Το Darksiders Genesis είναι ένα παιχνίδι που ξαφνιάζει από πολλές απόψεις. Πρώτα από όλα, ξαφνιάζει με την αυτοπεποίθηση και την πληρότητά του. Δεν είναι, όπως νομίζαμε στην αρχή, το spin-off μιας σειράς που έχει πάρει την κατιούσα, αλλά μια συμπυκνωμένη, σχετικά γνήσια εμπειρία Darksiders, η οποία ουσιαστικά αναπροσαρμόζει τα δεδομένα του franchise στα οικονομικά δεδομένα της THQ Nordic και στο τρέχον κλίμα της αγοράς. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι κάτι που θέλει ή μπορεί να συγκριθεί με τις προηγούμενες κυκλοφορίες της σειράς. Έχει τον δικό του χαρακτήρα, κραδαίνει περήφανα τη σημαία του ΑΑ (σε αντίθεση με το Darksiders III που προσπαθούσε να την κρύψει με κάθε τρόπο) και γενικά προσφέρει πολύ παιχνίδι για τα χρήματα που ζητάει.
Δεν είναι βέβαια κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Αν προσπαθήσουμε να αποδομήσουμε τη συνταγή του, θα βρούμε κομμάτια από Diablo (αν και δεν υπάρχει loot με την κλασική έννοια του όρου και πραγματικά απορώ γιατί έχει χαρακτηριστεί ως loot ‘em ‘up από πολλούς), κλασικά arcade shooter σαν το Mercs ή το Crackdown και ισομετρικές περιπέτειες όπως το Lara Croft and the Temple of Osiris. Όμως πάνω από όλα το Darksiders Genesis θυμίζει… Darksiders. Το κανονικό Darksiders, το ορθόδοξο, με τις μάχες του, τους γρίφους του, την ιστορία του και την αναβάθμιση των ηρώων με διάφορους τρόπους.
Και ναι, αυτή τη φορά μιλάμε για «ήρωες» και όχι για «ήρωα». Οι πρωταγωνιστές της νέας περιπέτειας είναι το δίδυμο των War και Strife, με τον δεύτερο να κάνει το playable ντεμπούτο του στη σειρά. Κάθε ήρωας έχει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, τόσο όσον αφορά την προσωπικότητά του στην ιστορία, αλλά κυρίως όσον αφορά το gameplay. Ο War είναι ο πιο «βαρύς» από τους δύο, καθώς κινείται πιο αργά και αντέχει περισσότερα χτυπήματα, ενώ ειδικεύεται στη μάχη σώμα με σώμα. Ο Strife είναι το τονικό του συμπλήρωμα: πιο γρήγορος, λιγότερο ανθεκτικός, μάχεται από μακριά.
Η Airship Syndicate, το στούντιο του Battle Chasers που ανέλαβε την ανάπτυξη του Genesis για λογαριασμό της THQ Nordic, έχει υλοποιήσει σωστά κάθε πτυχή των δύο πρωταγωνιστών, αποδίδοντας με εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο τις διαφορές τους, τόσο στον χειρισμό όσο και στους μηχανισμούς του καθενός. Προσεγγίζουν τον War και τον Strife με μια… στοργική ματιά που δεν απαντάται συχνά σε ανεξάρτητα στούντιο που αναλαμβάνουν κάποιο spin-off. Βέβαια, ιδρυτής του στούντιο είναι ο Joe Madureira, ο σχεδιαστής και σκιτσογράφος που είχε δημιουργήσει τα αρχικά σχέδια των Darksiders για τη διαλυμένη πλέον Vigil, άρα είναι λογικό να υπάρχει μια κάποια εξοικείωση και ιδιαίτερη αγάπη για τους χαρακτήρες.
Θα μου επιτρέψετε να μην πω πολλά πράγματα για την ιστορία, καθώς είναι ό,τι πιο υποτυπώδες έχω πετύχει τελευταία, παρά τους εκτενείς διαλόγους. Ναι, εντάξει, εμφανίζονται πολλοί χαρακτήρες από τη σειρά, μαθαίνουμε κάπως καλύτερα τα κίνητρα του καθενός και εμπλουτίζεται ως έναν βαθμό το σύμπαν του Darksiders με την προοπτική ενός prequel… αλλά ως εκεί. Το κείμενο είναι μετριότατο, η πλοκή αναμενόμενη και τα πειράγματα μεταξύ των δύο ηρώων θυμίζουν περισσότερο αστυνομική κωμωδία, παρά ατμοσφαιρική περιπέτεια σε έναν επικό κόσμο. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν έχω πολύ υψηλές απαιτήσεις. Το Darksiders ήταν πάντοτε ριζωμένο στα κόμιξ της δεκαετίας του ‘90 όσον αφορά τις εμπνεύσεις και το στυλ του. Ωστόσο, αυτό που βλέπουμε εδώ όχι μόνο δεν φτάνει ακόμα και αυτά τα σχετικά χαμηλά επίπεδα ποιότητας, αλλά δημιουργεί και τονικές ασυνέπειες.
Ευτυχώς, αυτό δεν ισχύει για το gameplay, το οποίο αποτελείται από μια υπερ-συμπυκνωμένη εκδοχή των μηχανισμών που έχουμε δοκιμάσει ήδη στα παιχνίδια της σειράς, μέσα από το πρίσμα του co-op. Μην ανησυχείτε, όμως, το παιχνίδι είναι πολύ διασκεδαστικό και με έναν παίκτη, καθώς μπορεί να αλλάζει μεταξύ των δύο ηρώων, ανάλογα με τις συνθήκες της μάχης. Υπάρχει μπόλικη δράση hack ‘n’ slash, μπόλικη δράση shoot ‘em’ up (πόσο μου αρέσουν οι απόστροφοι, γιούπι), αρκετοί και ουσιαστικοί γρίφοι, πολλά μυστικά, μπόλικο platforming. Με άλλα λόγια, είναι μια πολύ πιο χορταστική και πολύπλευρη εμπειρία από όσο φαίνεται αρχικά ή από όσο θα περίμενε κανείς από το μειωμένο budget. Όχι μόνο αυτό, αλλά λειτουργεί εκθετικά καλύτερα όταν παίζουν δύο παίκτες, ξυπνώντας μνήμες από παλιά ηλεκτρονικά, αλλά με βάθος που ποτέ δεν είχαν αυτά τα παλιά ηλεκτρονικά.
Αν υπάρχει ένα πρόβλημα με το gameplay είναι μια αδιόρατη καθυστέρηση στον χειρισμό που δεν ενοχλεί σε ένα βαρύ hack ‘n’ slash, αλλά έρχεται σε αντίθεση με την υπόσταση ενός γρήγορου arcade τίτλου. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την ισορροπία των εχθρών, οι οποίοι αργούν λίγο περισσότερο να πεθάνουν από όσο θα περίμενε κανείς, προφανώς γιατί διαφορετικά θα ήταν πολύ εύκολοι για δύο παίκτες σε co-op. Και φυσικά, όπως σε κάθε ισομετρικό τίτλο, κάποια στιγμή θα υπάρξει θέμα με την κάμερα, σχεδόν νομοτελειακά. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια αίσθηση ότι δεν υπάρχει αρκετό περιθώριο για έναν ικανό παίκτη να δείξει πόσο καλός είναι μηχανιστικά, διευρύνοντας κι άλλο το τονικό χάσμα με την arcade παρουσίαση.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μπόλικος χώρος για αποτελεσματικές τακτικές, στρατηγικό σχεδιασμό και ένα πολύ έξυπνο σύστημα αναβάθμισης χαρακτήρων, το οποίο επιτρέπει τη δημιουργία πολλών διαφορετικών build, ανάλογα με το στυλ παιχνιδιού του κάθε παίκτη, ενώ παράλληλα προσφέρει ένα κίνητρο για grinding, καθώς οι ψυχές που χρειάζεται ο παίκτης για να ολοκληρώσει το build του δεν είναι εύκολο να βρεθούν. Όμως αυτό το grinding δεν κουράζει ποτέ, πρώτον γιατί το παιχνίδι είναι χωρισμένο σε αποστολές που μπορούν να επαναληφθούν κατά βούληση (ενώ υπάρχουν και περιφερειακά modes, αλλά και χώροι που μπορείτε να εξερευνήσετε για μυστικά και λάφυρα) και δεύτερον επειδή το σύστημα μάχης είναι τόσο ικανοποιητικό.
Κλείνοντας, το Darksiders Genesis καταφέρνει κάτι πολύ δύσκολο: πρώτον και κύριον να προσφέρει μια πλούσια εμπειρία ΑΑ με αρκετά βαθύ gameplay και μπόλικο περιεχόμενο, ενώ παράλληλα προσομοιάζει ικανοποιητικά τον χαρακτήρα μιας αγαπημένης, ιδιότροπης σειράς, η οποία στο παρελθόν είχε πολύ μεγαλύτερα budget στη διάθεσή της. Είναι ένα πολύχρωμο, διασκεδαστικό «πακέτο» που δεν πρόκειται να αλλάξει τη ζωή κανενός, αλλά βρίσκει άνετα τη θέση του στη συλλογή των φίλων της σειράς, αλλά και όσων θα ήθελαν μια δυνατή co-op εμπειρία. Προσοχή, όμως, γιατί το όλο στήσιμο και η παρουσίασή του μπορεί να παραπλανήσουν όσους νομίζουν ότι θα παίξουν «κάτι σαν Diablo» ή «κάτι σαν arcade shooter». Η εμπειρία που σας περιμένει είναι περισσότερο «κάτι σαν Darksiders».