Μία εξωγήινη απειλή από τα βάθη του σύμπαντος, προκαλεί αναστάτωση σε όλον το γνωστό και άγνωστο κόσμο. Ύποπτα αντικείμενα με τη μορφή κύβου ευθύνονται για σεισμούς, λοιμούς, λιμούς και καταποντισμούς. Για την αντιμετώπιση αυτής της κοσμικής κρίσης και την αποκατάσταση της συμπαντικής ισορροπίας, οι χάρτινοι σούπερ ήρωες από το εβδομαδιαίο περιοδικό Shonen JUMP, ενώνουν τις δυνάμεις τους και μάχονται για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. JUMP Force ονομάζεται η ομάδα κρούσης και τελευταία γραμμή άμυνας του κόσμου απέναντι στην καταστροφική μανία των Umbras Cubes, που απειλούν να μετατρέψουν τους ανθρώπους σε σκοτεινά και μοχθηρά όντα.
Με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους του εβδομαδιαίου περιοδικού Shonen JUMP, Bandai Namco και Spike Chunsoft δημιούργησαν ένα τρισδιάστατο παιχνίδι ξύλου τριών εναντίων τριών, στο οποίο πρωταγωνιστούν ήρωες από δημοφιλείς σειρές που φιλοξενήθηκαν στις σελίδες του γιαπωνέζικου περιοδικού. Ήρωες από τις σειρές Dragon Ball, Fist of the North Star, Naruto, Yu-Gi-Oh!, Saint Seiya, One Piece και Samurai X, εμφανίζονται σε όλη τους τη χάρτινη δόξα, με τα εκκεντρικά τους κουρέματα και τα πανίσχυρα μαγικά τους κόλπα.
Σαράντα υπερήρωες των μάνγκα βρίσκονται στη διάθεσή μας για να δημιούργήσουμε την ομάδα των ονείρων μας. Οι δύο μονομάχοι μπορούν να κινούνται ελεύθερα μέσα σε μεγάλες επίπεδες αρένες. Ως είθισται στα παιχνίδια της συγκεκριμένης κατηγορίας, τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας περιμένουν υπομονετικά να έρθει η σειρά τους μέχρι να τους καλέσουμε είτε για να ένα στιγμιαίο χτύπημα, είτε να για αλλάξουν θέση με τον μαχητή με τον οποίο ξεκινήσαμε τη μάχη. Το σύστημα μάχης είναι απλοϊκό και υπερβολικά απλουστευμένο, καθώς βασίζεται σε μία σειρά από πολύ απλές και βασικές κινήσεις. Κάθε μαχητής διαθέτει απλές και ειδικές κινήσεις, σούπερ επιθέσεις και κινήσεις αποφυγής των εχθρικών επιθέσεων.
Από εκεί και πέρα, το ρεπερτόριο των κινήσεων που μπορεί να εκτελέσει κάθε μαχητής είναι φτωχό, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουμε τα εργαλεία που απαιτούνται για να απολαύσουμε συναρπαστικές αναμετρήσεις, εντός και εκτός διαδικτύου. Ο μικρός αριθμός κινήσεων, περιορίζει κατά πολύ τις επιλογές μας εν ώρα μάχης και – κατ’ επέκταση – επηρεάζει τον τρόπο παιχνιδιού μας. Ουσιαστικά, μας βάζει σε μία διαρκή στάση άμυνας και αναμονής, μέχρι ο αντίπαλος να ολοκληρώσει την επίθεσή του, ώστε να περάσουμε στην αντεπίθεση, εκτελώντας ξανά και ξανά τις ίδιες λιγοστές κινήσεις. Εξαιτίας των περιορισμένων επιλογών σε άμυνα και επίθεση, η μάχη μετατρέπεται σε ρουτίνα, χωρίς να προσφέρει το βαθμό απόλαυσης που θα περίμενε κανείς από ένα fighting game. Εξαιτίας του απλουστευμένου και ρηχού συστήματος μάχης, έννοιες όπως η στρατηγική και η τακτική, αποτελούν άγνωστες λέξεις για το JUMP Force.
Ωστόσο, οι λιγοστές επιλογές που έχουμε στα χέρια μας, δεν είναι μοναδικό πρόβλημα που παρουσιάζει το JUMP Force. Ο μεγάλος χρόνος απόκρισης των μαχητών στις εντολές μας, χαλάει την όποια καλή διάθεση μπορεί να έχει κανείς απέναντι στον τίτλο της Spike Chunsoft. Προς μεγάλη μου έκπληξη, καθώς το JUMP Force δεν από εκείνα τα «βαριά» παιχνίδια που είναι ικανά να εξαντλήσουν τους πόρους του συστήματος στο οποίο τρέχουν, ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στο πάτημα του πλήκτρου και την εκτέλεση της κίνησης από το μαχήτη μας, είναι αδιανόητα μεγάλος. Πρόκειται για ένα τεράστιο σφάλμα, ακόμα και για ένα ανάλαφρο fighting game όπως το JUMP Force. Δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να προβλέψουμε το παιχνίδι του αντιπάλου από τη στιγμή που ο μαχητής που ελέγχουμε εκτελεί με καθυστέρηση αρκετών δευτερολέπτων ακόμα και την πιο απλή κίνηση, όπως είναι η άμυνα και η αποφυγή. Ουσιαστικά, το παιχνίδι μας υποχρεώνει να προσαρμοστούμε σε συνθήκες μόνιμου lag, λες και παλεύουμε με παίκτες από την άλλη άκρη του κόσμου, μέσω διαδικτύου. Και αυτό συμβαίνει ακόμα και όταν παίζουμε offline, ενάντιον του υπολογιστή. Τι να πω, άβυσσος η ψυχή της Spike Chunsoft.
Εκτός από τα σοβαρά προβλήματα που επηρεάζουν το gameplay, υπάρχουν και άλλα θέματα που υποβαθμίζουν την εικόνα του JUMP Force και δίνουν την εντύπωση ότι ο τίτλος της Spike Chunsoft φτιάχτηκε στο πόδι. Πρώτ’ απ’ όλα, το παιχνίδι ταλαιπωρείται από μεγάλος χρόνους φόρτωσης. Το παιχνίδι φορτώνει με το πάσο του, είτε πρόκειται να παρακολουθήσουμε κάποια κινηματογραφική σκηνή, είτε πρόκειται να επαναλάβουμε μία μάχη – ακόμη και στην περίπτωση που κρατήσουμε τους ίδιους χαρακτήρες και πολεμήσουμε στην ίδια πίστα. Το συνεχές και χρονοβόρο loading βλάπτει τόσο τη ροή της αφήγησης, όσο και το ρυθμό του παιχνιδιού όταν παίζουμε το story mode. Και μια και το ‘φερε η κουβέντα, παρά το γεγονός ότι το JUMP Force είναι ένα σημείο συνάντησης όλων των μεγάλων ιαπωνικών κόμιξ, η υπόθεση είναι πέρα για πέρα απλοϊκή , χωρίς πολλές συγκινήσεις και δράματα. Και είναι κρίμα διότι η Spike Chunsoft δεν αξιοποίησε το πλούσιο υλικό που είχε στα χέρια της, με αφορμή τη συγκέντρωση τόσων πολλών και αγαπημένων ηρώων, σε ένα παιχνίδι. Η ανύπαρκτη σκηνοθεσία και οι αδιάφοροι διάλογοι, αποδεικνύονται περισσότερο βλαβεροί και από τους ύπουλους κοσμικούς κύβους.
Κλείνοντας, το JUMP Force δεν είναι το παιχνίδι-γιορτή που περίμεναν οι φίλοι των ιαπωνικών κόμιξ για τα πενήντα χρόνια του εβδομαδιαίου Shonen JUMP. Η αδιάφορη ιστορία, η έλλειψη αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους ήρωες των μάνγκα, οι λιγοστές κινήσεις που διαθέτει κάθε μαχητής, όπως και τα τεχνικά προβλήματα που παρουσιάζει ο τίτλος των Bandai Namco και Spike Chunsoft, δεν του επιτρέπουν να ξεφύγει από τη μετριότητα. Και όπως έλεγε κάποτε ένας σοφός δάσκαλος των πολεμικών τεχνών «ποτέ μην εμπιστεύεσαι ένα fighting game που τρέχει στα 30fps». Άδικο έχει ο μεγάλος γκουρού;
έμαθα πως, είσαι mangaς, είσαι και μπελαλής…
Αμπσολιμόν…
μηηηηηηηη, μουυυυυουυυυυυοοοουυυ, ξαναφύγεις πια, manga μου….