
Από τις πρώτες στιγμές του, το παιχνίδι σε εισάγει σε έναν αισθητικά πανέμορφο κόσμο, με γραφικά που θυμίζουν τις καλύτερες στιγμές των συστημάτων 16-bit. Για την ακρίβεια, η ελαφρώς περιορισμένη χρωματική παλέτα του παιχνιδιού κάνει τα γραφικά να θυμίζουν περισσότερο τίτλους του SEGA Mega Drive, και όχι του Super Nintendo. Άλλα στοιχεία ωστόσο έχουν ξεκάθαρα πηγή έμπνευσης μερικά από τα αξιομνημόνευτα franchise της Nintendo. Ο κόσμος του παιχνιδιού, αποτελούμενος από νησιά που αιωρούνται στους ουρανούς στα οποία κατοικούν οι ανθρωπόμορφες κουκουβάγιες που ανήκει και ο πρωταγωνιστής, παραπέμπουν εμφανώς στα Zelda και πιο συγκεκριμένα στο Skyward Sword. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ο Otus, παραμένει αμίλητος όπως και ο Link σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, ωστόσο οι σχεδιαστές έχουν μετατρέψει το κλισέ του σιωπηλού πρωταγωνιστή σε στοιχείο του σεναρίου, αφού ο Otus είναι κυριολεκτικά… μουγγός, και αυτή η ιδιαιτερότητά του επηρεάζει και την προσωπικότητά του. Σεναριακά το Owlboy θυμίζει αρκετά τα Ιαπωνικά RPG της δεκαετίας του ’90, συνδυάζοντας χιούμορ και χιουμοριστικούς χαρακτήρες με μια ατμόσφαιρα που γίνεται σε σημεία μελαγχολική και σκοτεινή. Στο «στήσιμο» της ατμόσφαιρας βοηθά καίρια η μουσική επένδυση του παιχνιδιού. Οι συνθέσεις του Τζόναθαν Γκιρ συνδυάζουν συναίσθημα, επικότητα και ambience, παραπέμπουν ελαφρώς σε μερικά από τα κλασικά sountrack της Square Enix στις εποχές της δόξας της και αναβαθμίζουν δραματικά την εμπειρία που προσφέρει το Owlboy.

Σε ότι αφορά το gameplay, το Owlboy πειραματίζεται με ένα σχεδιαστικό μοντέλο που συνδυάζει τα Metroid, τα παιχνίδια shoot ‘em ‘up και τα παιχνίδια πλατφόρμας. Ο πρωταγωνιστής διαθέτει δύο βασικές ιδιότητες: μπορεί να αιωρείται και να πετάει, και μπορεί να γραπώνει αντικείμενα και άλλους χαρακτήρες με τα πόδια του. Εξαιτίας της πρώτης ιδιότητας, στη μεγαλύτερη διάρκεια του παιχνιδιού η εξερεύνηση των επιπέδων γίνεται τόσο οριζόντια όσο και κάθετα. Η δεύτερη ιδιότητα του πρωταγωνιστή καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη δράση του παιχνιδιού, καθώς σταδιακά προσφέρεται ένα συμπληρωματικό ρόστερ χαρακτήρων που μπορείς να «κουβαλήσεις» μαζί σου, να αφήσεις σε οποιοδήποτε σημείο των επίπεδων και να τους «καλέσεις» να εμφανιστούν ξανά, ανά πάσα στιγμή. Κάθε ένας από αυτούς τους χαρακτήρες διαθέτει επίσης και ένα διαφορετικό όπλο, οπότε η εναλλαγή τους μεταφράζεται πρακτικά και σε διαφορετικά είδη επιθέσεων.
Οι σχεδιαστές χρησιμοποιούν αυτά τα δεδομένα για να επιχειρήσουν μια ποικιλία από διαφορετικές συνθήκες στο gameplay. Άλλες στιγμές εξερευνείς με τα πόδια δαιδαλώδεις σπηλιές ή ανεβαίνεις στους αιθέρες. Άλλες στιγμές βρίσκεσαι να πυροβολείς αρμάδες ιπτάμενων εχθρών. Άλλες λύνεις γρίφους χρησιμοποιώντας τους διαθέσιμους περιφερειακούς χαρακτήρες. Άλλες προσπαθείς να ξεφύγεις από κάποιο γιγάντιο εχθρό σε σεκάνς καταδίωξης. Υπάρχουν και κάποια σημεία που οι σχεδιαστές περιορίζουν την ελευθερία κινήσεων του χαρακτήρα, ζητώντας από τον παίκτη να κρυφτεί από εχθρούς ή να περάσει από κάποιο σημείο της πίστας χωρίς να χρησιμοποιήσει το πέταγμά του. Τα περισσότερα από τα επίπεδα απλώνονται σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, ωστόσο σε σύγκριση με τα Metroid, οι πίστες είναι αρκετά πιο γραμμικές στην εξέλιξή τους και δεν επιβραβεύουν στον ίδιο βαθμό την εξερεύνηση. Επίσης, παρά τις προσπάθειες των σχεδιαστών, οι σχεδιαστικοί πειραματισμοί με τους ιδιαίτερους μηχανισμούς του παιχνιδιού «ταβανιάζουν» λίγο μετά τα μισά του παιχνιδιού. Αυτό σημαίνει πως σταδιακά το παιχνίδι ξεμένει από νέες ιδέες και η δράση αρχίζει να επαναλαμβάνεται. Παρ’ όλα αυτά, το Owlboy καταφέρνει να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος – όπου μπορεί να χωλαίνει ελαφρώς η δράση, αναπληρώνει το παιχνίδι με το συναρπαστικό σενάριο ή την εκπληκτική ατμόσφαιρά του.

Είναι συναρπαστικό να έρχεσαι σε επαφή με ένα παιχνίδι από ένα άγνωστο στούντιο, που να είναι σχεδιασμένο με τόση αυτοπεποίθηση. Δεν ξέρω αν σε αυτό ευθύνεται η υποφαινόμενη… δεκαετής ανάπτυξή του (αναρωτιέμαι πως ακριβώς επιβίωσε η D-Pad Studio σε αυτό το διάστημα), αλλά το Owlboy είναι ένα πλήρες δημιούργημα, προσεγμένο σε κάθε πτυχή του. Η αισθητική του ταυτότητα είναι μοναδική και αψεγάδιαστη, ενισχυμένη από ένα από τα πιο όμορφα soundtrack που είχα την τύχη να ακούσω φέτος. Οι μηχανισμοί του είναι ιδιαίτεροι και πρωτότυποι. Ο κόσμος του παιχνιδιού θα μπορούσε να έχει προκύψει από κάποιο μεγάλο Ιαπωνικό στούντιο. Το μόνο που ίσως του έλειπε για να πιάσει κορυφή ήταν μερικές ακόμη ιδέες στο gameplay. Ελπίζω πως δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε δέκα χρόνια ακόμη, αλλά το σίγουρο είναι πως αν δεν τα κατάφερε τώρα, το επόμενο Owlboy έχει όλα τα φόντα για να αναδειχθεί σε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της γενιάς του.