Βρισκόμαστε στο 1991. Ο Καζουάκι Μορίτα, ένας νεαρός προγραμματιστής της Nintendo, πειραματίζεται με το development kit του Gameboy, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα δείγμα από φορητό Zelda που να θυμίζει το – υπό έκδοση – A Link to the Past του Super Nintendo. Ο Τακάσι Τεζούκα, ένας από τους βασικούς σχεδιαστέςτης εταιρείας, βλέπει τη δουλειά του Μορίτα, εντυπωσιάζεται και προσφέρεται να βοηθήσει. Σύντομα και άλλοι προγραμματιστές εισχωρούν στο project το οποίο εξελίσσεται αθόρυβα και ανεπίσημα, χωρίς να έχουν ενημερωθεί οι επικεφαλής. Η δουλειά γίνεται συνήθως μετά το τέλος του ωραρίου, όταν ο υπόλοιπος κόσμος έχει αποχωρήσει. Το φορητό Zelda αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά και φτάνει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, σε ένα σημείο που πρέπει να μετουσιωθεί σε κανονικό παιχνίδι. Ο Τακάσι Τεζούκα φροντίζει να πάρει την απαραίτητη έγκριση, και το project γίνεται επισήμως το νέο Zelda για το Gameboy.
Χωρίς τις αυστηρά ορισμένες προδιαγραφές που συνήθως χαρακτηρίζουν τέτοιου είδους κυκλοφορίες, οι σχεδιαστές της Nintendo είναι ελεύθεροι να πειραματιστούν. Ο Τεζούκα ζητά να δημιουργηθεί ένα παιχνίδι που να θυμίζει το Twin Peaks, εμπνευσμένος από τη σειρά του Ντέιβιντ Λιντς, και ο Γιοσϊάκι Κοϊζούμι, σημερινός υπεύθυνος του Nintendo Switch, του παραδίδει μια ιστορία που εξελίσσεται μέσα σε ένα όνειρο. Ο Κενσούκε Τανάμπε, μετέπειτα παραγωγός του Metroid Prime, έχει το όραμα ενός τεράστιου αυγού που βρίσκεται στην κορυφή ενός βουνού. Όταν το αυγό εκκολαφθεί, έχει σκεφτεί, θα έρθει το τέλος του κόσμου. Ο Κοϊζούμι συνεργάζεται μαζί του για να μετατρέψει την ιδέα σε ακρογωνιαίο λίθο της ιστορίας. Όλη η υπόλοιπη ομάδα φαίνεται να βρίσκεται σε μεγάλα κέφια, από τους πιο παλιούς όπως ο illustrator Γιοίτσι Κοτάμπε, «πρωτοπαλίκαρο» του Χαγιάο Μιγιαζάκι στο Studio Ghibli, στις νεοφερμένες Μινάκο Χαμάνο και Κόζουε Ισικάγουα, δύο νεαρές συνθέτριες που παραδίδουν ουσιαστικά, το πρώτο τους επίσημο soundtrack στη Nintendo. Το Link’s Awakening ολοκληρώνεται και κυκλοφορεί το καλοκαίρι του 1993 (Χριστούγεννα σε εμάς), αναβαθμίζοντας με την ποιότητά του τη βιβλιοθήκη τίτλων του Gameboy και παγιώνοντας το The Legend of Zelda ως το πιο ακριβοθώρητο – μαζί με τα Mario–franchise της εταιρείας, ανεξαρτήτως συστήματος.
Η προϊστορία του Link’s Awakening είναι σημαντική για να καταλάβει κανείς γιατί είναι τόσο ξεχωριστός ο συγκεκριμένος τίτλος. «Ποτισμένο» με το μεράκι μιας ομάδας που ξέρει πως φτιάχνει κάτι δικό της χωρίς περιορισμούς, πρόκειται για ένα επεισόδιο μιας επικής σειράς που διαθέτει την ιδιοσυγκρασία μιας ανεξάρτητης κυκλοφορίας. Γι’ αυτό και έχουμε το μόνο Zelda όπου κυκλοφορούν ανενόχλητοι στον κόσμο του παιχνιδιού, χαρακτήρες από άλλα franchise της Nintendo, ή ίσως το μοναδικό παιχνίδι στην ιστορία της εταιρείας όπου σου δίνεται η δυνατότητα να… κλέψεις (και να τιμωρηθείς παραδειγματικά για αυτό, αποκαλούμενος και ΚΛΕΦΤΗΣ με κεφαλαία γράμματα για το υπόλοιπο του παιχνιδιού). Ο συνδυασμός Twin Peaks και Zelda είναι επίσης φανερός – ειδικά μετά από τόσα χρόνια, που η σειρά του Λιντς αποτελεί πλέον ορόσημο της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Δεν είναι μόνο το ονειρικό στοιχείο, η εστίαση στη ρουτίνα μερικών αλλοπρόσαλλων κατοίκων ενός μικρού χωριού, ο ρόλος που έχουν οι κουκουβάγιες και άλλες παρόμοιες λεπτομέρειες. Είναι κυρίως αυτή η ιδιαίτερη αίσθηση ατμόσφαιρα μελαγχολίας που κρύβεται πάντα πίσω από το κωμικό στοιχείο, μια αίσθηση που επικρατεί στο παιχνίδι πως κάτι δεν πάει καλά. Ενώ το A Link to The Past ήταν επικό – για τα δεδομένα της εποχής – αλλά ελαφρώς απρόσωπο σεναριακά, το Link’s Awakening είναι μελαγχολικό, λυρικό, σχεδόν φιλοσοφικό στο σενάριό του. Οι Εφιάλτες του Wind Fish, της φάλαινας που βρίσκεται μέσα στο αυγό που οραματίστηκε ο Τανάμπε, δεν κρατούν απλά το ζώο κοιμισμένο και αιχμάλωτο, αλλά και τον κόσμο του παιχνιδιού ζωντανό. Όσο υπάρχουν αυτοί, το νησί Koholint, μαζί με όλους τους κάτοικούς του, συνεχίζει να υπάρχει και εκείνο. Έτσι, το τέλος στο οποίο οδεύει ο παίκτης αντιμετωπίζοντας έναν-έναν αυτούς τους αρχηγούς είναι διττό: είναι το τέλος του Koholint Island αλλά και το τέλος του ίδιου του Link’s Awakening. Τι είναι άλλωστε ο τερματισμός ενός παιχνιδιού, αν όχι ο αποχαιρετισμός με τον κόσμο που γνώρισες μέσα από αυτό;
Το gameplay του Link’s Awakening από την άλλη, είναι πιο απλή υπόθεση. Το φορμά του A Link to the Past ήταν εξ’ αρχής ιδανικό, το στοίχημα ήταν το να μπορέσει να αναπλαστεί με τα spec του Gameboy, χωρίς να υπάρχουν σημαντικές απώλειες. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια εξαιρετική άσκηση οικονομίας: o κόσμος του Link’s Awakening είναι μικρότερος και συμπυκνωμένος: περισσότεροι εχθροί, περισσότεροι χαρακτήρες, περισσότερα μυστικά, σε λιγότερα ψηφιακά τετραγωνικά μέτρα. Το προαναφερθέν φορμά του A Link to the Past εξακολουθεί όμως να είναι η σχεδιαστική πυξίδα του παιχνιδιού. Ξεκινάς με ένα σπαθί και μια ασπίδα, αρχίζεις την εξερεύνηση, βρίσκεις το πρώτο μπουντρούμι, παίρνεις το πρώτο αντικείμενο, «ξεκλειδώνεις» κάποιες περιοχές που ήταν απροσπέλαστες μέχρι τότε. Η ιστορία προχωρά και σε κατευθύνει, σταδιακά, στο επόμενο μπουντρούμι, για να επαναλάβεις τη διαδικασία. Η ομάδα ανάπτυξης ανταλλάζει επίσης τετραγωνικά μέτρα με πληθώρα πειραματισμών, κάποιοι από τους οποίους παρουσιάστηκαν και αποδείχθηκαν εξελικτικά ψήγματα της σειράς, από το ψάρεμα που προστίθεται στις περιφερειακές δραστηριότητες του παίκτη για πρώτη φορά, στην ανταλλαγή αντικειμένων με τους περιφερειακούς χαρακτήρες και την εμφάνιση της Οκαρίνα ως βασικό μουσικό όργανο στο παιχνίδι. Αξίζει να αναφερθεί πως τα μπουντρούμια του L.A. είναι μικρότερα από τον προκάτοχό του. Τα πρώτα δύο – τρία είναι ίσως υπερβολικά μικρά, ωστόσο περίπου από τη μέση και μετά, αρχίζουν να παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική και γρίφους – είναι μάλλον καλύτερα σχεδιασμένα από τα αντίστοιχα του A Link to the Past.
Όλα τα παραπάνω αφορούν ταυτόχρονα τους τίτλους του 1993 και του 2019, γιατί ο φετινός τίτλος ακολουθεί σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια το design του πρωτότυπου παιχνιδιού. Το Link’s Awakening μοιάζει με κτίριο που αναγέρθηκε τηρώντας όλες τις σύγχρονες προδιαγραφές, φτιαγμένο όμως με αρχιτεκτονικά σχέδια που ανήκουν σε άλλες δεκαετίες. Οι περισσότερες αλλαγές, πέρα από τον τομέα της παρουσίασης, έχουν γίνει για να διευκολύνουν και να βελτιώσουν την εμπειρία των παικτών – από τις αλλαγές στο interface για να επιτρέπεται η ταυτόχρονη χρήση περισσότερων αντικειμένων και να μη χρειάζεται να βρίσκεσαι συνέχεια στα μενού, στο αυτόματο σώσιμο όπου και αν βρίσκεσαι, στα μπουκάλια και τις νεράιδες, τη δυνατότητα σημειώσεων στο χάρτη, κ.α.. Επίσης έχει προστεθεί πλέον… scrolling, κάτι που ήταν αδύνατο στην τετράγωνη οθόνη 2.5 ιντσών του πρωτότυπου συστήματος. Όταν πρόκειται για τον οπτικοακουστικό τομέα πάντως, έχουμε μαεστρική διαχείριση του πρωτότυπου υλικού. Η αισθητική του Link’s Awakening είναι υπέροχη, με ένα στιλ που θυμίζει τις παραγωγές του stop motion animation της Ράνκιν/Μπας από τη δεκαετία του 1970, σαν να βιώνεις μια αναπαράσταση του ρετρό σύμπαντος του παιχνιδιού, φτιαγμένο από μινιατούρες. Εξίσου μαγευτική είναι και η μουσική επένδυσή του, που παίρνει τις… «μπλιμπλικίστικες» μουσικές του πρωτότυπου και τις αποδίδει ορχηστρικά μεν, με μικρό σχήμα ορχήστρας δωματίου δε. Η καλλιτεχνική διεύθυνση είναι εξαιρετική γιατί εξυπηρετεί την ιστορία (το Link’s Awakening φαίνεται σχεδόν… ψεύτικο, ονειρικό, σε σχέση π.χ. με το Breath of the Wild) το κάνει με φρέσκο τρόπο και παράλληλα προσφέρει και ψήγματα νοσταλγίας, χωρίς υπερβολές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι υπέροχες 8-bit νότες που παρεμβάλλονται σε καίριες μουσικές στιγμές του παιχνιδιού, με αποκορύφωμα το φινάλε.
Θέλετε να ψάξουμε και για αρνητικά; Οι εχθροί δεν διακρίνονται για την τεχνητή νοημοσύνη τους, κάτι που κάνει τη δράση σχετικά αδιάφορη, αν και οι πιο κυνικοί θα μπορούσαν να υποστηρίξουν πως τα Zelda δεν πρόσφεραν ποτέ ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες μάχες, ενώ κάποιοι από τους γρίφους είναι πλέον ελαφρώς ξεπερασμένοι σε ότι αφορά τη λογική τους, ειδικά αν έχεις περάσει από άλλα επεισόδια της σειράς. Οι πολυσυζητημένες μεταπτώσεις στην ταχύτητα απεικόνισης του παιχνιδιού (από τα 60 στα 30 καρέ) είναι μια πραγματικότητα, και μπορεί να ενοχλήσει ιδιαίτερα όσους προτιμούν να παίζουν σε φορητό mode. Υπάρχουν ορισμένες στιγμές επίσης που ο σχεδιασμός του παιχνιδιού δείχνει τα χρόνια του. Π.χ. σε δύο – τρία σημεία το παιχνίδι δίνει ελάχιστες ενδείξεις για το τι πρέπει να κάνεις, και η απάντηση δίνεται μόνο με διεξοδικό ψάξιμο σε όλο το χάρτη, ξανά και ξανά, μέχρι να βρεις αυτό το κάτι (π.χ. έναν θάμνο που κρύβει ένα πέρασμα) που σε εμποδίζει από το να προχωρήσεις. Αν η φόρμουλα των κλασικών Zelda αφήνει επίσης κάποιον αδιάφορο, το Link’s Awakening δύσκολα θα του αλλάξει γνώμη.
Για όλους τους υπόλοιπους, το remake του 2019 παραμένει μια εξαιρετική περιπέτεια που προσφέρει πανέμορφες εικόνες και μελωδίες, το κλασικό στιλ παιχνιδιού της σειράς και μια ιδιαίτερη ιστορία με ένα πολύ μελαγχολικό τέλος. Η διασκέδαση είναι εγγυημένη, ακόμη και αν δεν είχες έρθει ποτέ σε επαφή με το πρωτότυπο ή ασχολήθηκες ή δεν «δέθηκες» μαζί του. Και τέλος, αν ανήκεις σε εκείνους που το 1993 λάτρεψαν αυτό το πολύ ιδιαίτερο φορητό Zelda, πιθανότατα σε μια ελαφρώς «τρυφερή» ηλικία, το Link’s Awakening είναι απλά ένα σπάνιο δώρο: η ευκαιρία να ανοίξεις ένα χρονοντούλαπο, και να θυμηθείς μια αγαπημένη σου ανάμνηση, χωρίς να υπάρχει πάνω της η φθορά του χρόνου. Και ιδού: η εμπειρία που έχεις είναι πλέον διαφορετική, μα και με κάποιο μαγικό τρόπο, ακριβώς η ίδια.
Μετά το A Link Between Worlds, η Nintendo παραδίδει ξανά ένα αριστούργημα!
Να λέμε αλήθειες! Δε μπορώ να παίξω docked switch, έχει σαβουρα να φάνε και οι κότες ΑΛΛΑ το Zelda μου χάρισε 30 απίστευτες ώρες…. Μαγικό