Η σχέση μου με τη σειρά παιχνιδιών στρατηγικής Total War είναι ίδια με τη σχέση μου με τη σειρά ταινιών Ο Πόλεμος των Άστρων: Αρχικά, κάθε νέα κυκλοφορία κάποιου από τα δύο franchises με γέμιζε με ενθουσιασμό κι ανυπομονησία. Μετά όμως άρχισε η μαζική παραγωγή και ο ενθουσιασμός μετατράπηκε σε αδιαφορία, λόγω των αναμασημάτων και των τρικ εντυπωσιασμού που πλασάρονταν ως «καινοτομίες» στην περίπτωση του Total War, και του αναίσχυντου αρμέγματος και απροκάλυπτου fan service στην περίπτωση του Πολέμου των Άστρων.
Ειδικά στην περίπτωση του Total War που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω η ξενέρα ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αφού μετά το εξαιρετικό Fall of the Samurai γεννήθηκε μέσα μου η ελπίδα ότι η Creative Assembly θα τολμούσε να καταπιαστεί με πιο σύγχρονες περιόδους. Η κυκλοφορία, όμως, του Rome 2 ήταν η αρχή της κατάρρευσης του θρυλικού στάτους της σειράς, πράγμα που είχα διαισθανθεί από το 2013 κιόλας. Χωρίς βέβαια – προς αποφυγή παρεξηγήσεων – να σημαίνει αυτό ότι τα Total War που ακολούθησαν δεν ήταν αν μη τι άλλο αξιοπρεπή, συμπεριλαμβανομένου ακόμη ακόμη και του ίδιου του Rome 2 μετά από κάμποσες δεκάδες patches. Απλά, το Total War έπαψε πια να είναι ο φάρος του συγκεκριμένου αυτού είδους βιντεοπαιχνιδιών.
Δεδομένου ότι η σειρά είχε πιάσει ταβάνι πια όσον αφορά στα κομμάτια του ρεαλισμού και της ιστορικής ακρίβειας (το δικό της ταβάνι, όχι γενικά), θεώρησα έξυπνη την κίνηση της CA να μπει στα fantasy χωράφια. Αναφέρομαι φυσικά στο mashup του Total War με το Warhammer 40k. Δυστυχώς, παρότι έχω αγοράσει το Total War: Warhammer II, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι έχω αρκετή εμπειρία μαζί του ώστε να μπορώ να το κρίνω. Ως κάποιος που δεν έχει την παραμικρή επαφή με το σύμπαν του Warhammer 40k, ομολογώ ότι πελάγωσα με το lore του και η πεντάλεπτη εισαγωγή του – όσο καλοφτιαγμένη κι αν ήταν – σίγουρα δεν αποτελεί αυτό που λέμε «ομαλή εισαγωγή» σε έναν κόσμο που χτίζεται εδώ και πάνω από 30 χρόνια. Αυτός ίσως να ήταν και ο κύριος λόγος που το παιχνίδι δεν κατάφερε να με κρατήσει.
Η τελευταία προσθήκη στη σειρά, που τιτλοφορείται Three Kingdoms, αποπειράται να συμφιλιώσει την τέρμα αληθοφανή και ιστορική πλευρά της σειράς, με την τέρμα φανταστική του. Άλλωστε κάτι αντίστοιχο αποπειράθηκε και ο συγγραφέας Luo Guanzhong τον 14ο αιώνα, όταν έγραψε το θρυλικό πια ιστορικό έπος «Το Ρομάντζο των Τριών Βασιλείων», στο οποίο βασίζεται το παιχνίδι. Mashupception.
Γεωχρονολογικά, το παιχνίδι τοποθετείται στην Κίνα των τελών του δεύτερου μετά Χριστόν αιώνα. Η επανάσταση των Κίτρινων Τουρμπανιών έχει καταπνιγεί, αφήνοντας όμως τη χώρα στο χείλος του κατακερματισμού. Ο σατανικός πολέμαρχος Dong Zhuo έχει καταλάβει την πρωτεύουσα και έχει αντικαταστήσει τον νόμιμο αυτοκράτορα με τον ετεροθαλή αδελφό του, ο οποίος είναι πλέον υποχείριό του. Ο Dong Zhuo χρησιμοποιεί την εξουσία του για να πετυχαίνει τους ιδιοτελείς σκοπούς του, καταπιέζοντας τον λαό και συντρίβοντας κάθε αντίσταση. Εμείς καλούμαστε να αναλάβουμε τον ρόλο ενός εκ των ευγενών και των πολέμαρχων που έχουν απομείνει μετά την επανάσταση και να προσπαθήσουμε να ενώσουμε ξανά τη χώρα υπό την ηγεσία μας, έχοντας ως απώτερο σκοπό την ανατροπή του τυράννου Dong Zhuo.
Σε αντίθεση με άλλα παιχνίδια της σειράς Total War, το Three Kingdoms είναι αρκετά “story driven” για παιχνίδι στρατηγικής. Το γεωπολιτικό σκηνικό είναι αρκετά δυναμικό και ρευστό, με τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις διάφορες φράξιες να είναι αισθητά πιο συχνές και πολυποίκιλες από ό,τι είχα συνηθίσει. Γενικά, με τον τρόπο του το παιχνίδι ωθεί τον παίκτη να υποδυθεί τον ρόλο του ηγέτη που έχει επιλέξει.
Αυτό το πετυχαίνει γιατί οι διάφοροι χαρακτήρες που ελέγχουμε ή με τους οποίους αλληλεπιδρούμε έχουν πολύ μεγαλύτερο βάθος από τους στρατηγούς παλιότερων παιχνιδιών της σειράς, οι οποίοι είχαν μόνο ένα όνομα και κάποια βασικά προσόντα. Π.χ. αν επιλέξεις τον ιδεαλιστή υπέρμαχο της ηθικής Liu Bei, δεν πάει το χέρι σου, όχι μόνο να προδώσεις, αλλά ούτε καν να μην σπεύσεις να βοηθήσεις τους συμμάχους σου, αν το χρειαστούν.
Πέρα όμως από το ότι το παιχνίδι γαργαλά τον ψυχαναγκασμό μας, υπάρχουν και πρακτικοί λόγοι που επιβάλουν το role playing (σε επίπεδο φράξιας βέβαια). Οι δύο κυριότεροι είναι, πρώτον,τα πλεονεκτήματα της κάθε παράταξης και του ηγέτη της, τα οποία μπορούμε να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο μόνο αν εφαρμόζουμε συγκεκριμένες στρατηγικές, και δεύτερον, οι αποστολές, τα έπαθλα των οποίων είναι υπερβολικά δελεαστικά για να τα αγνοήσουμε. Φυσικά, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε τις όποιες προτροπές του παιχνιδιού και να κάνουμε του κεφαλιού μας. Στην περίπτωση αυτή βέβαια θα κάνουμε τη ζωή μας δύσκολη χωρίς λόγο, οπότε καλό είναι να επιλέξουμε σοφά τον πολέμαρχο ή ευγενή που θέλουμε να ελέγχουμε στο παιχνίδι, με βάση τον χαρακτήρα του και τα δυνατά του σημεία.
Αυτή είναι και η κύρια διαφορά του turn based σκέλους του παιχνιδιού, δηλαδή του campaign. Τα επιμέρους στοιχεία του σε γενικές γραμμές δεν διαφοροποιούνται τρομερά πολύ από τα αντίστοιχα των πρόσφατων Total War. Θα έλεγα ότι το campaign του Three Kingdoms αποτελεί μία φυσική εξέλιξη των προηγούμενων, με κάποια μικρά, αλλά στρατηγικά ραφιναρίσματα που καθιστούν την εμπειρία κάπως πιο «συμμαζεμένη». Επιπλέον τα πάντα έχουν προσαρμοστεί στον story driven χαρακτήρα του παιχνιδιού που προανέφερα, πράγμα που καθιστά τη διπλωματία αρκετά πιο περίπλοκη και σημαντική υπόθεση σε σχέση με παλιότερα. Οι φυσικοί πόροι της κάθε περιοχής αποκτούν τεράστια στρατηγική σημασία, αφού η ανάπτυξη ορισμένων τεχνολογιών είναι αδύνατη απουσία συγκεκριμένων εξ αυτών, ενώ τα ορυχεία, λιμάνια κλπ δεν είναι πια προσαρτημένα αυτόματα στην κάθε πόλη, αλλά αποτελούν αυτόνομα σημεία στον χάρτη τα οποία και πρέπει να κατακτήσουμε, αν θέλουμε να καρπωθούμε τα οφέλη. Τέλος, εντύπωση μου έκανε η δυνατότητα άνευ πολιορκίας/μάχης προσάρτησης μιας πόλης ή γενικά οικισμού στο βασίλειό μας, αν έχουμε φυσικά πρώτα συντρίψει τον ηγέτη της συγκεκριμένης επαρχίας στο πεδίο της μάχης.
Στο οποίο πεδίο της μάχης (δηλαδή στο RTS σκέλος του Total War), θα δούμε και τις περισσότερες διαφορές του Three Kingdoms με τους «προγόνους» του. Κατ’ αρχάς, μας δίνεται η δυνατότητα επιλογής ενός εκ δύο modes. Η Records αντιστοιχεί στην παραδοσιακή Total War εμπειρία, με τον στρατηγό να είναι καθαρά μπαφεράς και να μην έχει καμία άλλη συμμετοχή στη μάχη. Στη Romance μπαίνουμε σε μία λογική με την οποία εικάζω ότι θα είναι εξοικειωμένοι οι φίλοι που έχουν ασχοληθεί πιο σοβαρά από ό,τι εγώ με τα Total War: Warhammer. Συγκεκριμένα, οι στρατηγοί γίνονται πολεμικές μηχανές που μπορούν από μόνες τους να γείρουν την πλάστιγγα μιας μάχης υπέρ του στρατού τους. Πέραν αυτού, στην αρχή κάθε μάχης ενδέχεται να προκληθούν σε μονομαχία από τον αντίπαλο στρατηγό, η έκβαση της οποίας μπορεί να έχει καθοριστική σημασία για την πορεία της μάχης. Φυσικά, και εμείς οι ίδιοι μπορούμε να προκαλέσουμε τον αντίπαλο στρατηγό σε μονομαχία, αν έχουμε τα κότσια και την αυτοπεποίθηση. Πέρα από την αποδοχή ή την πρόκληση σε μονομαχία, ο παίκτης δεν έχει κάποια άλλη συμμετοχή σε αυτή. Απλά, βλέπουμε τα «αθρωπάκια» να πλακώνονται μεταξύ τους και το «γκομπιούτερ» αποφασίζει τον νικητή με βάση τα στατιστικά και των δύο. Η μάχη συνεχίζεται κανονικά (μάλιστα σε κάποια φάση αποδεκατίστηκε μια μονάδα τοξοτών μου γιατί καθόμουν και χάζευα τη μονομαχία αντί να προσέχω τι γινόταν στη μάχη), αλλά οι όποιες μονάδες βρίσκονται κοντά στο σημείο αποφεύγουν κινηματογραφικά τους δύο στρατηγούς.
Αν τα παραπάνω δεν σας έπεισαν για τη σημασία των στρατηγών στο παιχνίδι, τότε απλά δείτε την εικόνα με τα χαρακτηριστικά τους. Όπως βλέπετε, η καρτέλα τους ξεπερνά σε πολυπλοκότητα κι αυτή ενός χαρακτήρα σε RPG, πράγμα που καθιστά το λεβέλιασμά τους σκέτο πονοκέφαλο. Αυτό είναι που αποτρέπει το σπαμάρισμα της μονομαχίας, αφού η προοπτική του να χάσουμε έναν στρατηγό που έχουμε φτύσει αίμα για να τουμπανιάσουμε δεν είναι καθόλου ευχάριστη.
Προσωπικά άργησα αρκετά να προσαρμοστώ σε αυτή τη νέα λογική του παιχνιδιού. Η δύναμη της συνήθειας με ωθούσε να προστατεύω τους στρατηγούς μου αντί να τους ρίχνω στη μάχη, με αποτέλεσμα να ζοριστώ περισσότερο από ό,τι χρειαζόταν σε ορισμένες μάχες. Στις 3 – 4 πρώτες μάχες μάλιστα τους χρησιμοποιούσα μόνο για να αποδεκατίζουν τις εχθρικές μονάδες που υποχωρούσαν ατάκτως. Κατά τα άλλα, θεωρώ ότι το παιχνίδι δεν κρύβει τρομερές εκπλήξεις για τον βετεράνο Total Warίστα.
Πριν κάνω μια σύντομη αναφορά στον τεχνικό τομέα του παιχνιδιού, θα ήθελα να σας δώσω μια πολύ σημαντική συμβουλή: Αν έχετε SSD σκληρό, εγκαταστήστε το εκεί. Εγώ αρχικά το είχα σε έναν (αρκετά παλιό ομολογουμένως) SATA και μέχρι να φορτώσει η μάχη είχα διαβάσει τουλάχιστον τρία κεφάλαια του Kingkiller Chronicles που διαβάζω αυτή την περίοδο. Ειλικρινά, δεν περίμενα να πέσουν οι χρόνοι φορτώματος περισσότερο από ό,τι στο μισό, αλλά να που μετά από αυτή την κίνηση-ματ τούς είδα να γίνονται μέχρι και πέντε φορές μικρότεροι. Ίσως φαντάζει ασήμαντη αυτή η παρατήρηση για να της αφιερώνω ολόκληρη παράγραφο, αλλά πιστέψτε με, η εμπειρία αλλάζει άρδην.
Το Three Kingdoms, λοιπόν (αφού φορτώσει), είναι το ομορφότερο Total War, τελεία. Η προσοχή στη λεπτομέρεια είναι πρωτοφανής για τη σειρά. Γενικά το παιχνίδι είναι αρκετά «στολισμένο», πράγμα που μου έκανε εντύπωση, αφού η CA είχε δείξει την πρόθεση να «συμμαζέψει» κάπως και να κάνει πιο μινιμαλιστικό το interface. Εν προκειμένω, όμως, το πιο «φωνακλάδικο» οπτικά στιλ ταιριάζει γάντι με τη λογική και το περιεχόμενο του παιχνιδιού. Μοναδική μου ένσταση είναι ότι ο χάρτης του campaign είναι τόσο βαρυφορτωμένος που καταντά αποπροσανατολιστικός.
Πανέμορφο, όμως, είναι και το RTS κομμάτι του Three Kingdom. Εκεί έχει γίνει μια προσπάθεια (την οποία προσωπικά πρόσμενα εδώ και πολλά χρόνια) να αποκτήσουν οι μάχες έναν πιο κινηματογραφικό χαρακτήρα. Πέρα από τις μονομαχίες των στρατηγών που ντροπιάζουν μέχρι και fighting games, έχουν προστεθεί κάμποσα animations, με καλύτερα αυτά των επελάσεων του ιππικού, το οποίο φαίνεται να σαρώνει το εχθρικό στράτευμα κι όχι να σταματά πάνω του λες κι έπεσε σε τοίχο. Μη με παρεξηγείτε, θέλει πολλή δουλειά το παιχνίδι ώστε να δούμε κάτι πραγματικά κινηματογραφικό στις οθόνες μας, αλλά χαίρομαι πολύ που η CA το παλεύει προς αυτή την κατεύθυνση. Τέλος, θα ήθελα να δώσω τα εύσημα και στην ηθοποιό που υποδύεται την αφηγήτρια και σύμβουλό μας στο παιχνίδι. Κάνει εξαιρετική δουλειά και μας βοηθά πολύ να μπούμε στο κλίμα.
Το Total War: Three Kingdoms με άφησε πολύ ικανοποιημένο. Το πιο συμμαζεμένο (η λέξη κλειδί αυτής της παρουσίασης) και λιγότερο χαοτικό στιλ του ταίριαξε απόλυτα τόσο με τα γούστα μου, όσο και με την τρομερά busy φάση της ζωής μου. Μπόρεσα να το απολαύσω χωρίς να χρειαστεί να κάψω τα ελάχιστα εγκεφαλικά κύτταρα που μου απομένουν στο τέλος της κάθε ημέρας. Θα μου πείτε «Και τι μας νοιάζει εμάς ρε φίλε που εσύ θες κάτι πιο κάζουαλ, εμείς θέλουμε να καούμε!» Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, λοιπόν, το παιχνίδι προσφέρει και αυτή την επιλογή, αλλά κακά τα ψέματα, εκεί που διαπρέπει είναι στο Romance mode και στο πιο story driven gameplay. Αυτό πιστεύω είχαν κατά νου οι της CA όταν το σχεδίαζαν και εκεί έριξαν όλο το βάρος της παραγωγής. Ίσως απογοητευθούν κάποιοι πιο σκληροπυρηνικοί φίλοι της σειράς, αλλά στο Three Kingdoms εγώ βρήκα μια ισορροπημένη, συναρπαστική και εθιστική εμπειρία. Αυτή τη στιγμή, αποτελεί την αγαπημένη μου προσθήκη στη σειρά μετά το Fall of the Samurai και συνεπώς δεν θα μπορούσα παρά να το συστήσω ανεπιφύλακτα σε όλους τους φίλους των παιχνιδιών στρατηγικής.
Το τσίμπησα ήδη, αλλά τον ελάχιστο χρόνο μου τον αφιερώνω στο Bloodstained. Από τα όσα διάβασα πάντως, με βλέπω να επιστρέφω στο Rome 2 ή στο Attila. Οψόμεθα. Ωραία παρουσίαση!
Αφού το έχεις που το έχεις, δώσε του μια ευκαιρία 😉 Για εμένα πάντως δεν υπάρχει επιστροφή…