Μπορεί να έχουμε συμβιβαστεί πλέον με τη διαπίστωση πως η τεχνολογία του VR απέχει παρασάγγας από το να προσεγγίσει τις μάζες, τίτλοι ωστόσο όπως το Firewall Zero Hourέρχονται να μας υπενθυμίσουν γιατί το VR συνεχίζει να φαντάζει σαν το ιδεατό εξελικτικό βήμα στη ψηφιακή ψυχαγωγία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαίσθηση γίνεται ακόμη πιο ισχυρή όταν συνειδητοποιήσεις το ότι η ομάδα της First Contact Entertainment δεν κάθισε να σκαρφιστεί κάποια ιδιαίτερη ευρεσιτεχνία, ούτε έβαλε στόχο να πετύχει κάποια σχεδιαστική πρωτοπορία με το παιχνίδι της. Γρήγορα επίσης καταλαβαίνεις πως ο τίτλος αναλώνεται σε περιεχόμενο που σε άλλες κυκλοφορίες ή σε άλλα οικοσυστήματα θα μπορούσε να ανήκει σε κάποια έκδοση beta ή early access. Έχουμε πρακτικά ένα είδος αγώνα multiplayer για οκτώ παίκτες, όπου μία ομάδα τεσσάρων καλείται να επιτεθεί σε μια βάση – πίστα, να “χακάρει” δύο firewall και να κλέψει τα δεδομένα από έναν υπολογιστή ενώ η αντίπαλη ομάδα πρέπει να αμυνθεί και να τον προστατέψει. Σε άλλες περιπτώσεις, αυτά τα δεδομένα θα ήταν αρκετά για να δημιουργήσουν αμφιβολία για το προϊόν. Αν ωστόσο για μια στιγμή πιστέψεις πως όλα τα παραπάνω τα έχεις ξαναδεί και ξαναπαίξει, τη στιγμή που ξεκινάει η πρώτη αναμέτρηση του Firewall Zero έρχεται το… σοκ της αλλαγής που φέρνει η εμπειρία του Playstation VR. Γιατί αν το κάθε SOCOM, Counter Strike ή Rainbow Six (ή οποιοσδήποτε άλλος τίτλος της συνομοταξίας τους και της προτίμησής σου) μπορεί να αντιπαραθέσει υψηλότερες τεχνικές προδιαγραφές ή μεγαλύτερη ποικιλία περιεχομένου, κανένας από αυτούς τους τίτλους δεν διαθέτει στο οπλοστάσιό του το συναρπαστικό βιωματικό κομμάτι του Firewall Zero Hour. Σκέψου για παράδειγμα μια τυπική σκηνή από μια από τις εκατοντάδες παρόμοιες μάχες στις οποίες μπορεί να έχεις πάρει μέρος όλα αυτά τα χρόνια: ένας από τους συμπαίκτες σου συναντά κάποιον – ους από την αντίπαλη ομάδα, αρχίζουν οι πυροβολισμοί και βρίσκεσαι να τρέχεις προς το σημείο της συμπλοκής, προσπαθώντας να βρεις όσο το δυνατόν πιο πλεονεκτικό σημείο για να μπεις στη μάχη. Το παραπάνω στιγμιότυπο μετατρέπεται από κάτι συνηθισμένο σε μια σχεδόν… βιωματική εμπειρία στο Firewall Zero Hour, καθώς με το VR νιώθεις πως βρίσκεσαι μέσα στο χώρο που διαδραματίζεται η μάχη.
Είναι δύσκολο να περιγράψω με ακρίβεια το πόσο πιο ισχυρά είναι τα συναισθήματα που σου προκαλεί μια τέτοια μάχη στη VR εκδοχή της σε σχέση με μια αντίστοιχη “συμβατική” αναμέτρηση, γιατί παραμένει το δεδομένο πως ο μόνος τρόπος να καταλάβεις την εμπειρία του VR, είναι – χωρίς εναλλακτικές – να τη ζήσεις ο ίδιος. Θα αναφέρω ωστόσο πως η σχεδιαστική ομάδα πήρε – σε πρώτο επίπεδο – τη σωστή απόφαση να καταστήσει την επιβίωση μια πολύ δύσκολη υπόθεση σε σχέση με άλλους τίτλους του είδους. Μια σφαίρα μπορεί στο Firewall Zero να σε φέρει ένα βήμα πριν από το μνήμα, ενώ συνήθως ακολουθεί πολύ γρήγορα το τέλος, εκτός και αν βρεθεί κάποιος από την ομάδα σου να σε συνεφέρει (κάτι που συμβαίνει πολύ σπάνια, αφού κανείς δεν θέλει να κινδυνέψει να πεθάνει εξαιτίας σου). Όταν αυτό συμβεί βρίσκεσαι αυτόματα εκτός παιχνιδιού, αν και μπορείς να καθοδηγήσεις τους συμπαίκτες σου παρακολουθώντας τη δράση από κάμερες του κυκλώματος ασφάλειας. Μπορεί να ακούγεται σαν εντελώς παθητικός ρόλος, αλλά μερικές φορές το πρόωρο τέλος ενός παίκτη δεν είναι καθόλου άδοξο. Για την ακρίβεια είδα πολλές ομάδες να βασίζουν τη στρατηγική τους σε έναν αγώνα, στην καθοδήγηση από έναν πρόωρο αποθανόντα. Πιο σημαντικά ωστόσο, αν και το παραπάνω δεδομένο δημιουργεί την πολύ άβολη συνθήκη του να υπάρχουν παίκτες που συμμετέχουν στη μάχη για κυριολεκτικά μερικά δευτερόλεπτα, ταυτόχρονα εκτοξεύει την αδρεναλίνη στα ύψη, καθώς σε βάζει σε μια διαδικασία να καιροφυλακτείς με αγωνία πίσω από κάθε πόρτα και πίσω από κάθε γωνία και να προχωράς διστακτικά, βήμα – βήμα μέσα στην πίστα, προσπαθώντας να αφουγκραστείς τυχόν ήχους βημάτων που μπορεί να μαρτυρούν την παρουσία κάποιου αντιπάλου σε κοντινή απόσταση.
Ένα άλλο στοιχείο που παίζει τεράστιο ρόλο στο Firewall Zero είναι η επικοινωνία. Δεν είναι η πρώτη φορά που το συναντάμε σαν χαρακτηριστικό σε τίτλο της κατηγορίας, αλλά με βάση το πόσο σύντομες είναι οι αναμετρήσεις (μέγιστος χρόνος πέντε λεπτά) και το πόσο εύκολο είναι να βρεθείς… ανάσκελα με έναν – δυο πυροβολισμούς, η σωστή επικοινωνία και η συνεχής ανταλλαγή πληροφοριών είναι ο μόνος τρόπος να φέρει αποτελέσματα μια ομάδα μέσα στο παιχνίδι. Πολύ απλά, αν στην τετράδα βρεθούν παίκτες που δεν μιλούν αγγλικά σε έναν αξιοπρεπή βαθμό, είναι πάρα πολύ εύκολο να χαθεί ο έλεγχος τη στιγμή της συμπλοκής, αφού έχεις ελάχιστο χρόνο να δώσεις πληροφορίες, ή να επεξεργαστείς σωστά τις πληροφορίες που λαμβάνεις για να βοηθήσεις τους συμπαίκτες σου ή/και να αποφύγεις κάποιον από τους αντιπάλους. Τις πιο πολλές φορές και καθώς το παιχνίδι συνταιριάζει τυχαία παίκτες, μπορεί να βρεθείς με άγνωστους με τους οποίους καλά – καλά δεν μπορείς να συνεννοηθείς σε απλά πράγματα, πόσο μάλλον να ανταλλάξεις πληροφορίες σε μια συμπλοκή. Στην ιδανική περίσταση όμως που συνυπάρχεις με τέσσερις παίκτες που μιλούν άνετα τη γλώσσα και είναι και εξοικειωμένοι με το παιχνίδι, η αναμέτρηση γίνεται μια πολύ ξεχωριστή βιωματική συνεργατική εμπειρία.
Μπορεί όλα τα παραπάνω να κάνουν το Firewall Zero Hour να ακούγεται σαν ο ιδανικός τίτλος για το Playstation VR, αλλά η αλήθεια είναι πως σαν παιχνίδι δεν παύει να υστερεί σε αρκετά σημεία. Ξεκινάμε από το πιο βασικό, που είναι η έλλειψη περιεχομένου. Είναι λίγο περίεργο να συζητάμε για tactical shooter που διαθέτει ένα μόνο βασικό mode multiplayer παιχνιδιού και με τόσες λίγες διαθέσιμες παραμέτρους (μόνο ένα είδος αγώνα, μόνο εννιά επίπεδα), ακόμη και αν προσφέρεται η δυνατότητα και να προπονηθείς με άλλους παίκτες, αντιμετωπίζοντας ορδές από bot στα ίδια επίπεδα που διαδραματίζονται οι “κανονικοί” αγώνες. Υπάρχει επίσης ένα άλλο βασικό πρόβλημα που είναι εγγενές στο σχεδιασμό του παιχνιδιού: είναι πολλές φορές που ένα παιχνίδι μπορεί να διακοπεί από τον ίδιο τον host επειδή ένας αγώνας δεν πάει καλά (για εκείνον) και εσύ να βρεθείς να περιμένεις στο lobby για την επόμενη μάχη, κάτι που ωστόσο μπορεί να κρατήσει περισσότερη ώρα απ’ όσο κράτησε και η ίδια η αναμέτρηση. Αν σε άλλο τίτλο μια τέτοια αναμονή μπορεί να μη σου κοστίζει ιδιαίτερα, στο VR όπου βρίσκεσαι να περιμένεις με το κράνος στο κεφάλι χωρίς να έχεις ευχαριστηθεί ένα κανονικό παιχνίδι, η συνθήκη μπορεί να γίνει πολύ εκνευριστική. Έπειτα έχουμε και διάφορα τεχνικά θέματα, όπως προβλήματα στο χειρισμό – όταν για παράδειγμα αρχίζει να αιωρείται ο στόχος σου επειδή η κάμερα του Playstation 4 έχει χάσει τους αισθητήρες του χειριστηρίου, κάτι που μπορεί να συμβεί και με το κράνος – ή το γεγονός ότι τα επίπεδα έχουν πολύ χαμηλό βαθμό αλληλεπιδραστικότητας, κάτι λογικό από τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε με διαδικτυακό παιχνίδι στα απαιτητικά δεδομένα του VR.
Υπάρχουν αρκετά πράγματα να γράψεις για τους σχεδιαστικούς και τεχνικούς περιορισμούς του Firewall Zero Hour, αλλά η ουσία είναι αλλού. Όπως και ένας άλλος τίτλος της Sony, το Astrobot, review του οποίου θα διαβάσετε μέσα στις επόμενες ημέρες, το Firewall Zero Hour είναι ένα από εκείνα τα δημιουργήματα που επιδεικνύουν αγαστή διορατικότητα και προσαρμόζουν όλα τα στοιχεία τους πάνω στην εμπειρία του VR. Έτσι γίνεται – όσο και περιορισμένο να είναι – ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας εμπειρίας που πιθανότατα να καταστεί αναπόσπαστο κομμάτι των βιντεοπαιχνιδιών. Μπορεί σε μερικά χρόνια από τώρα να κοιτάμε πίσω και να μνημονεύουμε αυτούς τους πρώτους εξερευνητές της τότε νέας τεχνολογίας ή να αντιμετωπίζουμε τίτλους σαν και αυτόν σαν σχεδιαστικά αξιοπερίεργα ενός αποτυχημένου κόνσεπτ που δεν εξελίχθηκε ποτέ. Προς το παρόν, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ευχαριστηθούμε το παιχνίδι και να επιλέξουμε αν θέλουμε να βλέπουμε το ποτήρι ως μισοάδειο ή μισογεμάτο.