Το Unravel Two έρχεται από τη Σουηδία, μέσω Αμερικής, σε κονσόλες και υπολογιστές για να μας χαρίσει όχι μόνο μία όμορφη εμπειρία αλλά και για να αισθανθούμε – έστω και για λίγο – ξεχωριστοί. Βλέπετε, το νέο παιχνίδι της Coldwood Interactive φέρνει μαζί του λίγη από την αύρα της Ε3, της μεγαλύτερης έκθεσης βιντεοπαιχνιδιών στον κόσμο, και αυτό γιατί η επίσημη ανακοίνωση του παιχνιδιού και η κυκλοφορία του στα ψηφιακά καταστήματα, πραγματοποιήθηκαν την ίδια ακριβώς ημέρα, κατά τη διάρκεια της φετινής παρουσίασης της Electronic Arts. Χάρις στην τεχνολογία και τις ανέσεις που αυτή προσφέρει, έχουμε, πλέον, τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε παιχνίδια, ελάχιστες στιγμές μετά από την επίσημη παρουσίασή τους. Δεν το λες και λίγο.
Σε γενικές γραμμές, το Unravel Two ακολουθεί πιστά την επιτυχημένη συνταγή του προκατόχου του. Χωρίς να αποκλίνει από τη δομή που καθιέρωσε το πρώτο Unravel, το δεύτερο μέρος δεν προσφέρει τίποτα λιγότερο από μία ευχάριστη, χαλαρωτική εμπειρία, υπό τη μορφή ενός χαριτωμένου platform. Πρόκειται για ένα «χαλαρό» παιχνίδι το οποίο εστιάζει στο ταξίδι του μικρού Κουβαράκη, χωρίς οι άνθρωποι της Coldwood Interactive να αισθάνονται την ανάγκη να υποβάλουν τους παίκτες σε «σκληρές» δοκιμασίες, όπως κάνουν τα Donkey Kong Country: Tropical Freeze και Rayman Legends. Το Unravel Two δεν είναι, ούτε προσπαθεί να γίνει ένα τέτοιο παιχνίδι και εδώ που τα λέμε, καλά κάνει και δεν το προσπαθεί. Δεν χρειάζεται όλα τα παιχνίδια πλατφόρμας να κάνουν τα ίδια πράγματα και να προσφέρουν ικανοποιητικές εμπειρίες.
Έπειτα από μία μεγάλη τρικυμία, ο κόκκινος Κουβαράκης (ο πρωταγωνιστής από το πρώτο Unravel) καταλήγει ναυαγός σε ένα άγνωστο μέρος, στο οποίο δεσπόζει ένα τεράστιος και μάλλον εγκαταλειμμένος φάρος. Για καλή του τύχη, κατά τα πρώτα λεπτά της νέας του περιπέτειας, ο κόκκινος Κουβαράκης πέφτει πάνω σε έναν δεύτερο μικρό Κουβαράκη. Χωρίς να έχουν να χάσουν τίποτα, οι δύο Κουβαράκηδες αποφασίζουν να ενώσουν τις μοναξιές και τις κλωστές τους, με σκοπό να εξερευνήσουν τον άγνωστο αυτό τόπο.
Πέρα από το προφανές (ότι πρόκειται για συνέχεια του πρώτου Unravel), το «Two» στον τίτλο του παιχνιδιού αναφέρεται στην ύπαρξη ενός δεύτερου ανθρωπόμορφου κουβαριού, το οποίο μοιράζεται την ίδια οθόνη με το κόκκινο κουβαράκι. Ο μοναχικός παίκτης ελέγχει εναλλάξ τους δύο Κουβαράκηδες, ενώ, στην περίπτωση που παίζουμε με παρέα, κάθε παίκτης ελέγχει τον δικό του Κουβαράκη. Ολόκληρο το παιχνίδι βασίζεται πάνω στη συνεργασία ανάμεσα στα Κουβαράκια, είτε παίζουμε μόνοι μας, είτε με παρέα. Για να ολοκληρώσουμε με επιτυχία μία πίστα, θα πρέπει να ξεπεράσουμε μία σειρά από λογικές σπαζοκεφαλιές που προκύπτουν από τη διαμόρφωση του χώρου, η επίλυση των οποίων προϋποθέτει τη συνεργασία των δύο λιλιπούτιων πρωταγωνιστών. Για το λόγο αυτό, τα δύο Κουβαράκια διαθέτουν έναν σημαντικό αριθμό κινήσεων που τους επιτρέπουν να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο και δυσκολία που θα βρουν μπροστά τους. Με τη μαγική τους κλωστή, μπορούμε να υφάνουμε νημάτινες γέφυρες και νημάτινα τραμπολίνο. Επίσης, τα δύο Κουβαράκια μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις κλωστές τους για να γαντζωθούν πάνω σε αντικείμενα και αιωρούνται με τη βοήθεια του μαγικού τους νήματος, σας τον Σπάιντερ-Μαν και τον Ταρζάν για να περάσουν πάνω από χάσματα και παγίδες. Και μέσα σε όλα τα υπόλοιπα, θα πρέπει να διαχειριστούμε και το γεγονός ότι το μήκος της κλωστής που συνδέει μόνιμα τα δύο νημάτινα ανθρωπάκια, είναι πεπερασμένο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να απομακρυνθεί αρκετά το ένα Κουβαράκι από το άλλο. Ο περιορισμός αυτός, κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα τη διαδικασία επίλυσης των σπαζοκεφαλιών που συναντούμε κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, καθώς μας «υποχρεώνει» να σκεφτούμε πρακτικά και πιο δημιουργικά για να ξεπεράσουμε τα εμπόδια.
Η μορφολογία των επιπέδων δεν δημιουργεί κάποια δυσκολία, όσον αφορά το platform κομμάτι του παιχνιδιού. Σε κανένα σημείο δεν χρειάζεται να εκτελέσουμε κάποιο ριψοκίνδυνο άλμα, ούτε κάποια άλλη ενέργεια που να απαιτεί χρόνο και προσπάθεια. Οι εχθροί είναι ελάχιστοι και η παρουσία τους δεν αποτελεί πραγματική απειλή για τους Κουβαράκηδες. Η πρόκληση βρίσκεται στο να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που δίνει ο σπάγκος που ενώνει τα δύο Κουβαράκια, ώστε να ξεπεράσουμε τα εμπόδια που συναντούμε σε κάθε πίστα του Unravel Two. Λόγω της φύσης των εμποδίων, πέρα από τα νήματα που ενώνουν τα δύο ανθρωπάκια, θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε τη μορφολογία κάθε πίστας προς όφελός μας. Μπορεί να είναι να μία σπασμένη σανίδα, ένα παρατημένο πατίνι, ένα ανυψωτικό μηχάνημα που μαζεύει σκόνη, ένα μπαλόνι, ένα ζευγάρι καρούλια. Χρησιμοποιώντας τη λογική και τις μαγικές κλωστές των δύο Κουβαράκηδων, αντικείμενα όπως τα παραπάνω, μετατρέπονται σε σκαλοπάτια και γέφυρες που θα μας βοηθήσουν να φτάσουμε στο τέλος της πίστας.
Από εκεί και πέρα, ο χειρισμός είναι αψεγάδιαστος και τα δύο ανθρωπάκια εκτελούν άμεσα κάθε εντολή που τους δίνουμε. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι το Unravel Two έχει σχεδιαστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να προάγει τη συνεργασία ανάμεσα στα δύο Κουβαράκια, μετατρέποντας το co-op σε μία απολαυστική διαδικασία, είτε παίζουμε μόνοι μας, είτε με παρέα. Το παιχνίδι συνεργασίας, ως ο κύριος μηχανισμός του Unravel Two, λειτουργεί άψογα σε όλα τα επίπεδα και η συνέπεια αυτή είναι που δίνει αξία στο πόνημα της Coldwood Interactive.
Εν ολίγοις, αυτό είναι το Unravel Two. Δεν είναι το δυσκολότερο παιχνίδι που κυκλοφορεί εκεί έξω, ούτε φέρνει κάποια νέα, επαναστατική ιδέα. Ακολουθεί πιστά τα χνάρια του προκατόχου του, χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία να πειράξει μηχανισμούς που, ούτως ή άλλως, λειτουργούσαν σωστά και στο πρώτο παιχνίδι. Το co-op λειτουργεί άψογα και η προσθήκη του δίνει επιπλέον πόντους στο παιχνίδι. Είναι το κύριο χαρακτηριστικό που αυξάνει την αντοχή του Unravel Two στο χρόνο. Ακόμη και μετά τον τερματισμό, υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να επισκεφτούμε ξανά τον κόσμο του Unravel Two. Έχουμε να εντοπίσουμε κρυμμένα αντικείμενα, να παίξουμε το άτυπο time attack, και, πάνω απ’ όλα, να απολαύσουμε με παρέα το διασκεδαστικότατο co-op. Τι παραπάνω να ζητήσει κανείς από μία ανεξάρτητη παραγωγή;