Πώς καταλαβαίνεις ότι ένα μέσο έχει ωριμάσει εμπορικά; Όταν η επιτυχία, σχετική ή μη, παύει να συναρτάται με την ποιότητα. Αυτό είναι το ορόσημο κατά το οποίο αυτό το μέσο απευθύνεται πλέον στο λεγόμενο «ευρύ κοινό». Στον χώρο του gaming, πολλές φορές κάνουμε το λάθος να θεωρούμε ότι η προσέγγιση του ευρύτερου κοινού έχει να κάνει με τη διεύρυνση του βασικού («σκληροπυρηνικού», αν θέλετε) κοινού των gamers, ώστε αυτό να ταυτίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο με το ευρύτερο ή «mainstream» κοινό που θέλουμε να προσεγγίσουμε. Είναι μια τακτική που έχει φέρει θετικά αποτελέσματα και όντως έχει αποφέρει αναγνωρισιμότητα στον κλάδο του gaming, ενώ παράλληλα έχει αυξήσει τα έσοδά του.
Επειδή μάλλον μου ξέφυγε λίγο στη διατύπωση, ας το κάνω λίγο πιο λιανά: τα βιντεοπαιχνίδια έχουν φτάσει επιτέλους σε ένα σημείο όπου το κοινό δεν είναι πλέον «αναγκασμένο» να ακολουθεί τις ποιοτικότερες κυκλοφορίες. Υπάρχει πλέον αρκετή ποικιλία, αρκετές διαφορετικές εμπορικές και τιμολογιακές βαθμίδες, αρκετά διαφορετικά μπάτζετ και προϊόντα, ώστε να μπορούμε πλέον να λέμε «σήμερα δεν έχω όρεξη για ποιότητα ρε παιδί μου, θέλω να παίξω ένα γρήγορο σουτεράκι» ή «να είχαμε τώρα ένα καλό θρίλερ ή ένα ατμοσφαιρικό παιχνίδι εποχής», όπως ακριβώς θα λέγαμε αντίστοιχα για μια ταινία, ένα βιβλίο, ή ακόμα και για ένα κόμικ.
Αυτό σημαίνει ότι σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ, ένα παιχνίδι μπορεί να στηριχθεί σε μια ιδιαίτερη ιδέα ή θεματολογία και να βρει το κοινό που χρειάζεται για να είναι κερδοφόρο. Και ΝΑΙ, όπως θα καταλάβατε μετά από αυτόν τον επικών διαστάσεων πρόλογο, το Vampyr είναι ένας από αυτούς τους τίτλους. Για την ακρίβεια, δένει τόσο όμορφα την κεντρική ιδέα του με την αφήγηση και την εποχή στην οποία διαδραματίζεται που έχει τη δύναμη να σε αφήσει με το στόμα ανοιχτό, ιδιαίτερα αν δεν ξέρεις ακριβώς τι να περιμένεις. Είναι τόσο προφανές ότι βασίζεται σε αυτόν τον πανίσχυρο συνδυασμό που… σχεδόν θεωρείς λογικά τα όποια στραβοπατήματα σε επίπεδο μηχανισμών.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το Vampyr διαδραματίζεται στο Λονδίνο του μεσοπολέμου και αφηγείται την ιστορία του Δρ. Jonathan E. Reid, πρώην στρατιωτικού ιατρού και διακεκριμένου επιστήμονα, ο οποίος ειδικεύεται στις μεταγγίσεις αίματος (ναι, εντάξει, είπαμε να ρουφήξουμε λίγο αίμα, αλλά εδώ έχουμε εξοκείλει). Ο Δρ. Reid, λοιπόν, επιστρέφει μετά τη θητεία του σε ένα Λονδίνο που έχει δει και καλύτερες μέρες: μια τρομακτική επιδημία ισπανικής γρίπης έχει ξεσπάσει στον ευρύτερο πληθυσμό, σκορπίζοντας παντού τον θάνατο, ενώ το γενικευμένο θανατικό δημιουργεί τις ιδανικές συνθήκες για τα πλάσματα της νύχτας, τα οποία βρίσκουν την ευκαιρία να τραφούν ανενόχλητα και να πολεμήσουν μεταξύ τους για τον έλεγχο της σκοτεινής πλευράς της πόλης. Αυτά όλα ο πρωταγωνιστής μας τα μαθαίνει γρήγορα από πρώτο χέρι, καθώς ξεκινά το παιχνίδι σε έναν μαζικό τάφο, θύμα όχι της γρίπης, αλλά ενός ισχυρού βρικόλακα. Σαστισμένος και πεινασμένος, ο Reid ακολουθεί μια γνώριμη γυναικεία φωνή που τον καλεί. Ανήμπορος να αντισταθεί, στραγγίζει τις φλέβες της γνωστής, αλλά ανώνυμης γυναίκας διαπιστώνοντας στη συνέχεια ότι είναι η ίδια του η αδερφή που έψαχνε να τον βρει ανάμεσα στους νεκρούς. Με αυτήν την κλασική, απλοϊκή τραγωδία, ο παίκτης βυθίζεται σε μια περίπλοκη, αλλά και γοητευτική περιπέτεια, η οποία αντλεί έμπνευση από τα λεγόμενα penny dreadfuls, δηλαδή τα διηγήματα τρόμου της δεκάρας που ψυχαγωγούσαν τους αναγνώστες στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα.
Από πλευράς σχεδιασμού, το Vampyr είναι κατά βάση ένα action RPG, το οποίο βασίζεται σε δύο πυλώνες: την έρευνα και τη μάχη. Αυτοί οι κεντρικοί άξονες αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοτροφοδοτούνται δημιουργώντας ένα κεντρικό δίλημμα που διέπει ολόκληρο το παιχνίδι. Ως γιατρός σε ένα από τα ελάχιστα νοσοκομεία που φροντίζουν άπορους ασθενείς, ο Reid νιώθει την ηθική υποχρέωση να αποτρέψει τον θάνατο, αλλά ως βρικόλακας ποθεί τη δύναμη που του χαρίζει το ανθρώπινο αίμα. Αυτό το δίλημμα ξεκινά ως αφηγηματικό τέχνασμα που παρακινεί τις αποφάσεις που καλείται να πάρει ο παίκτης στις επαφές του με διάφορους χαρακτήρες, αλλά στη συνέχεια θέτει και πρακτικά ζητήματα, καθώς οι κίνδυνοι που απειλούν τον ήρωα γίνονται ολοένα πιο θανάσιμοι. Αυτό κάνει πολύ πιο επιτακτική την ανάγκη να δυναμώσει γρήγορα, άρα και πιο έντονο τον πειρασμό να πιει υγιές αίμα.
Αυτό το «υγιές αίμα» είναι άλλος ένας ενδιαφέροντας, αν και όχι τόσο λογικός, μηχανισμός του παιχνιδιού. Το αίμα των υγιών ανθρώπων θεωρείται πιο «θρεπτικό», άρα δίνει περισσότερη δύναμη. Καλά ως εδώ. Για κάποιον μυστηριώδη λόγο, το ίδιο ισχύει και για τη συναισθηματική τους επαφή με τον ήρωα. Με λίγα λόγια, όσο πιο υγιή είναι τα θύματα και όσο καλύτερα τα γνωρίζει ο Δρ. Reid, τόσο πιο αποδοτικά είναι σε εμπειρία. Μπορεί να ακούγεται λίγο ζορισμένο σαν ιδέα, αλλά στην πράξη είναι ένα εξαιρετικό κίνητρο για να ασχοληθεί κανείς με το πλούσιο αφηγηματικό υπόβαθρο του Vampyr, καθώς κάθε χαρακτήρας που θα συναντήσετε έχει τη δική του ιστορία. Βέβαια, αυτό το πλούσιο υπόβαθρο είναι ειδικά σχεδιασμένο ώστε να αναδεικνύει ακόμα περισσότερο το ηθικό δίλημμα στην καρδιά του τίτλου, καθώς οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες έχουν τους λόγους τους για να είναι αυτό που είναι. Πέρα από όλα αυτά, το ημι-γραμμικό Λονδίνο του Vampyr είναι χωρισμένο σε συνοικίες, κάθε μία από τις οποίες έχει τον δικό της βαθμό σταθερότητας/ευημερίας και τα δικά της σημαίνοντα πρόσωπα που «στηρίζουν τον κοινωνικό ιστό». Αν σκοτωθούν αυτά τα άτομα, τα οποία φυσικά προσφέρουν τεράστιες ποσότητες εμπειρίας, η τοπική κοινωνία καταρρέει σταδιακά, με αποτέλεσμα να ξεφεύγει από τον έλεγχο η βία και να ανοίγει ο δρόμος για τις σκοτεινές δυνάμεις που δρουν στο παρασκήνιο.
Με αυτόν τον τρόπο, το Vampyr αποφεύγει τη συστημική επιλογή δυσκολίας και αφήνει την απόφαση στα χέρια του παίκτη: αν θέλει να κάνει τη ζωή του πιο εύκολη, θα πρέπει να παίξει τον ρόλο του «κακού». Αν θέλει να διαμορφώσει την ιστορία με πιο ηθικό/ανθρώπινο τρόπο, θα πρέπει να αρκεστεί σε πολύ λιγότερη εμπειρία, κάνοντας τις μάχες σαφώς πιο δύσκολες. Βέβαια, αρκετά σημαντικό ρόλο παίζουν η στρατηγική, αλλά και οι επιλογές του παίκτη, καθώς υπάρχουν αρκετές προσεγγίσεις σε κάθε πρόβλημα (όχι σε όλα, όμως), ενώ το σύστημα δεξιοτήτων είναι αρκετά πλούσιο και επιτρέπει την εξειδίκευση σε συγκεκριμένες τακτικές, ώστε να μην χρειάζονται απαραίτητα τεράστιες ποσότητες εμπειρίας για την επιτυχία.
Και τώρα έρχονται τα δύσκολα. Μια τόσο φιλόδοξη ιδέα πρέπει να υποστηρίζεται σωστά από την πλοκή και την ποιότητα γραφής. Από πλευράς ιστορίας, το Vampyr δεν τα πάει καθόλου άσχημα, αν και είναι γεμάτο με τα ίδια βαμπιροκλισέ που έχουμε μάθει να αγαπάμε από την εποχή της «Συνέντευξης με έναν Βρικόλακα» της Anne Rice και των κλασικών pen and paper RPG του World of Darkness. Για την ακρίβεια, μοιράζεται αρκετούς μηχανισμούς με το κλασικό Vampire The Masquerade, αν και βασίζεται πολύ περισσότερο στη λεπτομέρεια και δεν προσφέρει την ίδια ελευθερία. Από πλευράς γραφής, όμως, υπάρχει ένα θεματάκι, καθώς η επιτηδευμένα παλιομοδίτικη γλώσσα έρχεται σε σύγκρουση με το γεγονός ότι η μητρική γλώσσα της ομάδας ανάπτυξης είναι τα Γαλλικά, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κάποια αδέξια σημεία. Σε ένα οποιοδήποτε άλλο παιχνίδι, αυτό δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία, αλλά εδώ κάθε λάθος στην (πιθανολογώ) μετάφραση από τα Γαλλικά χτυπάει άσχημα στο αυτί. Όπως συμβαίνει συνήθως με τα γλωσσικά ζητήματα, αυτό το θέμα γίνεται περισσότερο ή λιγότερο αντιληπτό ανάλογα με τον βαθμό εξοικείωσης με την αγγλική γλώσσα. Ένα άλλο θέμα όσον αφορά τη γραφή είναι ότι, παρόλο που υπάρχουν αρκετά πιθανά φινάλε, δεν αναγνωρίζουν όλα στον ίδιο βαθμό τις αποφάσεις που πήρε ο παίκτης για να φτάσει μέχρι εκεί.
Πολύ πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι το θέμα της μάχης, καθώς πρόκειται για βασικό μηχανισμό που αναγκάζει τον παίκτη να πάρει σημαντικές αποφάσεις. Σε γενικές γραμμές λειτουργεί, αλλά μοιάζει σαν να προέρχεται από άλλες εποχές. Ο χειρισμός είναι μπερδεμένος με αποτέλεσμα να γίνεται εύκολα λάθος και η απόκριση δεν είναι αυτή που θα έπρεπε. Τουλάχιστον υπάρχει αρκετό βάθος και ποικιλία που εξισορροπεί λίγο την κατάσταση. Αν είχε αξίες παραγωγής ΑΑΑ και ένα πραγματικά ΑΑΑ σύστημα μάχης, ίσως μιλούσαμε για μια από τις μεγάλες επιτυχίες της χρονιάς.
Όμως αυτά δεν υπάρχουν και είναι άδικο να επιμένουμε περισσότερο σε αυτά τα στοιχεία. Κατά συνέπεια, το Vampyr θα πρέπει να περιοριστεί στον ρόλο του διακριτικού sleeper hit και να διεκδικήσει ό,τι μπορεί ως προικισμένος τίτλος ΑΑ, ο οποίος αδικείται ελαφρώς από τις φιλοδοξίες του. Από τον όμορφο καλλιτεχνικό τομέα, μέχρι το πλούσιο σενάριο και την πειστική του ατμόσφαιρα έχει να προσφέρει πολλά. Αλλά πρέπει και ο παίκτης να θέλει συγκεκριμένα αυτά τα πράγματα που προσφέρει.