Δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα από τότε που ο Φωκίων ανέλαβε να αξιολογήσει το πακέτο των Bayonetta και Bayonetta 2 για τον «αδικοχαμένο» προκάτοχο του Nintendo Switch. Σίγουρα δεν έχει αλλάξει τίποτα στους συγκεκριμένους τίτλους με την καθαυτή μεταφορά τους στο Switch, αφού έχουμε να κάνουμε με ένα απόλυτα διεκπεραιωτικό port, με ελάχιστο επενδυμένο χρόνο σε οποιεσδήποτε προσθήκες στο πρωτότυπο περιεχόμενο. Όχι βέβαια πως έχει ιδιαίτερη σημασία όταν μιλάμε (ειδικά) για το Bayonetta 2, που κυκλοφόρησε σε ένα σύστημα με πολύ μικρή βάση χρηστών (Wii U) και κατέληξε στα χέρια ακόμη λιγότερων. Δεν έχει αλλάξει επίσης τίποτα και στο ίδιο το είδος των παιχνιδιών στο οποίο ανήκουν τα Bayonetta: τα (τρισδιάστατα) παιχνίδια στυλιζαρισμένης δράσης που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια είναι ελάχιστα, σε βαθμό που η Platinum έχει καταστεί σχεδόν αποκλειστική εκπρόσωπος του είδους, εκτελώντας «εργολαβίες» για οποιαδήποτε εταιρεία παραγωγής ενδιαφέρεται να προσθέσει ένα παρόμοιο δημιούργημα στο ρόστερ των κυκλοφοριών της. Βέβαια, σαν franchise το Bayonetta παραμένει μια ξεχωριστή περίπτωση, γιατί για τη Nintendo, το να καρπωθεί την αποκλειστική παρουσία της σειράς στα συστήματά της αποτελούσε κίνηση που εξυπηρετούσε καθαρά το ηθικό των οπαδών και το πρεστίζ της απέναντι στους hardcore gamer. Ενώ για την Platinum Games, η άνευ όρων επένδυση από τη μεριά της Nintendo έδωσε πνοή ζωής και δημιουργική ελευθερία σε ένα από τα λιγοστά πρωτότυπα δημιουργήματα του στούντιο.
Έταιροι «σύμμαχοι» στις εντυπώσεις που χαράζουν αυτά τα δύο παιχνίδια στο μυαλό σου είναι τα… θεάματα που έχουν σκαρφιστεί οι σχεδιαστές της Platinum. Μόνο ο πρόλογος του Bayonetta 2 αρκεί για να σε πείσει για τις εξωφρενικές προθέσεις των σχεδιαστών: το παιχνίδι ξεκινά με μερικές επικές μάχες… κάπου προς τα τέλη του παιχνιδιού και ξαναγυρίζει έπειτα στην αρχή για να μεταφερθεί στη χριστουγεννιάτικη Νέα Υόρκη για την επίσημη (επαν) έναρξη του δεύτερου μέρους, όπου η δράση εξελίσσεται αρχικά πάνω σε μια σειρά από F-16 και μετά πάνω, κάτω και δίπλα σε ουρανοξύστες, γέφυρες, και οποιοδήποτε άλλο κατασκεύασμα αποφασίσουν να διαλύσουν οι τερατώδεις αρχηγοί της πρώτης πίστας. Η ροπή προς το επικό έρχεται και συνδυάζεται σχεδόν ιδανικά με μια ακομπλεξάριστη ποικιλία σε επίπεδο καλλιτεχνικής διεύθυνσης, καθώς οι σχεδιαστές πετούν στο ίδιο καζάνι αγγέλους και δαίμονες, ρομπότ και φουτουριστικά στοιχεία, επιρροές από το κίνημα του μπαρόκ, γοτθικά στοιχεία και ειλικρινά, οτιδήποτε άλλο τους κατέβει στο κεφάλι και εξυπηρετεί τους χαρακτήρες και το σύμπαν του παιχνιδιού. H συνταγή των Bayonetta πλαισιώνεται από κάφρικο χιούμορ και απροκάλυπτη σεξουαλικότητα που πηγάζουν από τη συλλογική συνείδηση των otaku, παραδίδονται ωστόσο στον παίκτη με σκερτσόζα σκηνοθεσία και αφήγηση έτσι ώστε να μην απωθούν, αλλά να διασκεδάζουν και τους μη σκληροπυρηνικούς οπαδούς της Ιαπωνικής υπο-κουλτούρας.
Το ότι έχουμε να κάνουμε με δύο τυπικά port βέβαια σημαίνει πως τα Bayonetta και Bayonetta 2 συνοδεύονται από τα ίδια ψεγάδια που διέθεταν και κατά την κυκλοφορία τους. Η χαοτική δράση που – παρά τις προσπάθειες των σχεδιαστών – σε αποπροσανατολίζει ανα στιγμές είναι ένα από αυτά, και είναι ένα πρόβλημα που γιγαντώνεται στο φορητό mode του Switch, όπου ο διαθέσιμος χώρος περιορίζεται στη μικρή οθόνη του συστήματος. Τα QTE εξακολουθούν να εκνευρίζουν σε περιστάσεις, ενώ ισχύει ακόμη η διαπίστωση πως το gameplay των δύο παιχνιδιών «ρηχαίνει» απότομα όταν απομακρυνθείς από τις μάχες. Υπάρχει εξερεύνηση, υπάρχει (λιγοστό) platforming, ακόμη πιο λίγοι γρίφοι, αλλά τα περισσότερα επίπεδα του παιχνιδιού προσφέρουν απλά χώρους για χάζι και διάλειμμα από τον χαμό των μαχών και τίποτα πιο ουσιαστικό. Ένα στοιχείο που ποτέ δεν κατάφερα να χωνέψω, τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο παιχνίδι, είναι το πως η ιστορία ανάμεσα στα επίπεδα εξελίσσεται μέσα από στατικές εικόνες και ηχογραφημένους διαλόγους των πρωταγωνιστών. Η αντίθεση μεταξύ της θεαματικής σκηνοθεσίας και των χολιγουντιανών σεκάνς μέσα στα επίπεδα, και των στατικών σκηνών ανάμεσα από αυτά, παραμένει ενοχλητική. Τέλος, καθαρά σε ότι αφορά τη μεταφορά των παιχνιδιών, είναι κρίμα που το στούντιο που ανέλαβε το project δεν δοκίμασε για ανάλυση μεγαλύτερη των 720p, τουλάχιστον για το docked mode του Switch. Τουλάχιστον φαίνεται πως έχουμε να κάνουμε με πιο σταθερά frame rate (σχεδόν πάντα 60), σε σύγκριση με τις εκδόσεις του Wii U.
Όπως και να έχει, έχουμε να κάνουμε με μια κυκλοφορία που αποτελεί καθαρό κέρδος για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Κέρδος για όλους τους gamer, που έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν δύο από τους καλύτερους τίτλους δράσης της τελευταίας δεκαετίας, στην καλύτερη έκδοσή τους. Κέρδος για τη Nintendo, που προσθέτει στο ρόστερ του Switch δύο ακόμη σπουδαία παιχνίδια, σε μια χρονιά που έχει ξεκινήσει σχετικά χλιαρά σε σύγκριση με πέρυσι. Και τέλος, κέρδος για την Platinum Games, που βλέπει τα δύο «παιδιά» της να προετοιμάζουν το έδαφος για την επιστροφή της Bayonetta, σε ένα επεισόδιο που περιμένουμε πως θα τινάξει το Switch στον αέρα. Θα περιμένουμε με ανυπομονησία!