι κακοί στο Marvel’s Avengers είναι απελπιστικά απρόσωποι και αδιάφοροι, όσον αφορά το σχεδιασμό τους. Η ασύστολη ανακύκλωση υλικού και ιδεών (αρένες και πίστες που μοιάζουν μεταξύ τους, ελάχιστες σχεδιαστικές διαφορές ανάμεσα στους κακούς, αποστολές που απαιτούν να επαναλαμβάνεις διακρώς τα ίδια πράγματα), στερούν την ένταση και το ρυθμό που θα ήθελε να επιτύχει η Crystal Dynamics, κατά τη διάρκεια των αναμετρήσεων. Η επανάληψη μονότονων αναμετρήσεων και βαρετών εχθρών, «σκοτώνουν» τη ροή του παιχνιδιού και μαζί την όποια διάθεση έχει ο παίκτης για να συνεχίσει στα επόμενα επίπεδα. Απουσιάζουν η φαντασία, η δημιουργικότητα και η ποικιλία. Το να αντιμετωπίζεις τρεις φουρνιές από τους ίδιους εχθρούς, να υπερασπίζεσαι για δύο λεπτά ένα κομπιούτερ και να έχεις να πατήσεις τέσσερις διακόπτες όλους κι όλους σε μία ολόκληρη την αποστολή, ξανά και ξανά, μέχρι το τέλος, ε, ας πούμε ότι δεν κατατάσσουν τη νέα περιπέτεια των Εκδικητών στις πιο συναρπαστικές της κατηγορίας. Αυτό που μένει στο τέλος, είναι ένα προϊόν αγγαρείας και βαρεμάρας και τίποτα περισσότερο.
Τα παραπάνω αρνητικά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού τονίζονται ακόμα περισσότερο, εξαιτίας του μονότονου και βαρετού συστήματος μάχης. Εκ πρώτης όψεως, στον τομέα αυτό, το Marvel’s Avengers παραπέμπει στο God of War, στην πραγματικότητα, όμως, μοιάζει περισσότερο με το Sonic Unleashed. Από το σύστημα μάχης των Εκδικητών απουσιάζει η ευρηματικότητα του αντίστοιχου συστήματος από το Marvel’s Spider-Man της Insomniac, η δημιουργικότητα και η φαντασία του συστήματος μάχης της σειράς Batman Arkham, στοιχεία που έκαναν τα δύο παραπάνω υπερηρωικά βιντεοπαιχνίδια τόσο απολαυστικά και διασκεδαστικά. Εδώ, οι συνδυασμοί κινήσεων είναι ελάχιστοι και επαναλαμβανόμενοι, ενώ οι επιλογές σε άμυνα και επίθεση, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η έλλειψη βάθος και ποικιλίας μετατρέπουν τις αναμετρήσεις με τους κακούς του παιχνιδιού σε ανιαρή διαδικασία. Οι Κάπταιν Αμέρικα, Μαύρη Χήρα, Μις Μάρβελ, Χαλκ, Θορ και Άιρον Μαν μάχονται με πανομοιότυπο τρόπο, οι επιθέσεις τους να προκαλούν την ίδια ακριβώς ζημιά στους αντιπάλους, όλοι τους δέχονται την ίδια ακριβώς ζημιά, είτε μιλάμε για τη μικροκαμωμένη Καμάλα Καν, είτε για τον θηριώδη Χάλκ. Το μοναδικό στοιχείο που τους διαφοροποιεί, είναι οι ειδικές κινήσεις που έχει στη διάθεσή του κάθε σούπερ ήρωας. Για παράδειγμα, ο Άιρον Μαν εκτοξεύει ριπές από τα χέρια και το στήθος του, ο Χαλκ μπορεί να δημιουργεί φονικά ωστικά κύματα χτυπώντας τα δυο του χέρια, ο Κάπταιν μπορεί να χρησιμοποιεί την ασπίδα του σαν φρίσμπι, κ.ο.κ. Κατά τ’ άλλα, οι απλές επιθέσεις των Εκδικητών είναι αργές, μονότονες και κουραστικές. Ώρες-ώρες νομίζεις ότι οι Ισχυρότεροι επί της Γης μάλλον πιάστηκαν έπειτα από πολύωρη προπόνηση στο γυμναστήριο, γι’ αυτό και δεν αποδώσουν τα μέγιστα στο πεδίο της μάχης. Οι αργές και επαναλαμβανόμενες κινήσεις των ηρώων μας, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο αριθμό επιθέσεων που διαθέτουν στο οπλοστάσιό τους, στερούν από τον παίκτη την ευκαιρία να διασκεδάσει δέρνοντας κόσμο και κοσμάκη με τους Εκδικητές της Μάρβελ.
Αν Marvel’s Avengers είχε κυκλοφορήσει την ίδια χρονική περίοδο με το Avengers: Endgame, θα ήταν άλλο ένα αδιάφορο movie tie-in. Αλλά και χωρίς να συνοδεύει κάποια ταινία, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια της ιαπωνικής εταιρείας να εκμεταλλευτεί ευκαιριακά την εμπορικότητα των κινηματογραφικών Εκδικητών, χωρίς να κοπιάσει γι’ αυτό. Η Crystal Dynamics υπέπεσε σε πολλά σφάλματα όσον αφορά το σχεδιασμό του παιχνιδιού και δεν εκμεταλλεύτηκε το υλικό που είχε στα χέρια της, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να δημιουργήσει μία ανεπανάληπτη εμπειρία με πρωταγωνιστές τους αγαπημένους σούπερ ήρωες. Η συνολική εικόνα του παιχνιδιού δεν είναι καλή. Ούτε και η εμπειρία που προσφέρει. Το Marvel’s Avengers είναι ένα προχειροφτιαγμένο παιχνίδι, γεμάτο από βαρετές και επαναλαμβανόμενες αποστολές, με ένα ρηχό σύστημα μάχης που ούτε διασκεδάζει, ούτε επιβραβεύει τον δημιουργικό παίκτη. Είναι ένα κάτω του μετρίου beat ‘em up που δεν μπορεί να συγκριθεί με παραγωγές όπως το Spider-Man της Insomniac, τα Batman Arkham της Rocksteady και τα Yakuza της SEGA. Μα, τον Όντιν, δεν πλησιάζει καν τα παλιά, δισδιάστατα beat ‘em up από την εποχή των δεκαεξάμπιτων συστημάτων. Γι’ αυτό λοιπόν, ας αναφωνήσουμε: Avengers, DISASSEMBLED!