Οι Νυχτερινές Τελετές του Κυρίου Ιγκαράσι
Πίσω στο μακρινό 2016, την τελευταία φορά δηλαδή που βρεθήκαμε στην Ε3, είχα πέσει κάποια στιγμή πάνω στον Κότζι Ιγκαράσι. Δεν είχαμε συναντηθεί ξανά αλλά λίγο η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του, λίγο το καουμπόικο καπέλο – σήμα κατατεθέν του, τον αναγνώρισα. Η πλειοψηφία του πλήθους που ήταν εκεί δεν φάνηκε να τον αναγνωρίζει, εκείνος πάλι κατάλαβε ότι τον κοιτούσα επίμονα και έκανε ένα νεύμα χαιρετισμού καθώς απομακρυνόταν από τις ουρές της Ε3 για να βρεθεί πιθανότατα σε κάποιο ραντεβού. Λίγο αργότερα θα έδειχνα με περηφάνια στους συνοδοιπόρους μου, Γιώργο Μούγιο και Δημήτρη Τσαμπίρα, το StreetPass που κάναμε με τον Κότζι, και μιας και το ανέφερα, ευκαιρία να περηφανευτώ ξανά – νάτο!
Όταν «συναντηθήκαμε» με τον κο Ιγκαράσι το πνευματικό του παιδί, το Bloodstained: Ritual of the Night, απείχε τουλάχιστον ένα με δύο χρόνια μακριά από την κυκλοφορία του. Επίσης, δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει το Mighty No 9, ένα παραπλήσιο project με παρόμοιο στόχο – να δημιουργηθεί δηλαδή ένας διάδοχος για έναν παραμελημένο, παραδοσιακό ήρωα της ιαπωνικής σκηνής (σε εκείνη την περίπτωση ο Mega Man) – που εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα φιάσκο του gaming Kickstarter. Η κυκλοφορία του Mighty No 9 τότε, αμαύρωσε κάπως και το Bloodstained. Λογικό, γιατί είχαμε πρακτικά δύο πανομοιότυπες περιπτώσεις: αυτομολημένοι, βετεράνοι Ιάπωνες σχεδιαστές (Κέντζι Ιναφούνε και Κότζι Ιγκαράσι) που υπόσχονταν να προσφέρουν στους οπαδούς τα παιχνίδια εκείνα (Mighty No 9 και Bloodstained) από τις σειρές που είχαν λατρέψει (Mega Man και Castlevania), τις οποίες οι εκδότριες τους φαίνονταν να έχουν εγκαταλείψει (Capcom και Konami). Μάλιστα, οι δύο τίτλοι μοιράζονταν μεταξύ τους ακόμη και μέλη των σχεδιαστικών ομάδων τους. Εκεί όμως που το Mighty No 9 κατέληξε ένα μέτριο προς κακό παιχνίδι, το Bloodstained: Ritual of the Night ήρθε καθυστερημένα μεν, με αποδείξεις δε. Ο κος Ιγκαράσι κατάφερε να επιστρέψει θριαμβευτικά στο είδος παιχνιδιού που ο ίδιος ανέδειξε!
Τα μυαλά μου έχουν γεμίσει ιδέες έμμονες, δαίμονες, δαίμονες, δαίμονες.
Από τη στιγμή που το Bloodstained δεν μπορεί να υιοθετήσει το μύθο του Δράκουλα για το σενάριο του – κάτι τέτοιο ενδεχομένως να «χτυπούσε» άσχημα στην Konami αν και ο συγκεκριμένος χαρακτήρας δεν δεσμεύεται από πνευματικά δικαιώματα – η ομάδα του Ιγκαράσι σκαρφίστηκε μια υπόθεση που έχει να κάνει με ένα τάγμα Αλχημιστών που πραγματοποιούσε ανίερα πειράματα σε ανθρώπους, με σκοπό να καλέσει δαιμονικά όντα πάνω στη Γη. Για να το πετύχει αυτό, τα πειραματόζωα ενώνονταν με κάτι δαιμονικούς κρυστάλλους και θυσιάζονταν σε βωμούς, μια πρακτική από την οποία γλύτωσε η πρωταγωνίστρια του παιχνιδιού εν ονόματι Miriam, καθώς λίγο πριν θυσιαστεί έπεσε σε μυστηριώδη λήθαργο. Ο λήθαργος κράτησε μια ολόκληρη… δεκαετία, στο μεταξύ οι Αλχημιστές έφεραν κατά λάθος στη Γη ένα χαμό από Δαίμονες που προκάλεσαν καταστροφές και παραλίγο να τα διαλύσουν όλα αλλά τουλάχιστον, σχεδόν εξόντωσαν και το ίδιο το τάγμα. Μια δεκαετία μετά λοιπόν, η Miriam ξυπνά από το λήθαργό της και έχει να αντιμετωπίσει μια παρόμοια κατάσταση: ο μοναδικός άλλος Shardbinder (τα πειραματόζωα που προαναφέρθηκαν) που κατάφερε να επιζήσει έχει καλέσει ξανά δαίμονες πάνω στη Γη για να εκδικηθεί τους Αλχημιστές για τα κακά που έκαναν, ενώ τα απομεινάρια του τάγματος επιχειρεί να ελέγξει την κατάσταση προς το όφελός του. Σε γενικές γραμμές το σενάριο του Bloodstained διαθέτει όλες τις… χαριτωμένες ανοησίες και υπερβολές που μπορείς να συναντήσεις σε ένα τυπικό anime φαντασίας, αλλά αυτό λειτουργεί στη μεγαλύτερη διάρκειά του υπέρ του, φέρνοντας στην επιφάνεια ένα παρόμοιο, αλλά και ταυτόχρονα ευχάριστα διαφορετικό σύμπαν σε σχέση με το Castlevania. Μην περιμένετε πάντως κάτι ιδιαίτερο σε σεναριακό επίπεδο – όπως και με όλα τα δισδιάστατα Castlevania, το παιχνίδι κρίνεται κυρίως για το gameplay του και εκεί ο δημιουργός του έχει φροντίσει να σταθεί επάξια απέναντι στο ένδοξο παρελθόν του.
Στη βάση του το Bloodstained ακολουθεί απόλυτα τη λογική του Symphony of the Night: το μεγαλύτερο κομμάτι του παιχνιδιού απλώνεται σε ένα αχανές, δαιδαλώδες κάστρο που προσφέρει άπειρους εχθρούς, platforming αλλά και γρίφους. Μετά τις πρώτες δύο ώρες παιχνιδιού το κάστρο αρχίζει να «ανοίγει» επικίνδυνα και ο τίτλος παραδίδεται στις… παραδόσεις της κατηγορίας του, καθώς όπως και στα περισσότερα παιχνίδια του είδους βρίσκεσαι να ξοδεύεις το χρόνο σου προσπαθώντας να εξερευνήσεις όσο το δυνατόν περισσότερα δωμάτια μέχρι που φτάνεις σε κάποιον εχθρό που φαίνεται πολύ δύσκολος (για την ώρα), ή προσπαθείς να καταλάβεις ποιο σημείο του χάρτη δεν έχεις κοιτάξει ακόμη ή ποιο γρίφο πρέπει να λύσεις για να προχωρήσεις παραπέρα. Δεν είναι τυχαίο ότι η συγκεκριμένη συνταγή, που συνδυάζει στοιχεία από τα Metroid (εξερεύνηση ενός πολύπλοκου, πολυεπίπεδου χάρτη και μπόλικο μπρος – πίσω) και τα Castlevania (στοιχεία τρόμου, γκροτέσκα αισθητική και δράση «σώμα με σώμα»), αποδείχθηκε τόσο δημοφιλής που «βαφτίστηκε» ως υπο-κατηγορία παιχνιδιών, και αν το Bloodstained φροντίζει να καλύπτει το πρώτο κομμάτι με το αριστοτεχνικά σχεδιασμένο κάστρο του, επιχειρεί επίσης να ενισχύσει το στοιχείο της δράσης με τις επιλογές παραμετροποίησης που προσφέρει στους παίκτες. Το παιχνίδι λειτουργεί πάνω σε δύο βασικές αρχές. Η μία αφορά στη χρήση των «θησαυρών» που βρίσκεις κατά την εξερεύνησή σου, και η άλλη στην αφομοίωση των κρυστάλλων που παίρνεις σκοτώνοντας τους δαίμονες που βρίσκονται στο δρόμο σου. Η δεύτερη κατηγορία ενεργοποιεί διάφορες μαγικές δυνατότητες, από ειδικές επιθέσεις ή άμυνες μέχρι την αναβάθμιση διαφορετικών στατιστικών του χαρακτήρα σου, ενώ η πρώτη σου επιτρέπει να κατασκευάσεις αντικείμενα, από όπλα και πανοπλίες σε διαφόρων ειδών φαγητά και φίλτρα, για να αναπληρώσεις τις μπάρες ενέργειάς σου ή να αποκτήσεις κάποια προσωρινή ενίσχυση στα στατιστικά σου. Ο συνδυασμός των δύο σου δίνει τη δυνατότητα να προσαρμόσεις την Miriam ακριβώς πάνω στο στιλ παιχνιδιού σου και ταυτόχρονα κάνει την εξέλιξη του παιχνιδιού μια ευχάριστη διαδικασία – η μισή χαρά στις μάχες είναι να δοκιμάζεις τα νέα όπλα που έχεις φτιάξει, για να δεις αν σου ταιριάζουν – αν και υπάρχουν στιγμές που οι επιλογές φαίνονται τόσες πολλές που σχεδόν σε κουράζουν. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία στο Bloodstained που θυμίζουν το Symphony of the Night ή προηγούμενα Castlevania, όπως οι αποστολές που σου προσφέρουν περιφερειακοί χαρακτήρες, που θυμίζουν τις αντίστοιχες αποστολές του Portrait of Ruin, ή οι διαφορετικοί τερματισμοί ανάλογα με το ποσοστό ολοκλήρωσης του παιχνιδιού, λογική που έχει παρθεί από το Symphony of the Night.
Εκεί που το παιχνίδι μας τα χαλάει λίγο είναι στον τεχνικό τομέα. Σε επίπεδο καλλιτεχνικής διεύθυνσης είναι πολύ όμορφο, και μάλιστα η ομάδα σχεδιασμού πέρασε πολύ έξυπνα το κόνσεπτ του παιχνιδιού (κρύσταλλοι, γυαλιά κτλ) και στην αισθητική του, καθώς το κάστρο είναι κυριολεκτικά «ντυμένο» στα βιτρώ. Από την άλλη, με εξαίρεση κάποιες εντυπωσιακές υφές και εφέ φωτισμού, τα γραφικά θα μπορούσαν να ανήκουν σε προηγούμενες γενιές συστημάτων, ενώ είναι συχνές οι περιπτώσεις που μπορεί να συναντήσεις και πτώσεις στα καρέ του παιχνιδιού, σε οποιοδήποτε σύστημα και αν δοκιμάζεις. Σε ότι αφορά το soundtrack, όλα τα μουσικά θέματα «φωνάζουν» Castlevania, κάτι εντελώς αναμενόμενο από τη στιγμή που μιλάμε για την Μιτσίρου Γιαμάνε, βετεράνο της σειράς. Αξίζει να σημειωθεί πάντως πως η μουσική του Bloodstained, αν και ταιριάζει τέλεια στο παιχνίδι, δεν είναι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη, εκτός από ένα μουσικό θέμα που έχει κολλήσει στο μυαλό του γράφοντα, για τους λάθους λόγους: είναι ο-λ-ό-ι-δ-ιο με εκείνο το ντίσκο χιτ της δεκαετίας του ΄90 εν ονόματι Crucified, από κάτι τρελούς Σουηδούς μουσικούς που λέγονταν Army of Lovers. Αν είστε πολύ νέοι για να το θυμάστε, η Google θα σας βοηθήσει.
Το Bloodstained: Ritual of the Night είναι τελικά ένα διασκεδαστικότατο ποτ πουρί από τα πιο δημοφιλή Castlevania της τελευταίας εικοσαετίας. Διαθέτει ιδανικό βάθος, ικανοποιητική διάρκεια (απαιτεί μίνιμουμ ένα δεκάωρο αλλά δεν πρόκειται να σας ταλαιπωρήσει πάνω από δεκαπέντε, είκοσι ώρες) και ένας προς ένα, όλα εκείνα τα στοιχεία που περίμεναν να απολαύσουν οι οπαδοί της σειράς όταν το project ανακοινώθηκε στην πλατφόρμα του Kickstarter. Όταν η Konami αποφάσισε να εγκαταλείψει το franchise λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος του αγοραστικού κοινού, μάλλον δεν περίμενε πως τελικά αυτό το κοινό θα αγκαλιάσει πληθώρα τίτλων εμπνευσμένων τα Castlevania και θα ωθήσει τον κο Ιγκαράσι να δημιουργήσει τον δικό του indie πνευματικό διάδοχο. Τι ωραία που τα φέρνει – μερικές φορές και για τους gamer – η ζωή, ε;
Σημείωση: Ευχαριστούμε την 505 Games για την απευθείας διάθεση του παιχνιδιού.
I’m crucified, crucifiiied like my saaaaaaaviooor
ΓΚΡΟΥΠΑΡΑ ΤΙ ΝΑ ΛΕΜΕ
Άρα κολλάει και στο ps4; Όχι μόνο στο switch;;
https://www.eurogamer.net/articles/digitalfoundry-2019-bloodstained-is-brilliant-but-switch-has-issues
Δες εδώ. Σε όλες τις κονσόλες (ιδιαίτερα στις βασικΧές) έχει κάποιες πτώσεις, αλλά στο Switch είναι λίγο… I cry, I pray mon Dieu, παρόλο που είναι η μόνη έκδοση που στοχεύει τα 30 fps (λογικό αυτό, δεν λογίζεται καν στα τεχνικά μειονεκτήματα). Εγώ το πήρα για PC όπου δεν έχω δει κάποιο θέμα ως τώρα, ούτε σε portable, ούτε σε docked mode :-P.
Παιχνιδάρα! Μακάρι να δούμε και συνέχεια!