Diablo III (@PS4, Switch, Xbox One, PC)

Diablo III: Ultimate Evil Edition

Συνήθως δεν χαίρομαι όταν κάθομαι και γράφω 1.000-2.000 λέξεις και ο επισκέπτης του site μπαίνει απλά για να δει το βαθμό στο τέλος. Αυτήν τη φορά, όμως, θα κάνω μια εξαίρεση. Άντε, πηγαίνετε να δείτε και τα λέμε σε λίγο, περιμένω…

Ωραία, πριν αρχίσετε τώρα να με κράζετε για το 7,5 που έβαλα στο Reaper of Souls στο PC, ας αναλογιστούμε ότι ο κάτοχος μιας νέας κονσόλας που σκέφτεται να αγοράσει το Diablo III έχει μπροστά του ένα εντελώς διαφορετικό προϊόν από αυτό που είχε στη διάθεσή του ο κάτοχος PC πριν από δύο χρόνια, αλλά και ο υποψήφιος αγοραστής του Reaper of Souls που έπρεπε να αποκτήσει και την επέκταση για να πάρει επιτέλους το παιχνίδι που έπρεπε να είναι το Diablo III από την αρχή. Σκεφτείτε πώς ήταν ο τίτλος πριν από δύο χρόνια και πώς είναι τώρα. Σκεφτείτε πόσο καιρό έπρεπε να περιμένει ο αρχικός αγοραστής του τίτλου μέχρι να μπει το σύστημα με τα Paragon Levels, να ανανεωθούν οι αλγόριθμοι των λαφύρων ώστε να μην είναι αναγκαία η χρήση του Auction House (πράγμα που αχρήστευσε όλο το grinding και τις αγοραπωλησίες των παικτών που ήταν εκεί από την αρχή) και να προστεθεί μια νέα λειτουργία τυχαίας δημιουργίας περιεχομένου ώστε να μη χρειάζεται να επαναλαμβάνει συνεχώς τη βασική ιστορία για να ανεβάσει νέους χαρακτήρες. Σκεφτείτε επίσης ότι για αυτό το προνόμιο έπρεπε να κάνει δύο αγορές ίσης αξίας, ένα κόστος που ευτυχώς μειώθηκε για τους νέους κατόχους του τίτλου που ξεκίνησαν με το Reaper of Souls (όσοι και αν ήταν αυτοί).

Επιστροφή στο New Tristam, λοιπόν. Και φτου από την αρχή, γιατί οι χαρακτήρες από υπολογιστές δεν μεταφέρονται.

Από την άλλη πλευρά, ο κάτοχος κονσόλας, ιδιαίτερα μιας κονσόλας νέας γενιάς, έχει μπροστά του ένα προϊόν που του επιτρέπει να εστιάσει μόνο στα θετικά. Το Diablo III σε βασικό επίπεδο ήταν πάντα ένα πολύ καλό παιχνίδι, το οποίο συνδυάζει τη σκοτεινή ατμόσφαιρα με τα πλούσια χρώματα, το μελετημένο χάος με τη σαφήνεια του UI, το βάθος με την προσβασιμότητα. Σε τελική ανάλυση, ό,τι κάνει ο παίκτης στο παιχνίδι έχει τη σωστή αίσθηση και τον τραβάει ακόμα περισσότερο στο βαθύ πηγάδι του εθισμού. Η διαφορά είναι ότι πλέον λείπουν όλα αυτά που κάποτε δεν σου επέτρεπαν να απολαύσεις τους κορυφαίους μηχανισμούς όπως τους αξίζει.

Ας ξεκινήσουμε με την απαίτηση να είσαι συνδεδεμένος online για να παίξεις, η οποία δεν υπάρχει σε αυτήν την έκδοση. Αυτό σημαίνει ότι μπορείς να συνεχίσεις να “λουτάρεις” με την ησυχία σου, ακόμα και αν κάποιος αποφασίσει να επιτεθεί στη διαδικτυακή υπηρεσία της κονσόλας σου (καλή ώρα όπως έγινε πριν από μερικές ημέρες στο PSN) ή σε περίπτωση συντήρησης. Ακόμα πιο σημαντικό, η κατάργηση αυτής της απαίτησης επηρεάζει και το ίδιο το gameplay σε κάποιο βαθμό. Για κάποιον περίεργο λόγο, στους υπολογιστές το παιχνίδι δεν είναι απλώς online, αλλά πρέπει να επικοινωνεί διαρκώς με τους σέρβερ της Blizzard, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει πάντα πιθανότητα lag, ακόμα και αν ο παίκτης παίζει μόνος του. Μικρό το κακό, σε γενικές γραμμές, εκτός και αν κάποιος τολμήσει να παίξει σε hardcore mode, όπου, χωρίς υπερβολή, το έστω και στιγμιαίο lag έχει σκοτώσει περισσότερους ήρωες και από τους πιο δυνατούς elite. Βέβαια, υπάρχει και ο αντίλογος σύμφωνα με τον οποίο η έλλειψη της απαίτησης online σύνδεσης διευκολύνει το χακάρισμα του τίτλου, πράγμα που σημαίνει ότι οι κάτοχοι κονσόλας δεν θα έχουν πρόσβαση στο σύστημα των σεζόν που θα ξεκινήσει σύντομα στους υπολογιστές. Από τη στιγμή όμως που θα υπάρξει όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο της τελευταίας ενημέρωσης, έστω και με κάποια χρονική διαφορά από τους υπολογιστές, η απώλεια αυτή είναι μικρής σημασίας απέναντι στην εξάλειψη του lag και του ενοχλητικού, αν και περιστασιακού, τρεμοπαίγματος κατά την ανανέωση της οθόνης που οφείλεται στον ίδιο λόγο.

Από τεχνικής άποψης, οι εκδόσεις για τις νέες κονσόλες είναι υποδειγματικές και ας επιβαρύνονται με τοπικό co-op.

Όπως αναφέραμε προηγουμένως, ο κάτοχος κονσόλας έχει επίσης πρόσβαση από την αρχή σε ολόκληρο το περιεχόμενο του τίτλου και της επέκτασής του, εκτός από την τελευταία ενημέρωση (2.1), η οποία θα προστεθεί μελλοντικά, αλλά μόνο στα PS4 και X1. Αυτό σημαίνει ότι έχει από την αρχή στη διάθεσή του όλη την ιστορία, όλους τους τύπους χαρακτήρων και το πολυπόθητο Adventure Mode που, επιτέλους, απελευθερώνει τους παίκτες από την επανάληψη του campaign. Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα τοπικού co-op, είτε μέσω LAN ή offline. Ομολογώ ότι είχα τις επιφυλάξεις μου, αλλά τελικά το co-op στο ίδιο σαλόνι λειτουργεί υπέροχα. Ναι, υπάρχει το ενοχλητικό φαινόμενο της τηλεμεταφοράς όταν οι υπόλοιποι παίκτες απομακρύνονται πολύ, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που θα πατήσουν όλοι μαζί το κουμπί για χρήση μιας εισόδου ή εξόδου, με αποτέλεσμα να προκύψουν μερικά… αχρείαστα πήγαινε-έλα, αλλά σε γενικές γραμμές το Diablo III Ultimate Evil Edition μοιάζει σχεδιασμένο να παίζεται με αυτόν τον τρόπο. Αυτό οφείλεται στο γρήγορο ρυθμό, στο εξαιρετικό UI (με μια εξαίρεση που θα αναλύσουμε παρακάτω) και, φυσικά, στη γενική arcade-οποίηση του τίτλου σε σύγκριση με τα Diablo I και II. Υπάρχουν φυσικά και ορισμένες επιλογές PvP, αλλά έρχονται σαφώς σε δεύτερη μοίρα. Επίσης, συγκεκριμένα η έκδοση για PS4 και PS3 έχει λίγο επιπλέον περιεχόμενο, όπως νέες εμφανίσεις για αντικείμενα και ένα νέο Rift στο Adventure Mode βασισμένο στα τέρατα του Last of Us. Γενικά, για έναν παίκτη που δεν έχει ασχοληθεί με το Diablo III στο παρελθόν, το πακέτο ξεχειλίζει από περιεχόμενο με πιθανή διάρκεια που υπολογίζεται σε… μήνες.

Το περιεχόμενο και οι νέες δυνατότητες co-op είναι το πρώτο σκέλος της αξίας αγοράς του Diablo III Ultimate Evil Edition. Το δεύτερο είναι η κορυφαία δουλειά που έχει γίνει στη μεταφορά του τίτλου σε μια εντελώς διαφορετική πλατφόρμα, αν και τα θεμέλια της δουλειάς αυτής ήταν η απρόσμενα ποιοτική μεταφορά του βασικού Diablo III στις κονσόλες προηγούμενης γενιάς. Στις νέες κονσόλες, ο τίτλος έχει μεταφερθεί αυτούσιος από τους υπολογιστές, με κανέναν απολύτως συμβιβασμό που να μπορεί να διακριθεί με γυμνό μάτι. Φυσικά, δεν πρόκειται για κάποιον βαρύ ή ιδιαίτερα απαιτητικό τίτλο από τεχνικής άποψης, αλλά και πάλι υπάρχουν ακραίες περιπτώσεις στο Adventure Mode που ζορίζουν ακόμη και ισχυρά μηχανήματα. Στην έκδοση του PS4 που είχα στα χέρια μου, δεν παρατήρησα σχεδόν καμία πτώση των καρέ, ακόμα και στο offline co-op. Βέβαια, δεν κατάφερα να παίξω με φουλ ομάδα τεσσάρων παικτών, αλλά με 2 ή 3 δεν παρατήρησα κανένα θέμα απόδοσης.

Ο χειρισμός είναι τόσο καλομελετημένος που κανείς δεν θα μπορούσε να μαντέψει ότι το παιχνίδι προέρχεται από υπολογιστές χωρίς να το ξέρει. Εκτός από την οθόνη του inventory, που θα μπορούσε να είναι πιο λειτουργική, ειδικά όταν παίζουν περισσότεροι παίκτες τοπικά.

Αλλά η μεγαλύτερη έκπληξη, τουλάχιστον για εμένα προσωπικά που δεν είχα παίξει τις προηγούμενες εκδόσεις του Diablo III για PS3 και X360, ήταν το σύστημα χειρισμού. Η όλη παρουσίαση έχει προσαρμοστεί ώστε να θυμίζει περισσότερο παιχνίδι δράσης, παρόλο που αυτό δεν επηρεάζει σε κανέναν βαθμό τους βασικούς μηχανισμούς. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση του χειριστηρίου για έλεγχο του χαρακτήρα 1:1 έχει εξίσου φυσική αίσθηση με ένα ποντίκι και αυτό είναι από μόνο του πραγματικός άθλος (αν και πολλοί θα ισχυριστούν, δικαιολογημένα, ότι η Blizzard είχε σχεδιάσει εξαρχής το Diablo III για εύκολη μελλοντική μεταφορά στις κονσόλες). Φυσικά και υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ των δύο συστημάτων ελέγχου σε κονσόλες και υπολογιστές, αλλά κάθε μειονέκτημα που μπορεί να προσάψει κανείς στο χειριστήριο, αντισταθμίζεται από κάποιο πλεονέκτημα. Για παράδειγμα, είναι όντως μειονέκτημα το γεγονός ότι ο χειρισμός στις κονσόλες δεν επιτρέπει στον παίκτη να επιλέξει με ακρίβεια το σημείο που θέλει να χτυπήσει με μια ικανότητα ΑΟΕ (μεγάλου πεδίου επιρροής) καθώς τον αναγκάζει να σημαδεύει εχθρούς και όχι το έδαφος. Από την άλλη, η προσθήκη ενός ελιγμού σε όλους τους χαρακτήρες με το δεξιό μοχλό βοηθά στην αποφυγή άδικων καταστάσεων, ενώ η μετακίνηση του χαρακτήρα με τον αναλογικό μοχλό του επιτρέπει να στέκεται ακίνητος χωρίς να κρατάει πατημένο το shift, όπως στους υπολογιστές, κάτι που βοηθάει πολύ τους χαρακτήρες που επιτίθενται από απόσταση. Αν υπάρχει ένα πρόβλημα που αντικειμενικά θα μπορούσε να αποφύγει η Blizzard, είναι η διαχείριση του inventory. Για ένα παιχνίδι που προσφέρει τόσο ωραίο τοπικό co-op, είναι κρίμα που δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να διαχειριστούν οι παίκτες ταυτόχρονα τις δυνάμεις και τα αντικείμενά τους, εκτός από τις δυνατότητες γρήγορης επιλογής εξοπλισμού με το σταυρό του χειριστηρίου. Ως έχει, οι υπόλοιποι παίκτες πρέπει να περιμένουν τη σειρά τους για να μονοπωλήσουν την οθόνη εξοπλισμού, με το βαθμό ενόχλησης να αυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των παικτών.

Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες. Ειδικά στις κονσόλες νέας γενιάς, το Diablo III Ultimate Evil Edition είναι ένας ολοκληρωμένος τίτλος χωρίς αντίπαλο στο είδος του, με σχεδόν ανεξάντλητη διάρκεια, καλογυαλισμένους μηχανισμούς και σχεδιασμό που επωφελείται από δύο χρόνια εμπειρίας και βελτιστοποίησης. Αγοράστε άφοβα, λοιπόν.

 

Diablo III: Eternal Collection

Το Eternal Collection του Diablo III είναι η απόλυτη έκδοση ενός αγαπημένου, όσο και βασανισμένου παιχνιδιού. Ίσως να θυμάστε την ταλαιπωρημένη αρχική κυκλοφορία του παιχνιδιού το 2012 (ναι, πέρασαν έξι χρόνια και βάλε) με τη λογική του auction house, όπου οι παίκτες μπορούσαν να πληρώσουν -ορισμένοι μάλιστα έλεγαν ότι έπρεπε να το κάνουν- για να αποκτήσουν τον καλύτερο εξοπλισμό. Και φυσικά υπήρχαν και αυτοί που πρόλαβαν να βγάλουν και κάποιο χρήμα από τον αρχικό ενθουσιασμό. Βέβαια, αυτός ο ενθουσιασμός κράτησε πολύ λίγο, καθώς οι παίκτες συνειδητοποίησαν ότι το παιχνίδι δεν είχε end game. Με απλά Ελληνικά, έπρεπε να επαναλαμβάνεις συνέχεια την ίδια ιστορία ανεβάζοντας το επίπεδο δυσκολίας για να αποκτήσεις τον καλύτερο εξοπλισμό.

Πιο θολό, αλλά εξίσου καλό. Και απολύτως φορητό. Μια νέα εποχή μουδιάσματος ξεκινά.

Με τον καιρό, το τρομερό στον πυρήνα του, αλλά κάκιστο στα περιφερειακά του στοιχεία Diablo III εξελίχθηκε στο παιχνίδι που έπρεπε να είναι από την αρχή με το Ultimate Evil Edition, το οποίο κυκλοφόρησε και στις κονσόλες νέας γενιάς, κάνοντας ουσιαστικά μια επανεκκίνηση στο όλο εγχείρημα. Μάλιστα, και αυτό είναι κάτι που πάντα πρέπει να πιστώνεται στην Blizzard, η υποστήριξη στο παιχνίδι συνεχίστηκε για αρκετό καιρό αργότερα, με νέο περιεχόμενο που προστέθηκε σταδιακά, δωρεάν και επί πληρωμή (το οποίο στην ουσία ήταν ο Necromancer, ένας νέος χαρακτήρας, με αρκετά αποστασιοποιημένο και στρατηγικό gameplay). Όπως συμβαίνει συνήθως, όλο αυτό το περιεχόμενο έγινε κάποια στιγμή ένα πακέτο και ήρθε να αντικαταστήσει την προηγούμενη έκδοση του παιχνιδιού στα ράφια των καταστημάτων, υλικά ή ψηφιακά.

Αυτή η έκδοση, με την πλήρη ονομασία Diablo III: Eternal Collection είναι και αυτή που κυκλοφόρησε μόλις πριν από λίγες μέρες στο Switch της Nintendo. Όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μια έκδοση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς είναι η πρώτη φορά που το παιχνίδι γίνεται διαθέσιμο σε ένα πλήρως φορητό μηχάνημα, το οποίο μάλιστα δεν έχει συγκρίσιμη ιπποδύναμη με τις κονσόλες τρέχουσας γενιάς (ας αφήσουμε στην άκρη τα PC, έστω και τα laptop). Και το αποτέλεσμα είναι… πολύ καλό. Πρώτα από όλα, το παιχνίδι μοιάζει με… Diablo. Η γενική εικόνα που φτάνει στα μάτια του παίκτη είναι το πλήρες Diablo III με όλα τα λιπαρά του ή, έστω, με όλα τα απαραίτητα στοιχεία που καθορίζουν την ατμόσφαιρα και την αίσθησή του.

Το frame rate δεν δείχνει να ζορίζεται ιδιαίτερα ακόμα και όταν γίνεται αυτός ο χαμός που βλέπετε εδώ.

Υπάρχουν, βέβαια, συμβιβασμοί, ιδιαίτερα στην ευκρίνεια, όπου μεγάλο μέρος της οπτικής λεπτομέρειας χάνεται λόγω της πολύ χαμηλότερης ανάλυσης από αυτήν που έχουμε συνηθίσει να παίζουμε τελευταία το παιχνίδι στα PC, στο PS4 Pro και το Xbox One X. Όταν το Switch βρίσκεται στο dock του, βγάζει αξιοπρεπέστατη εικόνα 1080p που μπορεί να συγκριθεί επιφανειακά με τις εκδόσεις για τα βασικά PS4 και Xbox One, έστω και αν υπάρχει μια κάποια υποβάθμιση στα κοσμητικά στοιχεία. Ευτυχώς, αυτή η υποβάθμιση διακρίνεται με γυμνό μάτι μόνο στις στατικές στιγμές του παιχνιδιού, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του παιχνιδιού, όπου γίνεται ο κακός χαμός, είναι δύσκολο να εστιάσει κανείς σε υποδεέστερους φωτισμούς και σκιές. Εκεί που, παραδόξως, υποφέρει περισσότερο η συνολική εικόνα του παιχνιδιού είναι σε portable mode, όπου η ανάλυση είναι μεν επαρκής (δεν έχουμε εδώ τη θολούρα του DOOM, για παράδειγμα), αλλά λόγω της φύσης του παιχνιδιού που παρουσιάζει δεκάδες αρκετά λεπτομερείς φιγούρες ανά πάσα στιγμή στην οθόνη, μάλλον μας λείπουν περισσότερο οι… ίντσες, παρά τα pixel για να αναδειχτεί η εικόνα.

Όλο το περιεχόμενο είναι εδώ, ενωμένο-δυνατό.

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι υποφέρει το παιχνίδι. Η απόδοση παραμένει ακατέβατη (ή σχεδόν ακατέβατη) στα 60 fps, ακόμα και με multiplayer με άλλον έναν παίκτη, ο ένας εκ των οποίων ήταν Necromancer, ο οποίος δημιουργεί αμέτρητους χαρακτήρες στην οθόνη. Επίσης, όποιο και αν είναι το μέγεθος της οθόνης, το βασικό πλεονέκτημα του Diablo III παραμένει αναλλοίωτο: όσο γεμάτη και αν είναι η οθόνη, ο προσεγμένος καλλιτεχνικός τομέας και το μελετημένο UI επιτρέπουν στον παίκτη να διακρίνει τι συμβαίνει ανά πάσα στιγμή και να δρα ανάλογα. Σε συνδυασμό με την υψηλή απόδοση, η οποία παραμένει το ίδιο σταθερή σε docked και portable mode, και τον άμεσο και βολικό χειρισμό, ακόμα και σε portable mode, το Diablo III στο Switch παραμένει μια απολαυστική εμπειρία, η οποία αποκτά ιδιαίτερη αξία όταν μπορείς να την έχεις παντού μαζί σου. Να προσέχετε μόνο την μπαταρία (τελειώνει πιο γρήγορα από άλλους τίτλους) και το… μούδιασμα όταν παίζετε στη… βιβλιοθήκη. Πόσα αποσιωπητικά να βάλω ακόμα για να αποφύγω να γράψω «λεκάνη» ο άνθρωπος.

 

 

Exit mobile version