Super Mario Bros, Super Mario Bros 2, Super Mario Bros 3 εναντίον των Super Mario 64, Super Mario Sunshine, Super Mario Galaxy. Aφετηρίες διαφορετικές, διαδρομές παράλληλες, αποτελέσματα πανομοιότυτα. Τα πρώτα μια «Γένεσις», μια ζωηρή, εκθαμβωτική πινελιά πάνω σε ένα λευκό καμβά. Η φόρμα, το καλούπι, το λαμπρό παράδειγμα γύρω από το οποίο κατέληξε να χορεύει γαϊτανάκι, μια ολόκληρη βιομηχανία. Τα μεσαία, μια αναπάντεχη δημιουργική και εμπορική οπισθοχώρηση. Ενδιαφέροντες αλλά εν τέλει αποτυχημένοι πειραματισμοί, αδυναμία να αφουγκραστεί ο παλμός των οπαδών, και κυρίως να εκπληρωθούν οι δυσθεώρητες προσδοκίες που δημιούργησαν οι προκάτοχοί τους. Και τα τρίτα, μια θριαμβευτική, ολική επαναφορά. Παιχνίδια επικής ατμόσφαιρας, αστείρευτης ποιότητας, με ένα φαντασμαγορικό σχεδιασμό που διέθετε τόση αυτοπεποίθηση για τη διασκέδαση που μπορεί να προσφέρει στους παίκτες, που οι τίτλοι (ξανά) σφράγισαν τη θέση του Super Mario ως ένα από τα κορυφαία franchise του gaming,στη γενιά που κυκλοφόρησαν. Ακόμη και αν αφήσουμε τη σημειολογική ανάλυση στην άκρη, η ουσία παραμένει η ίδια: αυτοί οι έξι τίτλοι, έγιναν για τη Nintendo οι ιδανικές ανασκοπήσεις της τροχιάς του καρτουνίστικου σούπερ σταρ της σε δύο διαφορετικά πλάνα, το δισδιάστατο και το τρισδιάστατο. Αν δε το πρώτο Super Mario All Stars κυκλοφόρησε χωρίς κάποια ιδιαίτερη αφορμή, το Super Mario 3D All-Stars επιλέχθηκε, με κάθε επισημότητα, να εκπροσωπήσει αυτή την εορταστική ανασκόπηση, πάνω στην επέτειο των 35 χρόνων από την άφιξη του υδραυλικού στις οθόνες μας.

Με βάση τα παραπάνω λοιπόν, το βασικό μειονέκτημα του Super Mario 3D All-Stars γίνεται πολύ γρήγορα αντιληπτό, δεν είναι ωστόσο αυτό που μπορεί να περιμένετε – και που ήδη μπορεί να έχετε δει σε διάφορα άρθρα ή διαδικτυακές συζητήσεις. Η αρνητική κριτική που αναπαράγεται τις τελευταίες ημέρες, είναι ότι οι τίτλοι δεν «φρεσκαρίστηκαν» αρκετά, δεν επανασχεδιάστηκαν όπως για παράδειγμα οι πρόσφατες συλλογές Spyro the Dragon και Crash Bandicoot. Η αλήθεια είναι όμως πως η Nintendo αντιμετώπισε τη μεταφορά των τίτλων σε μία συλλογή, με τη λογική του remastering. Ανέλαβε δηλαδή να μεταφέρει τα παιχνίδια στο Switch με ελάχιστες αισθητικές (αναπαραγωγή σε αναλύσεις HD, μεγαλύτερη ευκρίνεια σε κάποιες υφές στο Super Mario 64, widescreen για το Super Mario Sunshine) και πρακτικές (ο χειρισμός με τους αισθητήρες κίνησης ή τον pointer του Wiimote στο Super Mario Galaxy έχουν μεταφραστεί σε πατήματα της οθόνης αφής όταν το Switch είναι undocked ή όταν χρησιμοποιείται το Switch Lite) προσαρμογές. Κατά τα άλλα, γραφικά, ήχος, χειρισμός, περιεχόμενο, έμειναν απαράλλακτα. Η προσέγγιση από μόνη της δεν είναι προβληματική – αντίθετα είναι μια εντελώς λογική (και παντελώς αναμενόμενη) διαχείριση μιας τριάδας τίτλων που θεωρούνται από τους πιο σημαντικούς στην ιστορία της Nintendo, ή/και γενικότερα της βιομηχανίας. Μια τριλογία Super Mario δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει την ίδια διαχείριση με μια τριλογία Crash Bandicoot ή Spyro the Dragon, όταν μόνο του το Super Mario 64 διαθέτει μεγαλύτερο ειδικό βάρος από την πλειοψηφία των τίτλων των δύο «ανταγωνιστικών» franchise, ή όταν το Super Mario Galaxy καταλήγει να στέκεται αγέρωχο ανάμεσα στα καλύτερα παιχνίδια αυτής της γενιάς.
Φυσικά, αυτή η πραγματικότητα δεν αναιρεί το αρνητικό γεγονός πως η Nintendo επίλεξε να μην προσφέρει στους οπαδούς της και το Super Mario Galaxy 2, είτε για σημειολογικούς λόγους (ο τίτλος είναι υπερβολικά κοντά στο πρωτότυπο παιχνίδι και ως εκ τούτου δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να συνεισφέρει στην εξέλιξη του franchise), είτε και για λόγους οικονομίας, αφού μια χαρά είναι τα τρία παιχνίδια και γιατί να μην κρατήσουμε και κάτι για την επόμενη συλλογή, στα σαράντα χρόνια Super Mario; Όπως και να ‘χει, η απόφαση να προσφερθούν οι πρωτότυπες εκδοχές των παιχνιδιών, δεν είναι λανθασμένη. Αυτό που κατά την άποψή μου αμαυρώνει τις εντυπώσεις που σου αφήνει το Super Mario 3D All-Stars, είναι η συνειδητοποίηση του πόσο… φτωχή είναι η γιορτή που έστησε η ιαπωνική εταιρεία για τον εμβληματικό ήρωά της. Σε μια χρονιά που από σπόντα – λέγε με και πανδημία – δεν είδαμε ολόκληρο θεματικό πάρκο αφιερωμένο στον υδραυλικό να κάνει εγκαίνια στα Universal Studios σε Αμερική και Ιαπωνία, το να βλέπεις μια εορταστική συλλογή σαν και τούτη εδώ, να συνοδεύεται από ένα χαρακτηριστικό… τίποτα πέρα από μια επιλογή για αναπαραγωγή των επίσημων soundtrack των παιχνιδιών μπορεί να σου αφήσει μόνο αισθήματα απογοήτευσης. Μικρότερου βεληνεκούς εταιρείες, με δραματικά λιγότερο σημαντικά franchise και πόρους στη διάθεσή τους, έχουν προσφέρει αξιοζήλευτες επανεκδόσεις με πληθώρα περιφερειακού υλικού. Τίτλοι όπως το Super Mario 64 είναι πλέον αναπόσπαστα κομμάτια του ιστορικού παρελθόντος του gaming, και οι ιστορίες πίσω από τη δημιουργία του παιχνιδιού θα έπρεπε να βρίσκονται στο επίκεντρο σε τέτοιες περιστάσεις.

Όλα αυτά αναμενόμενα μας επιστρέφουν – με μια νότα απογοήτευσης – πίσω στα ίδια τα παιχνίδια. Εκεί, οι τρεις τίτλοι εκτελούν διαφορετικά χρέη και καταλήγουν να αφήνουν εντελώς διαφορετικές εντυπώσεις. Το Super Mario 64 είναι ο τίτλος που «πλήττεται» περισσότερο σαν εμπειρία, καθώς η απευθείας σύγκριση με τα άλλα δύο παιχνίδια το κάνει να δείχνει πιο γερασμένο από ποτέ. Ταυτόχρονα, είναι ίσως και πιο συγκλονιστική από ποτέ η συνειδητοποίηση πως αυτό το… template του τρισδιάστατου gaming πέτυχε τόσα πολλά, και τόσο αβίαστα, το 1996. Ναι, πολλές από τις αποστολές του παιχνιδιού είναι πλέον, εντελώς αναχρονιστικές. Ναι, η κάμερά του, σε σημερινή κυκλοφορία, θα ήταν αυτομάτως λόγος για την… ακύρωση του παιχνιδιού. Ο τρόπος με τον οποίο απλώνεται ωστόσο ο μικρόκοσμός του, οι ευφάνταστες εκπλήξεις και τα τερτίπια που σκαρφίστηκε η σχεδιαστική ομάδα, συνεχίζουν να αποτελούν πρότυπο ανοιχτόκοσμου σχεδιασμού. Αξίζει επίσης να ξοδέψεις λίγο χρόνο με το παιχνίδι μόνο και μόνο για να αφουγκραστείς πόσο έντονα αποτυπωμένα στο gameplay, είναι το πάθος και η διάθεση της σχεδιαστικής ομάδας να εξασφαλίσει πως η περιήγηση του Mario σε ένα τρισδιάστατο περιβάλλον, είναι μια εμπειρία που σου προκαλεί από μόνη της, ευφορία.
Το Super Mario Sunshine από την άλλη, παραμένει τόσα χρόνια μετά το «μαύρο πρόβατο» στη συλλογή τίτλων του υδραυλικού. Είναι σοκαριστικό να βλέπεις τόσες εκνευριστικές αποστολές, τόσες σχεδιαστικές ατέλειες σε υποτιθέμενο «πρωτοκλασσάτο» τίτλο, και υπενθύμιση πως ακόμη και οι καλύτερες ομάδες μπορούν να παράξουν προβληματικά έργα, όταν δεν δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος ανάπτυξης (είναι περιβόητη εκείνη η περίοδος της ιαπωνικής εταιρείας για τις «βιαστικές» κυκλοφορίες της, που οδήγησε και στα προβλήματα του The Legend of Zelda: The Wind Waker). Βέβαια, το Super Mario Sunshine μπορεί να περηφανεύεται πως περιέχει το περισσότερο, πιο απαιτητικό και πιο επιδέξιο platforming της συλλογής. Είναι ίσως η τελευταία φορά που ένα τρισδιάστατο Mario έδειξε τόση εμμονή στο platforming και όχι στην εξερεύνηση των επιπέδων. Το βασικό κόνσεπτ του παιχνιδιού παραμένει επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρον. Το επιπλέον σετ κινήσεων του υδραυλικού, με το σπρέι και το… τζετ νερού στην πλάτη του, είναι τελείως διαφορετικό από ό,τι είδαμε ποτέ στην ιστορία του franchise (και οι μηχανισμοί του εξαφανίστηκαν έκτοτε και αναδύθηκαν υπόπτως ξανά με το… Splatoon), ενώ η αισθητική του, ορισμένη εξ ολοκλήρου από το τροπικό περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζεται το παιχνίδι, κατάφερε να παραμείνει αναλλοίωτη στο χρόνο. Ανελέητο απέναντι στους λιγότερο καλούς παίκτες, με το πιο προκλητικά δύσκολο platforming στην τρισδιάστατη ιστορία της σειράς και μια προβληματική εμμονή στο να διαφοροποιηθεί σε σχέση με τον προκάτοχό του, είναι ένα τυπικό δεύτερο μέρος μιας τριλογίας, που περιμένει το «κλείσιμό» της για να σώσει τα προσχήματα.

Τέλος, το Super Mario Galaxy ήταν η απάντηση στο δημιουργικό άγχος της Nintendo για το πως θα καταφέρει να επαναφέρει τη χαμένη αίγλη του πιο πολύτιμου franchise της. Αυτή την απάντηση την είχε ο Γιοσιάκι Κοϊζούμι, χρησμένος διάδοχος του Σιγκέρου Μιγιαμότο, σκηνοθετώντας μια διαπλανητική υπερπαραγωγή που δεν δίστασε να θυσιάσει κομμάτια του σχεδιαστικού DNA της σειράς (όπως την ελευθερία στην εξερεύνηση ή το platforming), για χάρη του θεάματος. Το Super Mario Galaxy γίνεται έτσι το πρώτο πραγματικό μπλοκμπάστερ Mario: ο υδραυλικός ίπταται στο διάστημα ενώ θριαμβευτικά ορχηστρικά θέματα αναγγέλλουν την άφιξή του σε κάθε επίπεδο, διαγράφει τροχιές γύρω από πλανητοειδή παιχνιδίζοντας με τη βαρύτητα, ενώ μπροστά στα μάτια του παίκτη, δημιουργικές ιδέες που θα γέμιζαν ολόκληρα παιχνίδια αναλώνονται σε μία πρόκληση ή ένα επίπεδο, για να μην εμφανιστούν ποτέ ξανά. Είναι ένας τίτλος που αγγίζει τα όρια του επικού action adventure και αποτελεί μάλλον το πρώτο πραγματικό παιχνίδι AAA στη σύγχρονη ιστορία της Nintendo, παρεκκλίνοντας παράλληλα σε σχεδόν υπερβολικό βαθμό από τις σχεδιαστικές ρίζες του. Και αν τότε το παιχνίδι φαινόταν σαν όαση απέναντι στις αμέτρητες συλλογές από mini games και κλώνους του Wii Sports που είχαν κατακλύσει το Wii, σήμερα παραμένει μια γκραντιόζα επίδειξη δημιουργικότητας, θεαματικό και φρέσκο σαν να μην πέρασε μέρα από την κυκλοφορία του.
Εν τέλει, μαζί τα τρία παιχνίδια πετυχαίνουν, σε μια ανέμπνευστη συλλογή και χωρίς ιδιαίτερη υποστήριξη από τη Nintendo, να προσφέρουν μια φανταστική περιήγηση στην εξελικτική διαδρομή του Mario. Το Super Mario Galaxy παραμένει χάρμα οφθαλμών, ενώ οι άλλοι δύο τίτλοι, με τα σημάδια του χρόνου εμφανή πάνω τους, προσφέρουν απολαυστικές ματιές στο πως η μασκότ του gaming έτρεξε, σκόνταψε, χοροπήδησε και εν τέλει βρήκε το δρόμο της στις τρεις διαστάσεις, παραμένοντας επιδραστική και ταυτόχρονα διασκεδαστική. Γνωρίζουμε ήδη ότι η συνέχεια είναι λαμπρή για το διάσημο υδραυλικό, οπότε ας ελπίσουμε πως την επόμενη φορά που θα έχουμε να σχολιάσουμε το παρελθόν του, θα το κάνουμε με μια συλλογή αντάξια της ποιότητάς του.