Το Plague Tale: Innocence, κυρίες και κύριοι, είναι κάτι πραγματικά σπάνιο. Ένας τίτλος λιτός και απέριττος, αλλά ταυτόχρονα πολυτελής κι εντυπωσιακός. Ένα παιχνίδι σχεδιασμένο με απόλυτη προσήλωση γύρω από μια συγκεκριμένη εμπειρία. Ένα αλληλεπιδραστικό, σκοτεινό παραμύθι, ένα γραμμικό ταξίδι, μια μεσαιωνική λυρική φαντασίωση, ένα μικρό, λιτό, αλλά τέλεια σχηματισμένο κόσμημα. Δεν έχει σημασία που δημιουργήθηκε με ένα περιορισμένο σχετικά budget. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτό το ποσό αξιοποιήθηκε ιδανικά, προσφέροντας μια συναρπαστική, μαγευτική, αν και κάπως μονοδιάστατη εμπειρία, η οποία σου δίνει την αίσθηση ότι παίζεις κάτι πολύ πιο πλούσιο από αυτό που είναι πραγματικά.
Το δημιούργημα της Asobo είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό, αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για τον πρώτο αφηγηματικό τίτλο του γαλλικού στούντιο, το οποίο έχει στο ενεργητικό του μόλις μία σχετικά μεγάλη παραγωγή, το συμπαθητικό, αλλά σε καμία περίπτωση εξαιρετικό racer FUEL. Παρά τη μέτρια εμπορική του πορεία, το FUEL έδειξε ότι η Asobo ξέρει να χειρίζεται τον τεχνικό τομέα με μαεστρία και αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θα προσέξει κάποιος στο Plague Tale: Innocence. Δεν είναι τόσο ότι το παιχνίδι καταφέρνει να κοντράρει στα ίσα τις μεγαλύτερες κυκλοφορίες της εποχής στον τεχνικό τομέα (δεν τα καταφέρνει ακριβώς). Είναι περισσότερο ότι αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην ατμόσφαιρά του και ξέρει ποια είναι τα στοιχεία της εικόνας που πρέπει να ενισχύσει για να δημιουργήσει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, το Plague Tale διαθέτει έναν συνδυασμό τεχνικής αρτιότητας και καλλιτεχνικής αισθητικής που αντιμετωπίζει την οθόνη ως ψηφιακό καμβά και όχι αυστηρά ως «μέσο».
Το Plague Tale αφηγείται την ιστορία της Amicia de Rune και του αδερφού της, Hugo. Τα δύο αδέρφια είναι γόνοι του τοπικού άρχοντα στη γαλλική επαρχία της Ακουιτανίας, κατά τη διάρκεια της εισβολής των Βρετανών. Σε ένα κυνήγι με τον πατέρα της, η νεαρή Amicia έρχεται αντιμέτωπη με τα πρώτα δείγματα ενός μιάσματος που βαθμιαία εξαπλώνεται στην περιοχή. Όπως αποδεικνύεται, όμως, το μίασμα και η ασθένεια που φέρνει μαζί του είναι μάλλον το μικρότερο από τα προβλήματα της αριστοκρατικής οικογένειας, καθώς μετά από μια αιφνιδιαστική επιδρομή από τους άνδρες της Ιεράς Εξέτασης, η Amicia βρίσκεται κυνηγημένη και υπεύθυνη για την ασφάλεια του μικρού της αδερφού, ο οποίος εγκαταλείπει την έπαυλη της οικογένειας για πρώτη φορά, καθώς πάσχει από μια μυστηριώδη ασθένεια που μέχρι εκείνη τη στιγμή τον κρατούσε περιορισμένο στο οίκημα. Η ιστορία των δύο παιδιών δείχνει να εξελίσσεται παράλληλα με την εξάπλωση της επιδημίας, η οποία δείχνει να συνδέεται με το παρελθόν της οικογένειας και, ναι, το μαντέψατε, με την ασθένεια του Hugo.
Η ίδια η ιστορία που αφηγείται το Plague Tale: Innocence δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο από πλευράς πλοκής, αλλά ξεχωρίζει για τον τρόπο με τον οποίο μεταδίδει ατμόσφαιρα και συναισθήματα. Όπως φαίνεται και από τον τίτλο, το θέμα της αθωότητας δεσπόζει στην όλη αφήγηση, καθώς τα δυο παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με δύσκολα διλήμματα και άγριες καταστάσεις που θα τα κάνουν να ωριμάσουν απότομα, όπως και αμέτρητα άλλα παιδιά την εποχή του Μαύρου Θανάτου… από αυτά που κατάφεραν να μείνουν ζωντανά, δηλαδή. Βέβαια, πέρα από την πολύ ισχνή ιστορική επίφαση, την οποία μάλιστα οι συγγραφείς του παιχνιδιού φροντίζουν να θολώσουν αρκετά, καθώς αυτό που τους ενδιαφέρει είναι τα θέματα και η ατμόσφαιρα και όχι η ιστορική ακρίβεια, η υπόθεση του Plague Tale δεν αργεί να απλωθεί σε υπερφυσικά μονοπάτια, θυμίζοντας περισσότερο ένα σκοτεινό παραμύθι, παρά ένα μεσαιωνικό δράμα. Το αποτέλεσμα, αν και διάφανο και αναμενόμενο μερικές φορές, είναι αρκετά φρέσκο για τα δεδομένα των βιντεοπαιχνιδιών, ένα ευρωποκεντρικό αφήγημα που έχει τη δική του ταυτότητα και τον δικό του χαρακτήρα. Δεν έχει την εμμονή με τη δράση ενός αμερικανικού τίτλου, δεν έχει τον σουρεαλισμό της ιαπωνικής σχολής, αλλά ακολουθεί τη δική του πορεία, ανάμεσα σε αυτές τις δύο γραμμές, με κάποιες περιστασιακές συγκλίσεις και αποκλίσεις.
Όσο για το gameplay, εδώ θα βρείτε ακόμη λιγότερες εκπλήξεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχουν πολλές χτυπητές αδυναμίες. Αν και η έμφαση παραμένει διαρκώς στην ιστορία και οι σχεδιαστές δεν διστάζουν να διακόψουν τη ροή με σκηνοθετικά τρικ (αλληλεπιδραστικά ως επί το πλείστον… και ευτυχώς), το Plague Tale είναι μια ζωντανή εμπειρία με στιβαρούς, αν και υπερβολικά οικείους, μηχανισμούς. Κατά βάση, πρόκειται για έναν τίτλο stealth, πράγμα λογικό και αναμενόμενο, όταν η βασική πρωταγωνίστρια είναι μια νεαρή κοπέλα στον Μεσαίωνα, οπλισμένη μόνο με μια σφεντόνα… η οποία εξελίσσεται αργότερα και σε φονικό όπλο, βέβαια.
Σκεφτείτε λίγο τα παλιά Metal Gear, σε συνδυασμό με μια σειρά από προβλέψιμους, αλλά και αρκετά έξυπνους περιβαλλοντικούς γρίφους, οι οποίοι γίνονται ολοένα και πιο περίπλοκοι καθώς η ιστορία εξελίσσεται. Παράλληλα με την ιστορία, το μυστηριώδες μίασμα της αρχής γίνεται αργότερα μια ατελείωτη στρατιά από αναρίθμητους αρουραίους που καταβροχθίζουν τα πάντα στο πέρασμά τους, μια προφανής παραβολή της πανούκλας του Μαύρου Θανάτου. Παράλληλα με την εξέλιξη του κινδύνου, εξελίσσονται και τα σύνεργα που έχει στη διάθεσή της η Amicia και μαζί με τα εργαλεία εξελίσσονται και οι γρίφοι. Κάποιοι γρίφοι είναι απλά συνδυαστικοί, άλλοι απαιτούν καλό συγχρονισμό, άλλοι καλή αίσθηση του χώρου ή καλό σημάδι (περισσότερο παρατηρητικότητα, παρά σημάδι, στην ουσία), ενώ άλλοι είναι απολύτως γραμμικοί και λειτουργούν ως μεγάλα αλληλεπιδραστικά cutscenes. Αυτή η σχεδόν ρυθμική αλληλουχία διακόπτεται με κάποια σπάνια, αλλά καλά σκηνοθετημένα διαλείμματα, τα οποία παίρνουν τη μορφή αναμετρήσεων με «bosses». Αν και δεν χαρακτηρίζονται από ασυνήθιστη δημιουργικότητα, αυτές οι αναμετρήσεις δένουν τόσο οργανικά με το υπόλοιπο παιχνίδι που πολλές φορές συνάδουν απόλυτα με τα σημεία κορύφωσης της ιστορίας. Πάντως, παρά την αγριότητά τους που πολλές φορές ξαφνιάζει τον παίκτη, η έμφαση παραμένει στον γρίφο, παρά στη δράση, οπότε αποφεύγεται εν πολλοίς η παγίδα της τονικής ασυνέχειας.
Όπως θα περίμενε κανείς από μια τόσο κλασική, γραμμική δομή, κάποια στιγμή οι μηχανισμοί γίνονται κάπως μονοδιάστατοι, αλλά αυτό δεν ενοχλεί τόσο πολύ, καθώς αφενός τα σκηνικά είναι ιδιαίτερα επιβλητικά και αφετέρου η ιστορία δεν διστάζει να παρεκκλίνει σε… τρομακτικά χωράφια, με αποτέλεσμα η διαρκής ένταση και αγωνία να μην αφήνει το μυαλό να εστιάσει στην όποια επαναληψιμότητα. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Plague Tale, όπως γράψαμε και στην αρχή του κειμένου: είναι μια ολοκληρωτική, αλλά και ολοκληρωμένη εμπειρία, ένα συναισθηματικό, αλλά πάντοτε αλληλεπιδραστικό ταξίδι που βασίζεται σχεδόν εμμονικά στην ατμόσφαιρα και στις ψυχολογικές του νότες. Αν το υπεραναλύσεις, θα βρεις πολλές αδυναμίες, αλλά, χωρίς υπερβολή, δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνεις. Πρώτα από όλα, προσέχει πάρα πολύ τις προσδοκίες που δημιουργεί και προσπαθεί να τις εκπληρώσει. Δεύτερον, καταβάλει κάθε προσπάθεια ώστε να τραβήξει τον παίκτη στον κόσμο του, αναπληρώνοντας πολλά από τα κενά που αφήνει το περιορισμένο budget με καθαρή ατμόσφαιρα και ενσυναίσθηση. Και κάπως έτσι, με προϋπολογισμό AA μπορείς να φτιάξεις μια εμπειρία ΑΑΑ. Αρκεί, βέβαια, να μην περιμένεις ένα ανοικτόκοσμο έπος των 30 και πλέον ωρών. Δεν είναι αυτό το είδος παιχνιδιού. Και, στο κάτω-κάτω, δεν είναι ότι μας λείπουν αυτά τα παιχνίδια τον τελευταίο καιρό, έτσι δεν είναι;