Αγαπημένες φίλες και φίλοι, αν η σειρά Dragon Quest ήταν φαγητό, θα ήταν κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο, το παραδοσιακό οικογενειακό πιάτο που φτιάχνει η μανούλα σχεδόν κάθε Κυριακή. Χωρίς να είναι γκουρμεδιάρικο και χωρίς να απαιτεί κάποια εξεζητημένη τεχνική στο μαγείρεμα ή κάποια μυστική συνταγή, το κοτόπουλο στο φούρνο με πατάτες (πω, αν το γράψω άλλη μία φορά, νομίζω ότι θα πεινάσω), μέσα σε όλη την απλότητα και τη διαχρονικότητα που το χαρακτηρίζει, συνεχίζει να ξετρελαίνει ουρανίσκους και να ευφραίνει κοιλίες. Και παρά τις όποιες παραλλαγές (όπως και να το κάνουμε, κάθε νοικοκυρά έχει τον δικό της τρόπο μαγειρέματος), η συνταγή παραμένει μία και μοναδική. Άλλωστε, γιατί να αλλάξεις κάτι που – ούτως ή άλλως – είναι πεντανόστιμο; Η Square Enix αναγνωρίζει τη διαχρονικότητα των Dragon Quest, γι’ αυτό και δεν μπαίνει στη διαδικασία να πειράξει την επιτυχημένη συνταγή. Μπορεί να αλλάζει εμφάνιση, να εκσυγχρονίζεται ώστε να συμβαδίζει με τα τεχνολογικά δεδομένα της εποχής, ωστόσο, τα βασικά της στοιχεία της σειράς, η δομή, ο κορμός και οι μηχανισμοί παραμένουν αναλλοίωτα εδώ και τρεις δεκαετίες. Το Dragon Quest θα είναι πάντα παραμυθένιο, θα μας μιλάει πάντα για την ιστορία ενός γενναίου νέου που τα βάζει με το απόλυτο Κακό, και, όσα χρόνια και αν περάσουν, θα μας ταξιδεύει στην εποχή της «αθωότητας» των βιντεοπαιχνιδιών, τότε που όλα τα δεινά του κόσμου έμοιαζαν με χαριτωμένα τερατάκια που χοροπηδούσαν πάνω-κάτω στην οθόνη.
Νέο σημείο συνάντησης του χθες με το σήμερα, το Dragon Quest XI: Echoes of an Elusive Age. Έπειτα από ένα μεγάλο διάλειμμα αρκετών ετών, η σειρά επιστρέφει στα επιτραπέζια συστήματα, στην παραδοσιακή της μορφή. Η τελευταία φορά που είδαμε ένα «κανονικό» Dragon Quest, ήταν το μακρινό 2006, όταν κυκλοφόρησε το DQVIII: Journey of the Cursed King για το PS2. Ακολούθησαν τα Dragon Quest IX: Sentinels of the Starry Skies (2010) και Dragon Quest X (2012). Το DQIX έμεινε στην ιστορία (πέρα από το γεγονός ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό JRPG) για την τολμηρή απόφαση από τη μεριά της Square Enix να το κυκλοφορήσει αποκλειστικά στο ταπεινό DS της Nintendo και όχι σε κάποια από τις μεγάλες κονσόλες. Τολμηρή μα καθόλου παράλογη η επιλογή που έκανε η ιαπωνική εταιρεία, καθώς η τεράστια εγκατεστημένη βάση του DS στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου (και στον κόσμο, γενικότερα), έδινε εγγυήσεις για την εμπορική επιτυχία του τίτλου. Από την άλλη, στην περίπτωση του δέκατου επεισοδίου, η Square Enix κινήθηκε σε πιο MMO μονοπάτια, θέλοντας να πειραματιστεί με το μαγικό κόσμο του διαδικτύου. Και φτάνουμε στο 2018, με τη σειρά να επιστρέφει στα κυβικά της, ακολουθώντας την παραδοσιακή συνταγή. Και τι επιστροφή, παρακαλώ!
Νέος με ξανθά ίσια μαλλιά και χωρίστρα στη μέση, ομιλητικός όσο και ο Link από τα Legend of Zelda, ανακαλύπτει ότι δεν είναι ένα τυχαίο παιδί του χωριού, αλλά ένας ήρωας με ευγενική καταγωγή, γόνος βασιλιάδων ενός κατεστραμμένου βασιλείου. Και μάλιστα, όπως μαρτυρά το περίεργο σημάδι στο αριστερό του χέρι, είναι προορισμένος για μεγάλα πράγματα, καθώς είναι ο μυθικός ήρωας που, με το Σπαθί του Φωτός, θα απαλλάξει τον κόσμο από τον Άρχοντα των Σκιών, τον σατανικό Mordegon. Θέλοντας να προλάβει τα χειρότερα, ο ύπουλος εχθρός, κινούμενος παρασκηνιακά, πήρε με το μέρος του το βασιλιά Καρνέλιαν και τον έπεισε να συλλάβει τον ανώνυμο πρωταγωνιστή και να τον ρίξει στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι του παλατιού. Για καλή του τύχη, ο Εκλεκτός γνωρίστηκε με τον Έρικ, ένα ληστή με την χρυσή καρδιά και μαλλί σαν του Σόνικ του Σκαντζόχοιρου. Με την απόδραση των δύο από τις φυλακές του παλατιού, ξεκινά η μεγάλη περιπέτεια που ακούει στο όνομα Echoes of an Elusive Age. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η παρέα των δύο θα μεγαλώνει, με την προσθήκη του εκρηκτικού Σιλβάνο, της αινιγματική Τζέιντ, του Ραμπ – το αρχέτυπο του κλασικού παππούκα που υπάρχει σε όλα τα ιαπωνικά RPG, της Σερένα με τα μαγικά γιατροσόφια και προσωποποίηση της ευγένειας – και, τέλος, της οξύθυμης αδερφής της, την κοντή μάγισσα Βερόνικα με το κόκκινο σκουφί.
Όλοι οι χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον ανώνυμο ήρωα και συνθέτουν την ομάδα κρούσης στο Dragon Quest XI, βασίζονται στα γνωστά στερεότυπα που συναντούμε στα γιαπωνέζικα RPG. Φωνακλάδες, εκκεντρικοί, ατρόμητοι, καλόκαρδοι, έτοιμοι να πλακωθούν μεταξύ τους και με τον υπόλοιπο κόσμο και, ταυτόχρονα, έτοιμοι να θυσιαστούν για την ομάδα, χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήρωες που έχουμε δει σε εκατοντάδες παιχνίδια του είδους, σε διάφορα σχέδια και μεγέθη. Και όμως, προτιμώ χίλιες φορές να βλέπω αυτούς τους ευχάριστους τύπους, παρά τους αφόρητα και απελπιστικά αδιάφορους χαρακτήρες ενός Final Fantasy XV, ήρωες «νερόβραστους» και βαρετούς, οι οποίοι στερούνται προσωπικότητας, χωρίς να δικαιολογούν την παρουσία τους στο παιχνίδι. Χίλιες φορές, λοιπόν, οι πληθωρικοί χαρακτήρες από το σύμπαν του Dragon Quest με τα κλισέ τους.
Το ίδιο ή και μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μικρές ιστορίες που αποκαλύπτονται σταδιακά, κατά την εξερεύνηση του μεγάλου κόσμου του Dragon Quest XI. Κάθε πόλη που επισκεπτόμαστε μας αφηγείται και από μία ξεχωριστή ιστοριούλα. Αυτή η σημαντική λεπτομέρεια είναι που κάνει τόσο ενδιαφέρον το ταξίδι του ανώνυμου ήρωα και της παρέας του. Οι μικρές αυτές ιστορίες του κάθε τόπου εξυπηρετούν πάνω απ’ όλα τη δομή του DQXI και αυτό γιατί ο νέος τίτλος της Square Enix βασίζεται σε μία απλή διαδικασία που επαναλαμβάνεται διαρκώς. Με το που φτάνει σε μία πόλη, η ομάδα μας ενημερώνεται από τους ντόπιους για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο τόπος τους (η παρουσία ενός μεγάλου τέρατος που τους κάνει δύσκολη τη ζωή, η μυστηριώδης εξαφάνιση των κατοίκων, μία αρχαία κατάρα που έχει «πέσει» πάνω τους, κλπ.), εν συνεχεία αναλαμβάνει την επίλυση του προβλήματος, το οποίο μας οδηγεί στο τοπικό boss που ευθύνεται για την όλη αναστάτωση. Μετά τον θρίαμβο επί του αφεντικού και την απομάκρυνση από το ταμείο, προχωρούμε στον επόμενο προορισμό και επαναλαμβάνουμε την όλη διαδικασία. Η ομάδα ανάπτυξης γνωρίζει καλά πόσο κουραστική και επίπονη θα μπορούσε να γίνει η παραπάνω διαδικασία, γι’ αυτό και φρόντισε να μας ταξιδέψει σε παραμυθένια μέρη, οι κάτοικοι των οποίων έχουν να μας πουν και από μία ωραία ιστορία. Η αλλαγή παραστάσεων και ιστοριών είναι εντυπωσιακή (παγωμένα βασίλεια, υποβρύχιοι κόσμοι, γιγάντιες αρένες, παράλληλοι κόσμοι κρυμμένοι σε μαγικές τοιχογραφίες), πράγμα που μ’ έκανε να ανυπομονώ για την επόμενη μικρή ιστορία, για τον επόμενο κόσμο που θα συναντήσω, χωρίς να αισθάνομαι εγκλωβισμένος σε μία βαρετή, κυκλική διαδικασία που απλά επαναλαμβάνεται.
Σ’ αυτό βοηθούν και τα αφεντικούλια του παιχνιδιού, καθώς είναι αρκετά ζόρικα και απαιτούν την αξιοποίηση όλων των ικανοτήτων που διαθέτουν τα μέλη της ομάδας μας. Αντίθετα με τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς, στο Dragon Quest XI δεν υπάρχει η δυνατότητα επιλογής του επαγγέλματος για τα μέλη της ομάδας που ελέγχουμε. Κάθε χαρακτήρας ανήκει σε συγκεκριμένη κατηγορία πολεμιστή, χωρίς να μπορούμε να αλλάξουμε στην πορεία. Ο πρωταγωνιστής είναι δεινός ξιφομάχος και μπορεί να χειρίζεται από λεπτά σπαθιά μέχρι μεγάλα και βαριά broadsword. H Βερόνικα έχει μία κλίση προς τα επιθετικά μαγικά ξόρκια από πάγο και φωτιά, ενώ η αδερφή της η Σερένα, επίσης μάγισσα στο επάγγελμα, ειδικεύεται στα παθητικά ξόρκια, όπως είναι η δημιουργία ενεργειακών ασπίδων που προστατεύουν την ομάδα από φυσικές και μαγικές επιθέσεις. Ο Ραμπ, ως πιο μεγάλος στην ηλικία και παππούκας, είναι καλός και στις δύο κατηγορίες μαγικών. Από την άλλη, η Τζέιντ είναι η καλύτερη επιλογή όταν έχουμε μάχες σώμα με σώμα, καθώς είναι γρήγορη, δυνατή και ικανή να προκαλέσει τεράστια ζημιά στους αντιπάλους της με το κοντάρι της.
Οι αναμετρήσεις με τα τερατάκια και τους κακούς του παιχνιδιού παραμένουν turn-based, όπως συμβαίνει σε όλα τα Dragon Quest. Κάθε χαρακτήρας πρέπει να περιμένει να έρθει η σειρά του για να προβεί σε κάποια ενέργεια, ενώ το παιχνίδι μας επιτρέπει να αλλάζουμε τα μέλη της τετραμελούς ομάδας, φέρνοντας στο προσκήνιο όποιον από τους αναπληρωματικούς επιθυμούμε. Αυτή η επιλογή αποδεικνύεται πολύ χρήσιμη, ειδικά στις μάχες με τα αφεντικά, καθώς μπορούμε να κάνουμε διορθωτικές κινήσεις στο ρόστερ των τεσσάρων κατά τη διάρκεια της αναμέτρησης, ώστε να έχουμε πάντα τον ιδανικό συνδυασμό χαρακτήρων. Κάθε φορά που ανεβαίνουμε επίπεδο, εκτός από τις ικανότητες και τα ξόρκια που μαθαίνουν αυτόματα οι χαρακτήρες μας, κερδίζουμε Πόντους Δεξιότητας, τους οποίους μπορούμε να ξοδέψουμε για να ξεκλειδώσουμε νέες – μαγικές και μη – ικανότητες, μέσα από το σύστημα βελτίωσης των χαρακτήρων μας που θυμίζει έντονα το αντίστοιχο από το Final Fantasy XII. Για κάθε χαρακτήρα αντιστοιχεί και ένα ταμπλό πάνω στο οποίο είναι αραδιασμένες ικανότητες και μαγικές κινήσεις. Με το που ξεκλειδώνουμε μία από αυτές, αυτομάτως οι γειτονικές της γίνονται διαθέσιμες προς αγορά.
Άλλη μία καινοτομία είναι η λεγόμενη κατάσταση Pep. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, οι χαρακτήρες που βρίσκονται στο πεδίο μάχης μπορούν πεπιάζονται® και, ως άλλοι ήρωες από το Dragon Ball, τυλίγονται μέσα σε μπλε φλόγες. Στην κατάσταση αυτή, τα στατιστικά τους (άμυνα και επίθεση) βελτιώνονται θεαματικά και αποκτούν πρόσβαση σε κινήσεις και ικανότητες που δεν μπορούμε να εκτελέσουμε υπό κανονικές συνθήκες. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να παλεύεις με ένα δύσκολο αρχηγό και να έχεις έναν ή και περισσότερους χαρακτήρες με ενεργοποιημένες τις δυνάμεις Pep. Γλέντι για εμάς και κλάμα για το μποσάκι. Μια και πιάσαμε τις καινοτομίες, μία όχι και τόσο ουσιαστική προσθήκη είναι αυτή της επιλογής κάμερας κατά τη διάρκεια της μάχης. Ως γνωστόν, επειδή η σειρά Dragon Quest, πάντα πιστή στο φορμά των παλιομοδίτικων JRPG, διατηρεί την ίδια κάμερα εδώ και χρόνια: στη μία μεριά παρατάσσονται οι καλοί, στην άλλη οι κακοί, χωρίς να μπορούν να κουνηθούν μέχρι έρθει η σειρά τους. Στο Echoes of an Elusive Past, μας δίνει και μία δεύτερη επιλογή, αυτής της ελεύθερης μετακίνησης στον χώρο όπου διεξάγεται η μάχη – με την ανάλογη κίνηση της κάμερας. Στην περίπτωση αυτή, το παιχνίδι σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι παίζεις με όρους ενός RPG δράσης, όπως το Ys VIII: Lacrimosa of Dana. Ωστόσο, η ελεύθερη κίνηση του χαρακτήρα που ελέγχουμε, δεν συνεπάγεται ότι μπορεί να ενεργεί το ίδιο ελέυθερα. Για παράδειγμα, αν και μπορεί να βρεθούμε σε απόσταση ασφαλείας από ένα εχθρό που πρόκειται να τον χτυπήσει, με το που έρθει η σειρά του συγκεκριμένου εχθρού, το χτύπημα δεν το γλιτώνουμε. Η νέα κάμερα επιτρέπει απλά να θαυμάζουμε το τοπίο, χωρίς να αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο πολεμάμε. Οπότε, μετά τις πρώτες μάχες, το γύρισα στην κλασική κάμερα και ησύχασα 😛
Η Square Enix γνωρίζει τη διαχρονική αξία των Dragon Quest και ξέρει τι παρεμβάσεις πρέπει να κάνει ώστε να μην αλλοιώσει τον χαρακτήρα της σειράς και, ταυτόχρονα, να φρεσκάρει και να ανανεώσει – έστω και ανεπαίσθητα – τους βασικούς μηχανισμούς. Η στασιμότητα είναι αρνητικό χαρακτηριστικό για οποιοδήποτε άλλο βιντεοπαιχνίδι, όχι όμως και για το Dragon Quest. Στην περίπτωση αυτή, η φαινομενική στασιμότητα γίνεται από επιλογή και όχι από έλλειψη δημιουργικότητας ή κάποια γενικότερη ατολμία. Άλλωστε, το διαχρονικό δεν τον πειράζεις. Το Dragon Quest XI είναι ένας φόρος τιμής στα παλιά καλά ιαπωνικά RPG, μεταφέροντας τη μαγεία των παιχνιδιών εκείνων, στη σύγχρονη εποχή. Είναι έτοιμο να προσφέρει στους παίκτες του σήμερα, τη χαρά και τη συγκίνηση που ένιωθαν οι πιτσιρικάδες πριν από τριάντα χρόνια. Τεράστιο επίτευγμα για μια σειρά που ελάχιστα αλλάζει.