Μετά και την ενασχόλησή μου με το Tom Clancy’s The Division 2, είμαι πλέον πεπεισμένος ότι η Ubisoft λατρεύει παθολογικά τους ανοιχτούς κόσμους. Ανεξάρτητα από το είδος και την κατηγορία στην οποία ανήκουν, όλα τα μεγάλα ονόματα της γαλλικής εταιρείας, από το Assassin’s Creed και το Far Cry μέχρι το Watch Dogs και το Division, υιοθετούν τις αρχές των ανοιχτόκοσμων παιχνιδιών, χωρίς να χάνουν το ιδιαίτερο «χρώμα» τους και εκείνα τα χαρακτηριστικά που τα κάνουν να ξεχωρίζουν και στα οποία οφείλουν την επιτυχία και την αναγνώριση από κοινό και κριτικούς. Κατά βάθος, το Assassin’s Creed παραμένει ένα παιχνίδι που δίνει έμφαση στο stealth (με στοιχεία RPG) και το Far Cry παραμένει ένα παιχνίδι που δίνει έμφαση στην εξερεύνηση (με στοιχεία RPG). Εντάξει, για το Watch Dogs τα γνωρίζετε – ξεκίνησε ως ανοιχτόκοσμο παιχνίδι με έμφαση στο χακάρισμα και το πιστολίδι, με στοιχεία RPG – φυσικά. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του Division. Η ανοιχτή φύση της Ουάσινγκτον, η πόλη στην οποία λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα του Division 2, δεν πάει ποτέ κόντρα στη φύση του παιχνιδιού. Η συνέχεια του αρχικού Division είναι ένα παιχνίδι κάλυψης και ανταλλαγής πυροβολισμών σε τρίτο πρόσωπο – με έντονα στοιχεία που παραπέμπουν σε RPG, το οποίο εδράζεται σε τρία σημεία.
Σημείο Πρώτο: Μπήκε το Diablo μέσα του
Επειδή looter-shooter δίχως λάφυρα δεν νοείται, θα ήταν μεγάλο ατόπημα για την Ubisoft να μην πάρει μαθήματα από τον άρχοντα των λαφύρων – και πραγματικό μάστορα του είδους (όσον αφορά το looter και ουχί το shooter), το Diablo της Blizzard. Η προγραμματιστική ομάδα που μας έδωσε το Division 2 ακολουθεί κατά γράμμα τη χρυσή συνταγή για το μαγικό φίλτρο που χάρισε την αιώνια νεότητα στο RPG δράσης της Blizzard. Και αυτό γιατί ο παίκτης γνωρίζει ότι πάντα θα τον περιμένει ένα καλό και σπάνιο αντικείμενο, κάθε φορά που επιστρέφει στον κόσμο του Diablo. Ε, λοιπόν, αυτή ακριβώς την αίσθηση αναπαράγει το Division 2, όποτε ξεκινούμε μια νέα αποστολή ή κάνουμε μία βόλτα στις Dark Zone του παιχνιδιού. Το Division 2 φροντίζει πάντα να επιβραβεύει τον παίκτη που θα αφιερώσει ένα μέρος από τον ελεύθερό του χρόνο, προσφέροντάς τού πολύτιμα λάφυρα που θα του φανούν χρήσιμα απέναντι σε δυσκολότερους κακούς και σε σαφώς πιο απαιτητικές αποστολές. Τα καλά λάφυρα (ένα καλό πιστόλι, ένα εξάρτημα που βελτιώνει το βεληνεκές του πυροβόλου όπλου, ένα αξιόπιστο αλεξίσφαιρο γιλέκο) δίνουν ένα καλό λόγο για να επιστρέψεις κανείς στο παιχνίδι και διατηρούν πάντα φρέσκια την εμπειρία. Λάφυρα που μπορούν να αλλάξουν μέχρι και το στυλ παιχνιδιού ενός παίκτη. Για παράδειγμα, μία πανίσχυρη επαναληπτική καραμπίνα μπορεί να γίνει η αφορμή για να σταματήσει κανείς να κρατάει αποστάσεις από τους αντιπάλους του και να υιοθετήσει έναν πιο επιθετικό τρόπο παιχνιδιού. Τα λάφυρα στο Division 2 και αξίζουν τον κόπο και είναι ικανά να διευρύνουν τους ορίζοντες ενός παίκτη, ώστε να απολαύσει στο έπακρο την εμπειρία που προσφέρει ο τίτλος της Ubisoft.
Σημείο Δεύτερο: Κάν’ το όπως το Gears of War
Στην περίπτωση του Division 2, η Ubisoft γνώριζε πολύ καλά ότι αν δεν έδειχνε την ίδια συνέπεια στο κομμάτι του shooter που έδειξε στο looter του νέου της looter-shooter, τα λάφυρα και τα καλούδια που αφήνουν πίσω τους οι ηττημένοι αντίπαλοί θα έχαναν την αξία τους. Γι’ αυτό και η γαλλική εταιρεία προίκισε το Division 2 με ένα άρτιο σύστημα χειρισμού που βρίσκεται πάντα στην υπηρεσία του παίκτου, ώστε να απολαμβάνει ανενόχλητος το ανελέητο πιστολίδι χωρίς να δυσανασχετεί από τα απανωτά κύματα των κακών που δεν αφήνουν σε ησυχία την αμερικάνικη πρωτεύουσα. Το κομμάτι της κάλυψης λειτουργεί άψογα και θα έλεγα ότι πλησιάζει αρκετά το αντίστοιχο από τη σειρά Gears of War, ενώ και η αίσθηση των όπλων είναι εξαιρετική. Όπως και να το κάνουμε, είναι ωραίο πράγμα για ένα shooter να δημιουργεί την εντύπωση ότι αν υπήρχαν στην πραγματικότητα τα όπλα που χρησιμοποιούμε εντός του παιχνιδιού, θα συμπεριφέρονταν όπως ακριβώς και στο παιχνίδι. Είναι αυτές οι μικρές λεπτομέρειες, αυτά τα ανεπαίσθητα υποσυνείδητα μηνυματάκια που αυξάνουν το βαθμό διασκέδασης.
Σημείο Τρίτο: Επικίνδυνες Αποστολές σε Ανοιχτό Κόσμο
Οι καλοστημένες αποστολές, κύριες και δευτερεύουσες, όπως και η ποικιλία αυτών, αποτελούν το κερασάκι στην τούρτα και δένουν το γλυκό μας. Κάθε αποστολή υποβάλλει τον παίκτη σε μία διαφορετική δοκιμασία με απώτερο σκοπό να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον για πάρα, μα πάρα πολύ χρόνο, είτε αυτός παίζει μονάχος του, είτε με παρέα μέσω διαδικτύου. Τόσο η ρυμοτομία της πόλης, όσο και ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των κτηρίων, δημιουργούν διαφορετικές συνθήκες μάχης, ενισχύοντας την αντοχή του παιχνιδιού στο χρόνο. Υπάρχουν αποστολές που οδηγούν τον παίκτη σε μάχες που λαμβάνουν χώρα σε ανοιχτούς χώρους, με ελάχιστα σημεία κάλυψης και άπειρους ελεύθερους σκοπευτές. Άλλες φορές ο παίκτης βρίσκεται εγκλωβισμένος στους στενούς διαδρόμους ενός εργαστηρίου και άλλοτε παγιδευμένος μέσα σε μία ολόκληρη πολυκατοικία γεμάτη από βαριά οπλισμένους κακούς που ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες σαν τους παλαβούς. Και επειδή δεν χρειάζεται να σας κουράσω με περισσότερα παραδείγματα σαν και τα παραπάνω, αυτό που αξίζει να κρατήσει κανείς από το Division 2, όσον αφορά το συγκεκριμένο τομέα, είναι ότι οι άνθρωποι της Ubisoft δεν βασίζονται αποκλειστικά στην ποικιλία των εχθρών και στη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται για να στήσουν συναρπαστικές μάχες, αλλά χρησιμοποιούν το περιβάλλον και τη διαρρύθμιση των εσωτερικών για προσδώσουν ένταση στις αναμετρήσεις με τους κακούς του παιχνιδιού.
Από την άλλη, όσον αφορά το σενάριο, εχμ, πως να σας το πω, το Division 2 κινείται στο ίδιο επίπεδο με τις περισσότερες μεγάλες παραγωγές της γαλλικής εταιρείας. Αυτό σημαίνει ότι ο πράκτορας/σερίφης/άνθρωπας του Νόμου και της Τάξης που έχουμε δημιουργήσει, συνδιαλέγεται με χαρακτήρες τα ονόματα των οποίων είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα δυσκολευτείτε να συγκρατήσετε έπειτα από μερικές μέρες. Σε γενικές γραμμές η πλοκή, οι πρωταγωνιστές, οι διάλογοι πάσχουν από μία σοβαροφάνεια, από μία έλλειψη έμπνευσης, με απούσα την όποια διάθεση για πρωτοτυπία. Αυτά, βέβαια, είναι κοινά χαρακτηριστικά των παιχνιδιών της Ubisoft, οπότε, δεν υπάρχει λόγος να το συμπεριλάβω στ’ αρνητικά του Division 2, σωστά; Πάντως, μία μικρή στεναχώρια μου την προκαλεί το γεγονός ότι η Ubi δεν προσπαθεί ιδιαίτερα σ’ αυτόν τον τομέα, παρά το γεγονός ότι υπάρχει η βάση και το υλικό για ωραίες και ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να σας πτοούν όλα αυτά. Όσο αδιάφορο και κοινότυπο και αν είναι το Division 2, από άποψη σεναρίου και πλοκής, τόσο απολαυστικό και συναρπαστικό είναι ως παιχνίδι. Είναι έτοιμο να ανταμείψει τον παίκτη που θα επενδύσει τον ελεύθερό του χρόνο, με χορταστικές μάχες – υπό διάφορες συνθήκες – σε κάθε γωνιά της ψηφιακής Ουάσινγκτον, και λάφυρα που φέρνουν το χαμόγελο στα χείλη ακόμα και του πιο απαιτητικού συλλέκτη (που έχει καλομάθει από κάτι Diablo II και ΙΙΙ). Τρεις ολόκληρες Dark Zones για τους φίλους που ψάχνουν το κάτι παραπάνω, όσον αφορά τα λάφυρα, και πλούσιο υλικό, πριν και μετά την ολοκλήρωση της ιστορίας. Είναι ένα ελκυστικό πακέτο και μία εξαιρετική πρόταση, τόσο για τους μοναχικούς παίκτες, όσο και για τους αμετανόητους μουλτιπλεϊεράζες.