Είναι προφανές ότι το Spider-Man της Insomniac δεν προέκυψε τυχαία. Όλες οι κινήσεις που (φαίνεται) να έγιναν εδώ μυρίζουν χρήμα. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ted Price, ιδρυτή της Insomniac, το έργο ξεκίνησε από τη Marvel, όχι από τη Sony, στα πλαίσια της προσπάθειας του αμερικανικού κολοσσού να συνεργαστεί με πραγματικά μεγάλους παίκτες της αγοράς και να δημιουργήσει βιντεοπαιχνίδια πρώτης γραμμής. Ίσως επειδή οι χαρακτήρες της Marvel έχουν μείνει λίγο πίσω σε αυτόν τον τομέα, με την DC, τον άλλοτε μεγαλύτερο ανταγωνιστή της, να απολαμβάνει τη δόξα των Arkham, αλλά και των Injustice. Η τελευταία φορά που η Marvel είχε ένα πραγματικά κορυφαίο videogame ανεξαρτήτως license, ίσως ήταν τα πρώτα δύο Marvel vs. Capcom και, φυσικά, τα πρώτα τρισδιάστατα Spider-Man της Neversoft. Είναι προφανές ότι η επιλογή των Sony/Insomniac, αλλά και της Crystal Dynamics για τους Avengers στοχεύει σε πραγματικά μεγάλες παραγωγές, φιλόδοξες από κάθε άποψη, που δεν θα βασίζονται μόνο στους διάσημους πρωταγωνιστές τους.
Και η αλήθεια είναι ότι αυτό ακριβώς δημιούργησε η Insomniac. Παρόλο που το στούντιο των Ratchet and Clank, των Resistance και πρόσφατα του Sunset Overdrive ειδικεύεται περισσότερο στην υλοποίηση νέων IP που σχεδιάζει εσωτερικά, εδώ έχει επικεντρωθεί στη μεταφορά ενός διάσημου, εμβληματικού και πολυδιάστατου χαρακτήρα στην οθόνη. Ακριβώς όπως και η σειρά Arkham, το Marvel’s Spider-Man είναι μια εμπειρία σχεδιασμένη γύρω από τον κεντρικό της χαρακτήρα, δεν είναι ένα οποιοδήποτε action game στο οποίο προστίθεται εκ των υστέρων ένας διάσημος ήρωας (Wolverine κανείς;). Από την πρώτη στιγμή που θα πιάσει στα χέρια του το χειριστήριο, ο παίκτης αισθάνεται ότι είναι ο Spider-Man, ότι ελέγχει τις κινήσεις ενός εκπληκτικά γρήγορου, ευλύγιστου, δυναμικού και ευέλικτου χαρακτήρα, ο οποίος ναι μεν είναι σχετικά προσγειωμένος στην πραγματικότητα, αλλά έχει σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες.
Ωστόσο, τα πρώτα βήματα αφήνουν μια… διστακτική, αμήχανη, ίσως και άβολη εντύπωση. Το tutorial καθοδηγεί τον παίκτη σε μια κλασική, εντυπωσιακή περιπέτεια όπως αυτές που έχουμε ζήσει άπειρες φορές στις σελίδες των κόμιξ, η οποία κλιμακώνεται με μια εξίσου κλασική αναμέτρηση με έναν από τους, ναι, το μαντέψατε, κλασικούς αντιπάλους του Spider-Man. Όλα είναι πολύ όμορφα, εντυπωσιακά, έχουν την κατάλληλη αίσθηση και η νίκη στο αποκορύφωμα δεν έρχεται εύκολα, χαρίζοντας στον παίκτη μια αίσθηση ικανοποίησης. Λίγο αργότερα, ο χάρτης του παιχνιδιού ανοίγει και ο Spider-Man παίρνει την πρώτη του αποστολή… η οποία είναι, λίγο-πολύ, να βρει μια σειρά από αναμεταδότες και να αποκρυπτογραφήσει το σήμα τους, αποκαλύπτοντας στο ραντάρ του σημεία ενδιαφέροντος γύρω από τον καθένα. Σας θυμίζει τίποτα; Ξέρω, ξέρω… σχεδόν ΟΛΑ τα «ανοικτόκοσμα» παιχνίδια που έχουν κυκλοφορήσει τον τελευταίο καιρό. Μετά έρχεται μια αποστολή που μαθαίνει στον παίκτη τους μηχανισμούς stealth, οι οποίοι διαφέρουν ελάχιστα σε βασικό επίπεδο από αυτούς των Arkham.
Εννοείται ότι όλα αυτά είναι περασμένα με ένα χέρι… πορτοκαλί μπογιάς, δεν υπάρχει στιγμή που να αισθάνεσαι ότι αυτό που παίζεις δεν ταιριάζει απόλυτα με τη φύση του Spider-Man ως ήρωα και χαρακτήρα, αλλά από την άλλη πλευρά δεν μπορείς να μην αισθανθείς μια μικρή απογοήτευση: αντί να πάρεις τον αγαπημένο σου ήρωα και να τον πας μια ωραία βόλτα, πρέπει να περάσεις πρώτα από ένα μεγάλο, γραμμικό tutorial. Αντί να συναντηθείς ξανά με αγαπημένους χαρακτήρες, πρέπει να κάνεις χαμαλοδουλειά για την αστυνομία. Αντί να δοκιμάσεις τις εκπληκτικές ακροβατικές σου ικανότητες με συναρπαστικό τρόπο, πρέπει να κυνηγάς εικονίδια ή να συμμετέχεις σε «έκτακτα» συμβάντα που δεν συναρπάζουν ακριβώς με την ευρηματικότητά τους. Ακόμα και η εξερεύνηση της πόλης δεν έχει -αρχικά- τη γοητεία που θα περίμενε κανείς, καθώς τα εμπόδια είναι πάρα πολλά, ο ρυθμός δύσκολος, και δεν είναι εύκολο να μείνεις στον αέρα, χωρίς να καταφύγεις στο θεαματικό, αλλά εύκολο parkour που επιτρέπει στον Spider-Man να συνεχίζει να κινείται… υπερ-ηρωικά και στο έδαφος.
Όμως, κυρίες και κύριοι, μιλάμε για την Insomniac, ένα στούντιο που ξέρει να συνδυάζει μηχανισμούς και περιεχόμενο όσο ελάχιστοι άλλοι δυτικοί δημιουργοί. Πρώτα από όλα, είναι πολύ σημαντικό ότι το παιχνίδι αφήνει χώρο για την εξέλιξη των ικανοτήτων του παίκτη, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά στους κινηματογραφικούς τίτλους, είτε έχουν ανοικτό χάρτη, είτε όχι. Αυτά τα πρώτα αδέξια βήματα στην πόλη, πολύ γρήγορα μετατρέπονται σε ένα εναέριο μπαλέτο που ρέει από τη μία κίνηση στην άλλη, καθώς ο παίκτης συνειδητοποιεί ότι υπάρχει ένας βέλτιστος ρυθμός όταν θέλει να μεταβεί κάπου γρήγορα και με ακρίβεια. Ακόμα και όταν μάθει αυτόν τον ρυθμό, μετά καλείται να δαμάσει μια σειρά από δευτερεύοντες μηχανισμούς που τον βοηθούν να αναπτύξει ταχύτητα… και να την ελέγξει, ώστε να μην χάσει την ακρίβειά του. Ακόμα και μετά από αυτό το επίπεδο, έρχεται να προστεθεί η δυνατότητα εκτέλεσης φιγούρων για λίγους έξτρα πόντους εμπειρίας και άλλες μικρές ευκολίες μέσω του συστήματος αναβάθμισης των skills που προσφέρουν στον ικανό παίκτη ακόμη περισσότερα εργαλεία για να κινείται γρήγορα, θεαματικά και απολαυστικά. Και φυσικά υπάρχουν και οι αντίστοιχες προκλήσεις που θα δοκιμάσουν τις ικανότητές του, πράγμα πολύ σημαντικό.
Το ίδιο συμβαίνει και στη μάχη. Η πρώτη επαφή με το σύστημα μάχης δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, καθώς θυμίζει αρχικά μια παραλλαγή των μηχανισμών των Arkham, όπου, αντί για το τηλεγραφημένο μπλοκάρισμα του Batman, ο Spider-Man καλείται να χρησιμοποιήσει την αραχνο-αίσθησή του για να αποφύγει τις επιθέσεις των αντιπάλων με ακροβατικούς ελιγμούς. Το μόνο που κάνει το σύστημα να ξεχωρίζει, αρχικά, είναι η ταχύτερη δράση και η εκρηκτικότητα του Spider-Man, καθώς και η δυνατότητα να χρησιμοποιεί τον ιστό του για να εξουδετερώνει ορισμένους από τους πιο ενοχλητικούς αντιπάλους. Όμως αυτή η εικόνα αλλάζει πολύ σύντομα. Μόλις πάρει τα πρώτα επίπεδα εμπειρίας, ο παίκτης μπορεί να επιλέξει νέες, πανέξυπνες και πολύ ταιριαστές στο στυλ του ήρωα δυνάμεις. Μπορεί να επιλέξει να αναβαθμίσει τον ιστό του, ώστε να μπορεί να αφοπλίζει τους πολυάριθμους οπλισμένους εχθρούς που θα αντιμετωπίσει ή να αρπάζει τους αντιπάλους του πιο εύκολα. Μπορεί να επενδύσει στην αραχνο-αίσθησή του για να μπορεί να κάνει περισσότερα πράγματα όταν αποφεύγει με επιτυχία τις επιθέσεις των εχθρών του. Μπορεί ακόμα και να επενδύσει στο stealth (περισσότερα για αυτό σε λίγο) ή στην κινητικότητά του, αποκτώντας ταχύτερα πρόσβαση σε θεαματικές σούπερ κινήσεις που του επιτρέπουν να εξοντώνει εχθρούς με ένα καλοζυγισμένο χτύπημα. Όπως και το σύστημα κίνησης, το σύστημα μάχης είναι ένα περίπλοκο (αλλά και περίτεχνο) κατασκεύασμα που όχι μόνο βάζει τον παίκτη στη στολή του Spider-Man, αλλά επιβραβεύει τον κόπο που θα κάνει για να γίνει «καλός». Όπως συνήθως, βέβαια, για να απολαύσει κανείς σωστά αυτήν την πτυχή του παιχνιδιού, καλό είναι να ανεβάσει λίγο τη δυσκολία, γιατί το Marvel’s Spider-Man είναι, εξ ορισμού, ένα παιχνίδι για όλους που μοιράζεται το ίδιο κοινό με τον πρωταγωνιστή του.
Επάνω σε αυτήν τη βάση έρχεται να προστεθεί μια σειρά από gadget που ξεκλειδώνουν νέες τακτικές ή δίνουν ώθηση στην ιστορία. Εδώ μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια μικρή έκλαμψη του ταλέντου της Insomniac, η οποία ξέρει όσο λίγες ομάδες να υλοποιεί εξωτικές συσκευές που κάνουν το gameplay πιο ενδιαφέρον. Ωστόσο, το γεγονός ότι όλα πρέπει να συνάδουν με τα δεδομένα και τη μυθολογία του Spider-Man, κόβει κάπως τα φτερά της ομάδας και περιορίζει τη φαντασία της. Ε, μετά από τα όπλα του Ratchet, του Sunset Overdrive, ακόμα και του Resistance, τα σύνεργα του Spider-Man μοιάζουν λίγο ανέμπνευστα, όσο όμορφα υλοποιημένα και αν είναι. Παρόλα αυτά, τα gadget κάνουν τη δουλειά τους, η οποία δεν είναι άλλη από το να προσθέτουν λίγο βάθος στο βασικό gameplay.
Πέρα από τους βασικούς άξονες του gameplay, δηλαδή την κίνηση και τη μάχη, υπάρχουν διάφορες δραστηριότητες που νοστιμεύουν λίγο τη συνταγή και είναι πολύ έξυπνο εκ μέρους της Insomniac ότι αυτές οι δραστηριότητες δεν βρίσκονται πάντοτε στο ίδιο σημείο. Μπορεί να τις πετύχει κανείς σε κάποιο side-mission, σε κάποιο περιφερειακό objective ή, φυσικά, στην κεντρική ιστορία. Παρόλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν μεγάλες μεταπτώσεις στην ποιότητα των περιφερειακών δραστηριοτήτων και, σε γενικές γραμμές, δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο να προσφέρουν. Για κάθε side-mission που ταράζει τα νερά, υπάρχουν άλλα τρία που είναι απλώς κυνήγια θησαυρού, συλλογές αντικειμένων και φωτογράφιση του περιβάλλοντος. Βέβαια, κάπου εδώ παρουσιάζεται μια ενδιαφέρουσα διχοτόμηση της όλης εμπειρίας: ενώ οι αποστολές της ιστορίας είναι σαφώς πιο ενδιαφέρουσες, κινηματογραφικές και σκηνοθετημένες με αρκετή -αφηγηματική- μαεστρία, οι πιο πεζές δευτερεύουσες αποστολές είναι αυτές που επιτρέπουν στον παίκτη να δοκιμάσει τις ικανότητές του και να ζορίσει στο έπακρο τους στιβαρούς μηχανισμούς του παιχνιδιού. Για παράδειγμα, αρκετά νωρίς στο παιχνίδι ξεκλειδώνεται μια δευτερεύουσα αποστολή που βάζει τον Spider-Man να κυνηγά… περιστέρια. Παρόλο που είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πιο βαρετό στόχο, το ίδιο το κυνήγι είναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί απαιτεί μεγάλη εξοικείωση με τους μηχανισμούς κίνησης. Σε συνδυασμό με το όλο σύστημα αναβάθμισης, το παιχνίδι προσφέρει διαρκώς κίνητρα στον παίκτη όχι μόνο για να «παίξει», αλλά και να «ασχοληθεί» μαζί του.
Όσο για την ίδια την ιστορία, είναι πιο συγκροτημένη και καλογραμμένη από όσο θα περίμενε κανείς από ένα βιντεοπαιχνίδι που προσπαθεί να στριμώξει όσο το δυνατόν περισσότερο fan service, αλλά και χαρακτήρες από τα κόμιξ. Έχει πλούσια χρονική έκταση, αρκετές σημαντικές εξελίξεις που αλλάζουν τα δεδομένα (χωρίς να ακολουθεί πάντα τη λογική του αιφνιδιαστικού twist) και τη δραματική ένταση που χρειάζεται για να διατηρεί το ενδιαφέρον. Επιπλέον, θα έλεγα ότι είναι και αρκετά γενναιόδωρη, καθώς επαναπροσδιορίζει και βάζει στο κάδρο πάρα πολλούς χαρακτήρες, σχεδόν πάντα με πειστικό τρόπο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ ικανοποιητικό, ίσως και συγκινητικό. Αν υπάρχει ένα παράπονο, το οποίο δεν είναι ακριβώς παράπονο, αλλά περισσότερο επιθυμία, είναι ότι η ιστορία λειτουργεί εντελώς αυτόνομα από τον κόσμο του παιχνιδιού. Ναι μεν γίνονται αλλαγές στον χάρτη και τις δραστηριότητες ανάλογα με την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά οι αποστολές εκτυλίσσονται πάντα στο δικό τους, απομονωμένο περιβάλλον και δεν έχουν την ευκαιρία να μπλέξουν με τον υπόλοιπο κόσμο και να δημιουργήσουν περισσότερες απρόβλεπτες συνθήκες, αυτό που λέμε emergent gameplay.
Αυτό είναι ένα μικρό ελάττωμα, το οποίο όμως παρατηρείται σε ολόκληρο το παιχνίδι. Πολλές φορές έχεις την εντύπωση ότι το Marvel’s Spider-Man είναι εσκεμμένα χωρισμένο σε άπειρες μικροενότητες, οι οποίες δεν συνδέονται μεταξύ τους με αρμονικό τρόπο, όπως στο God of War, για παράδειγμα, όπου είχαμε ένα ενιαίο, όσο και μεγαλειώδες σύνολο. Από τη μια πλευρά έχουμε τους καταπληκτικούς μηχανισμούς που λειτουργούν όπως πρέπει και δίνουν στον παίκτη ελευθερία, αλλά και χώρο να δείξει τι «αξίζει». Από την άλλη έχουμε την ιστορία, η οποία διαδραματίζεται εντελώς αυτόνομα. Σε ένα τρίτο κομμάτι έχουμε τον κόσμο, ο οποίος είναι μεν «ζωντανός» και καλοσχεδιασμένος, αλλά θα μπορούσε να είναι πιο αλληλεπιδραστικός σε επίπεδο αρχιτεκτονικής και δραστηριοτήτων, ενώ παράλληλα λειτουργεί με την κουρασμένη πλέον λογική των εικονιδίων. Μετά έχουμε περιφερειακές δραστηριότητες ή ενέργειες που είναι φανερό ότι έχουν προστεθεί εκ των υστέρων, όπως οι γρίφοι ή ακόμα και οι μηχανισμοί του stealth, οι οποίοι δεν έχουν την ίδια οργανική προσέγγιση με τα υπόλοιπα κομμάτια της εμπειρίας. Όσο ο ήρωας παραμένει απαρατήρητος (και αυτό απαιτεί καλή επίγνωση του περιβάλλοντος και στρατηγικούς χειρισμούς), όλα λειτουργούν τέλεια. Από εκεί και πέρα, αν γίνει κάποιο λάθος, δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός επαναφοράς και πάμε είτε σε μάχη, είτε σε αποτυχία, είτε σε άτακτη φυγή. Με λίγα λόγια, τα επιμέρους στοιχεία είναι εξαιρετικά, αλλά δεν «δένουν» πάντα αρκετά ομαλά μεταξύ τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια έλλειψη ρευστότητας που δεν επιτρέπει στην εμπειρία να φτάσει το τέλειο.
Από την άλλη πλευρά, πόσο σημαντικό είναι αυτό όταν o Spider-Man δεν αποκτά απλώς το δικό του Arkham, αλλά έρχεται να πρωταγωνιστήσει σε ένα από τα καλύτερα action games της χρονιάς; Όταν πετάς στην πόλη, ακούγοντας το ρυθμικό «θγουίπ-θγουίπ» του ιστού και προσπαθείς να υπολογίσεις την τροχιά σου ώστε να περάσεις ΑΚΡΙΒΩΣ με τον σωστό τρόπο ανάμεσα σε δύο κτίρια και ετοιμάζεις ήδη την επόμενη κίνησή σου, ώστε να αρπαχτείς από έναν τοίχο και να πέσεις επάνω σε μια συμμορία μασκοφόρων σκορπίζοντάς τους δεξιά-αριστερά, ενώ παράλληλα έχεις πιάσει με τον ιστό σου ήδη το κάλυμμα ενός υπονόμου και τους καταχεριάζεις με αυτό, λίγο πριν ακουστεί το χαρακτηριστικό «ΓΟΥΣΣΣ» του θεαματικού focus attack που μόλις έχει φορτίσει, το τελευταίο πράγμα που σε απασχολεί είναι ο κόσμος που θα μπορούσε να είναι λίγο πιο εμπνευσμένος. Αφού ΕΙΣΑΙ ο Spider-Man. Τα υπόλοιπα ίσως έρθουν με το αναπόφευκτο πλέον sequel.
Φωκίωνας «Αρχικόβαλος» Χαροκόπος
… δεύτερη γνώμη
Από το Spider-Man 2: The Game του 2004 (μα, πόσο ξενέρωτος τίτλος;) και έπειτα, οι φανατικοί οπαδοί του Ανθρώπου Αράχνη ήλπιζαν ότι θα εμφανιζόταν μία εταιρεία που θα χρησιμοποιούσε ως βάση το δημιούργημα της Treyarch, για να φτιάξει το απόλυτο αραχνοπαίχνιδο. Και αυτό γιατί, οι άνθρωποι της Treyarch, έχοντας κατανοήσει πλήρως τι είναι αυτό που κάνει τόσο ξεχωριστό τον Σπάιντερ-Μαν, κατάφεραν να το αποδώσουν με απόλυτη επιτυχία στη μικρή οθόνη. Η έννοια της γραμμικότητας ερχόταν σε αντίθεση με τον τρόπο που κινείται ο αγαπημένος ήρωας της Marvel, γι’ αυτό και η αμερικάνικη εταιρεία του έδωσε ολόκληρη την πόλη της Νέας Υόρκης για να αιωρείται με την ησυχία του από ουρανοξύστη σε ουρανοξύστη, δίχως περιορισμούς. Και μάλιστα, τον άφησε να κάνει ακριβώς αυτά που μας έχει συνηθίσει και στα κόμιξ: να καταδιώκει κακοποιά στοιχεία που τρέχουν του σκοτωμού στους δρόμους της αμερικανικής μεγαλούπολής, να μεταφέρει τραυματίες στο νοσοκομείο, να κάνει τον ντιλιβερά, να φωτογραφίζει κόκκινα μπαλόνια και να πλακώνεται με τους σούπερ κακούς που δραστηριοποιούνται στο «Μεγάλο Μήλο».
Χρειάστηκε να περάσουν δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια, μέχρι να βρεθεί η εταιρεία εκείνη που θα χρησιμοποιούσε το Spider-Man 2: The Game ως οδηγό, για να δημιουργήσει το απόλυτο αραχνοπαίχνιδο. Μέχρι να εμφανιστεί η Insomniac, τα παιχνίδια με πρωταγωνιστή τον Αραχνοκέφαλο ήταν παγιδευμένα στα «δίχτυα» της μετριότητας και πλήρως αποξενωμένα από το μύθο του Ανθρώπου Αράχνη. Το νέο Spider-Man διαγράφει το «αμαρτωλό» ψηφιακό παρελθόν του Πίτερ Πάρκερ και εξαφανίζει τις δυσάρεστες αναμνήσεις των προηγούμενων παιχνιδιών. Από το πρώτο λεπτό, το παιχνίδι της Insomniac εκπαιδεύει τον παίκτη με σκοπό να τον κάνει τον καλύτερο Σπάιντερ-Μαν του κόσμου. Είναι εκπληκτικό το πόσο διαφορετικά κινείται κανείς κάτω από τον ουρανό της Νέας Υόρκης, μετά από μερικές ώρες παιχνιδιού. Η έγκαιρη εκτόξευση ιστού λίγο πριν ο Σπάιντι σκάσει στο έδαφος, γίνεται για τον παίκτη δεύτερη φύση, και κανένα κτήριο, όσο ψηλό και να είναι, δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία του Σπάιντερ-Μαν. Η αρμονία των κινήσεων, το πλούσιο animation, η αντίδραση του ήρωα της Marvel όταν φτάνει μπροστά σε ένα εμπόδιο (κτήριο, μπαλκόνι, γέφυρα, δέντρα κλπ.), όπως και ο τρόπος που απλά τα προσπερνά, μαγεύουν και καθηλώνουν τον παίκτη μπροστά στην οθόνη. Εξίσου εντυπωσιακός, είναι ο τρόπος που μάχεται ο φιλικός Σπάιντερ-Μαν της γειτονιάς μας. Από τη στιγμή που ο παίκτης θα εξοικειωθεί με το σύνολο των επιθετικών και αμυντικών κινήσεων, και χρησιμοποιεί με αποτελεσματικό τρόπο τα γκάτζετ που φέρει μαζί του ο Άνθρωπος Αράχνη, η αναμέτρηση με τα κακοποιά στοιχεία της πόλης μετατρέπεται σε μία εντυπωσιακή χορογραφία.
Πέρα από ορισμένα ατοπήματα, όπως η με-το-ζόρι επική μουσική που ακούγεται κάθε φορά που ο Σπάιντερ-Μαν αφήνει το έδαφος – η οποία παραπέμπει στην κινηματογραφική τριλογία Spider-Man του Σαμ Ράιμι, όπως και μία σειρά από κοινότυπες αποστολές, η Insomniac δημιούργησε ένα σούπερ παιχνίδι, αντάξιο ενός δημοφιλούς σούπερ ήρωα, όπως ο Αραχνάκιας.
Και τώρα να με συγχωρέσετε, καθώς έχω να πιάσω μερικά @^#%**$ περιστέρια!
Σπύρος «Δονητής» Ασημάκης