Virtua Racing (@Switch)

Βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν, στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε η φρενίτιδα με τα τρισδιάστατα γραφικά, η τρισδιάστατη επανάσταση. Ή αν προτιμάτε, τη στιγμή που τα πίξελ παρέδωσαν τη σκυτάλη στα τρίγωνα και στα πολύγωνα, σηματοδοτώντας την αρχή μίας νέας εποχής για τα αγαπημένα μας βιντεοπαιχνίδια, για εμάς του παίκτες και για τη βιομηχανία του gaming, γενικότερα. Όλα ξεκίνησαν από ένα ταπεινό arcade ραλάκι, το Virtua Racing της SEGA. Μπορεί να μην ήταν το πρώτο ραλάκι που χρησιμοποιούσε τρισδιάστατα γραφικά (είχαν προηγηθεί τα Winning Run και Hard Drivin’ από τις Atari και Namco, αντίστοιχα), ωστόσο, ήταν το πρώτο που προσομοίωσε με πειστικό τρόπο, το βάρος του οχήματος, τις αλλαγές στην κλίση του οδοστρώματος, ακόμη και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος ο δρόμος πάνω στο οποίο έτρεχε το πολυγωνικό μας μονοθέσιο. Πράγματα δεδομένα για τη σημερινή εποχή, όμως, πρωτοποριακά και πρωτόγνωρα για την εποχή που κυκλοφόρησε το Virtua Racing για τα ουφάδικα, το καλοκαίρι του 1992.

Πέρα από το συσσωρευμένο ταλέντο – ας μην ξεχνάμε ότι είχε Γιου Σουζούκι και Τοσιχίρο Ναγκόσι στην ίδια ομάδα, η ΑΜ2, το περίφημο στούντιο της SEGA που ήταν υπεύθυνο για τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ιαπωνικού κολοσσού στα ουφάδικα (OutRun, After Burner, Space Harrier, Hang-On), είχε πρόσβαση στα καλύτερα και ισχυρότερα μηχανήματα της εταιρείας. Ενώ οι υπόλοιπες εσωτερικές ομάδες της SEGA, όπως και οι ανταγωνιστές του Ιάπωνα εκδότη σε ουφάδικα και κονσόλες, δημιουργούσαν παιχνίδια για δεκαεξάμπιτα συστήματα, η χαρισματική ομάδα του Γιου Σουζούκι είχε την πολυτέλεια να δημιουργεί παιχνίδια για ανώτερα συστήματα. Σαφώς και εμφανώς πιο εξελιγμένα, που ξεπερνούσαν οτιδήποτε κυκλοφορούσε εκείνη την περίοδο σε σπίτια και ουφάδικα.

Ακόμη και από τα πρώτα του παιχνίδια, ο Σουζούκι προσπαθούσε να αποτυπώσει τη θέση ενός αντικειμένου στο χώρο, καθώς και τον τρόπο που κινείται και συμπεριφέρεται μέσα σ’ αυτόν. Η σκέψη του Σουζούκι ήταν πάντοτε “τρισδιάστατη” μια και δεν τον ενδιέφερε να δημιουργήσει παιχνίδια η δράση των οποίων εκτυλισσόταν πάνω σε μία ευθεία γραμμή, από τα αριστερά προς τα δεξιά. Και επειδή οι τεχνολογικοί περιορισμοί των δεκαεξάμπιτων συστημάτων δεν του επέτρεπαν να αποτυπώσει την αίσθηση του βάρους και του όγκου των αντικειμένων, όπως και του τρισδιάστατου χώρου, το καλό το παλικάρι, με την υπερ-πολύτιμη βοήθεια των μηχανικών της SEGA, δημιούργησε ένα σύστημα που θα του έδινε την ευκαιρία να υλοποιήσει όσα δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τα ταπεινά πίξελ. Έτσι, γεννήθηκε το Model 1, ένα πανίσχυρο και ασυναγώνιστο arcade board, που απεικόνιζε τα πάντα όχι με πίξελ, αλλά με τη βοήθεια χιλιάδων τριγώνων. Ήταν το εργαλείο που θα υλοποιούσε το όραμα του Γιου Σουζούκι και της ΑΜ2.                           

Η αρχή για την κατάκτηση των τρισδιάστατων γραφικών, έγινε με το Virtua Racing, το γενάρχη της δυναστείας των Virtua (χωρίς «L» στο τέλος, πλιζ), που παρέα με τα υπόλοιπα Virtua (Fighter, Cop, Striker, Tennis, NBA και πάει λέγοντας), άλλαξε για πάντα τον τρόπο που βλέπουμε και παίζουμε τα βιντεοπαιχνίδια.

Όπως και η έκδοση για τα ουφάδικα, έτσι και η έκδοση για το Switch περιλαμβάνει τρεις ειδικές διαδρομές και ένα και μοναδικό αγωνιστικό αυτοκίνητο για να τρέξουμε. Κάθε πίστα διαθέτει το δικό της βαθμό πολυπλοκότητας και κατά συνέπεια, το δικό της βαθμό δυσκολίας. Η πρώτη πίστα έχει πολλές ευθείες και ελάχιστες στροφές, ειδικά σχεδιασμένη για να καλωσορίζει τους αμύητους στο μαγικό κόσμο των arcade racers, ιδανική για πολύωρη προπόνηση και άπειρα δοκιμαστικά. Στην περίπτωση της δεύτερης, ο αριθμός των στροφών αυξάνεται, οι ευθείες λιγοστεύουν και αυξάνεται αισθητά. Ως είθισται, στην τρίτη και τελευταία πίστα, ο παίκτης καλείται να αξιοποιήσει όσα έμαθε από τις προηγούμενες, όπως τον τρόπο που θα παίρνει δεξιές και αριστερές στροφές χωρίς να μειώνει την ταχύτητα του οχήματος, ακόμη και να χρησιμοποιεί το βάρος του αγωνιστικού για να το κρατάει στο δρόμο ακόμα και στις πιο δύσκολες στροφές. Να, λοιπόν ένα καινούργιο στοιχείο που μέχρι την εμφάνιση του Virtua Racing, ήταν αδύνατο να αποτυπωθεί από τα δεκαεξάμπιτα συστήματα, εξαιτίας των τεχνολογικών περιορισμών που κουβαλούσαν. Από το 1992 και έπειτα, το βάρος και η ορμή του οχήματος – και γενικότερα οι κανόνες της Φυσικής, άρχισαν να γίνονται μέρος των μηχανισμών των τρισδιάστατων ραλακίων, ανεβάζοντας, ταυτόχρονα, το βαθμό διασκέδασης, αφού – έστω και στο πλαίσιο ενός arcade ραλακίου, ο παίκτης είχε να λαμβάνει υπόψη του και άλλες παραμέτρους, πέρα από τους αντιπάλους και το σχεδιασμό των πιστών.  

Αυτό, όμως, που προκαλεί έκπληξη, είναι το πόσο καλά στέκεται το παμπάλαιο Virtua Racing, είκοσι επτά χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Μεγάλα παιδιά είμαστε και δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: το τελευταίο πράγμα που θα περίμενε κανείς αντικρίζοντας ένα ραλάκι με χοντροκομμένα πολύγωνα, είναι ότι θα playable, πόσο μάλλον ότι θα παίζει και πολύ καλά. Και όμως, στην περίπτωση του Virtua Racing, τα φαινόμενα απατούν, καθώς ο τίτλος της SEGA μπορεί ακόμα να διασκεδάσει και να προσφέρει συγκινήσεις στους φίλους των racing games. Εκτός από το εξαιρετικής ποιότητας πρωτογενές υλικό, είναι και τα μαγικά χέρια των ανθρώπων της Μ2 που διατηρούν φρέσκια την εμπειρία που προσφέρει το Virtua Racing. Με σεβασμό στο πρωτότυπο υλικό, το ιαπωνικό στούντιο που ανέλαβε τη μεταφορά του VR στο Switch, έκανε σε όλες τις απαραίτητες βελτιώσεις ώστε ο τίτλος της SEGA να αποκτήσει ξανά εμπορική αξία. Η έκδοση για το Switch τρέχει στα 60 καρέ ανά δευτερόλεπτο (σε αντίθεση με το πρωτότυπο που έτρεχε στα 30), προστέθηκε το απαραίτητο multiplayer – τοπικό και διαδικτυακό, η δυνατότητα να αυξήσουμε τους γύρους από πέντε σε είκοσι, ενώ υπάρχει και η επιλογή ανάμεσα σε δύο μοντέλα χειρισμού. Το πρώτο προσφέρει την αυθεντική εμπειρία του arcade VR, με το όχημα να γλιστρά περισσότερο και να στρίβει απότομα, ενώ με το δεύτερο το αγωνιστικό μας αντιδρά πιο «γλυκά» και ομαλά στις εντολές μας, κάνοντας το VR πιο φιλικό προς τους νέους παίκτες.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μία εντυπωσιακή μεταφορά του Virtua Racing στο Switch, καθώς η έκδοση για την κονσόλα της Nintendo υπερτερεί από άποψη απόδοσης σε σύγκριση με τις εκδόσεις για το Mega Drive, το 32Χ, το Saturn και το PS2.  Προφανώς και δεν ανταγωνίζεται τα σύγχρονα ραλάκια – άλλωστε δεν είναι αυτός ο σκοπός του, παρ’ όλα αυτά, προσφέρει μία διασκεδαστικότατη arcade εμπειρία, τόσο για τους φίλους που θέλουν να θυμηθούν τα νιάτα τους, όσο και για τους φίλους που έχουν την περιέργεια να δουν από κοντά – έστω και χωρίς την εντυπωσιακή καμπίνα που συνόδευε το παιχνίδι στα ουφάδικα, τον παππού των τρισδιάστατών ραλακίων.

Exit mobile version