Το να βλέπεις ένα από τα οποιαδήποτε τρία BioShock να «συμβαίνουν» στη μικρή οθόνη του Nintendo Switch, μοιάζει λιγάκι σαν να σου έδωσε κάποιος πρόσβαση σε μια μυστική, νέα γενιά βιντεοπαιχνιδιών. Δεν είναι πως δεν έχεις ξαναδεί εντυπωσιακά βιντεοπαιχνίδια, ή ακόμη και (πιο) σύγχρονα shooter πρώτου προσώπου, να τρέχουν στο σύστημα της Nintendo. Τα BioShock ωστόσο παραμένουν, ακόμη και τόσα χρόνια μετά, τίτλοι – ορόσημα για τη βιομηχανία. Και τα τρία παιχνίδια (ειδικά το πρώτο και το τρίτο) είναι ολοκληρωμένα καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Διαθέτουν κόσμους με υψηλή αισθητική και ατμόσφαιρα που βρίσκεις σπάνια σε βιντεοπαιχνίδι, χαρακτήρες, σενάριο και σκηνοθεσία που ένα με δύο στούντιο σε όλη τη βιομηχανία μπορούν να ακολουθήσουν σε επίπεδο σύλληψης και ποιότητας. Το να βλέπεις λοιπόν αυτούς τους τίτλους να «τρέχουν» αβίαστοι, ατόφιοι, σε μια λεπτή «φλοίδα» hardware που μετά βίας ξεπερνάει σε διαστάσεις το κινητό τηλέφωνο που κρατάς στα χέρια σου έχει κάτι το μαγικό, σαν όλες οι εμπειρίες του gaming να είναι δυνατό πλέον, να αναπαραχθούν στην παλάμη του χεριού σου.
Αν λοιπόν θεωρήσουμε δεδομένη την αξία μιας συλλογής BioShock στο Nintendo Switch, θα πρέπει να εξετάσουμε τα παρακάτω για να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα για αυτή την κυκλοφορία. Αρχικά, πόσο αξιόπιστη είναι η μεταφορά των τίτλων στο φορητό. Έπειτα, πως μπορούν να συγκριθούν τα παιχνίδια με άλλους τίτλους της κατηγορίας τους, στο Switch. Τέλος, να δούμε αν το κόστος δικαιολογεί την αγορά. Πριν από όλα αυτά ωστόσο, μια μικρή υπενθύμιση για όσους για κάποιο λόγο αγνόησαν την τριλογία τα προηγούμενα χρόνια (θεωρήστε το παρακάτω σαν μια ανακεφαλαίωση… μαθήματος σύγχρονης ιστορίας βιντεοπαιχνιδιών). Τα BioShock είναι μια τριλογία shooter πρώτου προσώπου, με υπόβαθρο την επιστημονική φαντασία και έμφαση το στοιχείο του τρόμου. Αν και η τριλογία έχει ως πνευματικό προκάτοχο το System Shock 2 (με βασικό σχεδιαστή τον Κεν Λεβίν, που έπαιξε τον πλέον επιδραστικό ρόλο και στους τρεις τίτλους), το πρώτο BioShock ήταν αυτό που έθεσε τα θεμέλια των μηχανισμών, αλλά και τα κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά υπόβαθρα που διακατέχουν και τα τρία παιχνίδια. Στο πρώτο BioShock έκανε την εμφάνισή της η Rapture, μια υποβρύχια πόλη σχεδιασμένη από έναν μεγαλομανή επιχειρηματία, τον Andrew Ryan. Ο Ryan είχε ως στόχο να δημιουργήσει μια απομονωμένη ουτοπία όπου θα καταφύγουν τα πιο λαμπρά μυαλά της ανθρωπότητας, μακριά από κυβερνητικές παρεμβάσεις και ηθικούς φραγμούς που επέβαλαν οι περιοριστικές κοινωνικές δομές, πέρα στην επιφάνεια της θάλασσας. Ένα από τα βασικά στοιχεία αυτού του νέου κόσμου θα ήταν και η δυνατότητα των κατοίκων να εξελίσσουν τις σωματικές και νοητικές τους ικανότητες, παρεμβαίνοντας – με τη βοήθεια της επιστήμης – στο ίδιο τους το DNA.
Το πρώτο παιχνίδι διαδραματίζεται χρόνια μετά τη σύλληψη της Rapture, όπου τα πάντα έχουν πάει στραβά και η πόλη έχει μεταλλαχθεί σε μια ρετρο-φουτουριστική δυστοπία, με παραμορφωμένους κατοίκους που έχουν χάσει τα μυαλά τους από τις υπερβολικές γενετικές παρεμβάσεις, και περιφέρονται σε εγκαταλειμμένες, μισο-κατεστραμμένες γειτονιές, έτοιμοι να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλο.
Δεν θέλω να πω πολλά παραπάνω για την ιστορία και τους πρωταγωνιστές των BioShock. Οφείλω να αναφέρω ωστόσο δύο πράγματα. Πρώτα, σχεδόν δεκαπέντε χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου παιχνιδιού, ακόμη δυσκολεύομαι να βρω κάποιο blockbuster που να έχει καταπιαστεί (σε οποιοδήποτε βαθμό επιτυχίας) με ανάλογη θεματολογία. Γιατί τα BioShock, παρά τη φρενήρη δράση τους και τους μηχανισμούς RPG και FPS που αφομοιώνουν, είναι πάνω από όλα παιχνίδια που έχουν δημιουργηθεί για να αφηγηθούν ιστορίες. Και αυτές οι ιστορίες περιλαμβάνουν δύσκολα και πολυσύνθετα ζητήματα, από το φιλοσοφικό κίνημα του Αντικειμενισμού, τον Φονταμενταλισμό, τις φυλετικές διακρίσεις, την αιματοβαμμένη προϊστορία της Αμερικής και πάρα πολλά άλλα ακόμη. Ακόμη και αν δεν το κάνουν πάντα με απόλυτη επιτυχία, κινούνται σε μια σφαίρα που δεν έχει προσεγγίσει τίτλος του βεληνεκούς τους, πριν και μετά. Έπειτα, δεν έχω ξαναδεί πιο γοητευτικό, πιο συναρπαστικό σενάριο σε δυτικό τίτλο δράσης από την εποχή του BioShock Infinite. Δεν είναι μόνο η πληθώρα των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται, ούτε το πόσο εύστοχα ενώνει το στοιχείο του τρόμου με την κριτική που ασκεί απέναντι στον Αμερικανικό Εξαιρετισμό, εκθέτοντας μια κοινωνία που φέρνει μπροστά μια σαγηνευτική επιφάνεια, και κρύβει από κάτω τρομακτικά ρατσιστικά, ξενοφοβικά και τυραννικά θεμέλια. Είναι ο τρόπος με τον οποίο το παιχνίδι σε κατευθύνει σε ένα σταδιακό κρεσέντο όλων των θεμάτων του και στο τέλος σου τραβάει κυριολεκτικά το χαλί κάτω από τα πόδια σου, σε ένα συγκλονιστικό φινάλε που θεμελιώνει το σύμπαν του BioShock ως ένα από τα πιο συναρπαστικά στην ιστορία των βιντεοπαιχνιδιών, καρφώνεται στο μυαλό σου και μένει εκεί για μέρες ολόκληρες. Ο τερματισμός του BioShock Infinite έχει περισσότερα κοινά με ταινίες όπως το Space Odyssey, το Fight Club και το Donnie Darko, και λιγότερο με κάποιο άλλο βιντεοπαιχνίδι.
Τώρα που τελειώσαμε και με την ιστορική αναδρομή, να δούμε λίγο το θέμα της μεταφοράς. Αρχικά, τα παιχνίδια βασίζονται στα remaster που κυκλοφόρησαν στο Playstation 4 και το Xbox One, και όχι στους αρχικούς τίτλους. Αυτό σημαίνει πως έχουν εφαρμοστεί και όλες οι σχετικές βελτιστοποιήσεις σε ανάλυση και υφές, στα τρία παιχνίδια. Με δεδομένο φυσικά πως το Switch απέχει παρασάγγας από τις τεχνικές προδιαγραφές των άλλων δύο συστημάτων, υπάρχουν ευδιάκριτες εκπτώσεις στις τεχνικές επιδόσεις των παιχνιδιών. Η πιο σημαντική είναι η πτώση των καρέ, από εξήντα ανά δευτερόλεπτο σε τριάντα, κάτι που επηρεάζει την ομαλότητα της δράσης αλλά δεν αμαυρώνει τελικά την εμπειρία του παιχνιδιού. Η συλλογή εφαρμόζει την τεχνική της δυναμικά μεταβαλλόμενης ανάλυσης ανάλογα με το πόσο «φορτωμένη» είναι η σκηνή που απεικονίζεται, αν και εδώ οι εκπτώσεις δεν επηρεάζουν ιδιαίτερα την εμπειρία, αφού στην οθόνη της τηλεόρασης τα παιχνίδια απεικονίζονται στις περισσότερες στιγμές τους σε ανάλυση 1080p, ενώ στην οθόνη του φορητού, διατηρείται πάλι ανάλυση 720p, στις περισσότερες περιστάσεις. Όσοι έχουν ασχοληθεί με τις υπόλοιπες εκδόσεις μπορεί να παρατηρήσουν κάποιες άλλες αισθητικές διαφορές (π.χ. χαμηλότερης ποιότητας αντανακλάσεις ή εφέ φωτισμού), αλλά σε γενικές γραμμές, κρατάμε το ότι έχουμε να κάνουμε με αξιοθαύμαστη μεταφορά. Οπότε τι μένει; Το θέμα του κόστους. Εδώ έχουμε, για καλό ή για κακό, το μεγαλύτερο «αγκάθι» αυτής της κυκλοφορίας.
Η τριλογία του BioShock στο Nintendo Switch πωλείται περίπου στα πενήντα ευρώ. Μαζί περιλαμβάνεται και όλο το επιπλέον περιεχόμενο που έγινε διαθέσιμο υπό τη μορφή DLC, μετά την αρχική κυκλοφορία των παιχνιδιών. Αντικειμενικά, έχουμε να κάνουμε με τρία εκπληκτικά παιχνίδια, που προσφέρουν δεκάδες ώρες παιχνιδιού, σε μια εκδοχή τους, που μπορείς να έχεις μαζί σου, όπου και αν είσαι. Από την άλλη ωστόσο έχουμε να κάνουμε και με σχετικά παλιούς τίτλους, που πολλοί παίκτες θα έχουν δει ξανά, σε κάποια μορφή. Είναι πάρα πολύ εύκολο να βρεις αυτή τη στιγμή τη συλλογή σε πολύ χαμηλότερη τιμή σε άλλα συστήματα – μια ματιά στο PSN και το BioShock Collection βρίσκεται για μια ακόμη φορά σε προσφορά, στα 10 ευρώ, ενώ και το δισκάκι το βρίσκεις και στα δύο συστήματα, γύρω στα εικοσιπέντε ευρώ. Αυτό σημαίνει πως είναι αντίστοιχα και δύσκολο να δικαιολογήσεις το να δώσεις μέχρι και πέντε φορές παραπάνω χρήματα από το «κανονικό», για να παίξεις τα συγκεκριμένα παιχνίδια. Οπότε ας μείνουμε στα παρακάτω συμπεράσματα: το BioShock Collection είναι μια εξαιρετική συλλογή, μιας εξαιρετικής τριλογίας παιχνιδιών. Αν η προτεραιότητά σας είναι να έχετε τους τίτλους σας φορητούς, και ειδικά αν δεν έχετε ασχοληθεί πιο παλιά με τα συγκεκριμένα παιχνίδια, προχωρήστε σε αγορά με κλειστά μάτια. Θα αποζημιωθείτε με τρεις από τους καλύτερους τίτλους των τελευταίων δέκα ετών. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ζυγίστε τα δεδομένα σας και αποφασίστε ανάλογα.