Κάνοντας μία σύντομη αναδρομή στο παρελθόν, με αφορμή την κυκλοφορία του Shadow of the Colossus στο PS4, αναρωτήθηκα τι ήταν τελικά αυτό που έλειπε από τους τίτλους του Φουμίτο Ουέντα, οι οποίοι κυκλοφόρησαν για το PS2, πριν από πολλά, πολλά χρόνια. Μάλλον ήταν εκείνο το σύστημα που θα μπορούσε να “σηκώσει” το βάρους ενός υπέρμετρα φιλόδοξου εγχειρήματος, που αρνούταν πεισματικά να συμβιβαστεί με τις δυνατότητες των παιχνιδομηχανών εκείνης της περιόδου. Παρά τον ευφυή τους σχεδιασμό, τόσο το ICO, όσο και το Shadow of the Colossus, ταλανίζονταν από διάφορα τεχνικά προβλήματα, όπως οι συχνές μεταπτώσεις στο frame rate και η προβληματική κάμερα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον όχι και τόσο φροντισμένο οπτικό τομέα, έρχονταν σε αντίθεση με το μεγαλεπήβολο όραμα του δημιουργού τους. Αυτή η ασυνέπεια που παρουσίαζαν τα δύο παιχνίδια, έδιναν την εντύπωση ότι ο Ουέντα, κατά τον αρχικό σχεδιασμό, έπρεπε να είχε στο νου του πανίσχυρα συστήματα που δεν υπήρχαν, εκείνη την εποχή, στην αγορά.
Δώδεκα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του Shadow of the Colossus, οι άνθρωποι της Bluepoint Games ανέλαβαν να αποκαταστήσουν αυτή τη συμπαντική αδικία, προσφέροντας το ένα και μοναδικό πράγμα που έλειπε από το αριστούργημα του Ουέντα: την τεχνική αρτιότητα. Με το remake του Shadow of the Colossus, η ομάδα από το Τέξας κατάφερε να “συμφιλιώσει” το αρχικό όραμα του Ουέντα με την τεχνολογία. Σε αντίθεση με το… ταπεινό PS2 που δεν μπορούσε, το PS4 στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και χάρις στο ταλέντο και το μεράκι των ανθρώπων της Bluepoint Games, ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Ξεκινώντας από το προφανές, η νέα εμφάνιση του Shadow of the Colossus είναι πραγματικά εκθαμβωτική. Τα πάντα έχουν σχεδιαστεί από το μηδέν και, προς τιμή των ανθρώπων του αμερικάνικου στούντιο, η οπτική μεταμόρφωση του παιχνιδιού έγινε με απόλυτο σεβασμό στο πρωτότυπο υλικό, με τέτοιον τρόπο ώστε να αναδειχθούν όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν το Shadow of the Colossus τόσο ξεχωριστό και ιδιαίτερο. Η διαφορά ανάμεσα στην έκδοση του PS2 και αυτής του PS4, είναι, φυσικά, χαοτική. Η ποιότητα της εικόνας είναι τέτοια που μας επιτρέπει να δούμε μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Η θολούρα και η οπτική ασάφεια που χαρακτήριζε τον κόσμο από το πρωτότυπο παιχνίδι, απουσιάζουν. Ο εκ βάθρων σχεδιασμός όλων των στοιχείων που συνθέτουν τον κόσμο του Shadow of the Colossus, εντυπωσιάζει και η εμμονή στη λεπτομέρεια, συγκινεί και η μετάβαση από το PS2 στο PS4, επικαιροποιεί αυτή την τόσο ξεχωριστή και μαγευτική εμπειρία. Μεγαλοπρεπείς και επιβλητικοί, οι Κολοσσοί περπατούν και πάλι πάνω τον κόσμο τούτο, με ανανεωμένη εμφάνιση. Το τρίχωμα (ή μήπως η χλωρίδα που λειτουργεί ως τρίχωμα;) που καλύπτει το σώμα αυτών των θεόρατων πλασμάτων, ακολουθεί με απόλυτη φυσικότητα και χάρη κάθε τους κίνηση. Το animation του μαύρου αλόγου που συνοδεύει τον ήρωα του παιχνιδιού καθ’ όλη τη διάρκεια της περιπέτειας, είναι απίστευτα ομαλό και ρεαλιστικό. Το γυαλιστερό του τρίχωμα, ο τρόπος που ανεμίζει η χαίτη και η ουρά του, όταν αυτό καλπάζει, δεν συγκρίνεται οτιδήποτε σχετικό έχετε δει σε άλλο παιχνίδι. Η αρχιτεκτονική των κτηρίων που βρίσκονται στον κόσμο του παιχνιδιού, αναδεικνύεται χάρις την ιπποδύναμη του PS4 και τα μαγικά χέρια των σχεδιαστών του remake. Τα ερείπια των αρχαίων ναών, οι πέτρινες γέφυρες ύψους εκατοντάδων μέτρων και τα κτήρια που είναι λαξευμένα στους πρόποδες βουνών, είναι όλα τους σχεδιασμένα με απίστευτη προσοχή και λεπτομέρεια.
Η μοναδική ένσταση που έχω, όσον αφορά τα γραφικά, είναι το πρόσωπο του πρωταγωνιστή. Αν έχετε προσέξει, όλα τα πρόσωπα των ηρώων που εμφανίζονται στα παιχνίδια του Ουέντα (ICO, Shadow of the Colossus και The Last Guardian), έχουν πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: λευκή επιδερμίδα, γαλήνιο βλέμμα, σχεδόν σχιστά μάτια. Στο remake, ο Wander (ο ήρωας του παιχνιδιού) έχει μαγουλάκια, έχει πιο ανοιχτά ματάκια και, γενικώς, διαφέρει αρκετά από τον Wander του αρχικού παιχνιδιού. Χωρίς να θέλω να σας απογοητεύσω, αυτό είναι και το μόνο αρνητικό – λέμε τώρα – στοιχείο του νέου Shadow of the Colossus. Ε, κάτι έπρεπε να γράψω, ναι;
Σε επίπεδο μηχανισμών, το remake ακολουθεί πιστά το πρωτότυπο. Άλλωστε θα ήταν… ιεροσυλία να πειράξει κανείς κάτι τόσο το μοναδικό και ξεχωριστό, ειδικά για ένα παιχνίδι που, παρά τα εμφανή τεχνικά προβλήματα που είχε, άντεξε στο πέρασμα του χρόνου. Για την ιστορία, ευειδής νέος με καστανά μαλλιά, θέλει να επαναφέρει στη ζωή την ωραία κοιμωμένη του δικού του παραμυθιού, εξολοθρεύοντας δεκαέξι μυστηριώδη πλάσματα που ξεπερνούν στο ύψος ακόμα και ουρανοξύστες. Ο θάνατός τους, η ζωή της, λοιπόν. Αυτό το απλό σεναριακό εύρημα αποτελεί και τη βάση του Shadow of the Colossus. Καβάλα πάνω στο μαύρο του άτι, ο Wander οργώνει τον κόσμο όλο, προκειμένου να εντοπίσει και να σκοτώσει τους Κολοσσούς. Ο πρωταγωνιστής θα περάσει μέσα από ερήμους, πυκνά δάση και ερείπια ενός αρχαίου και άγνωστου πολιτισμού, για να συναντήσει τα γιγάντια αυτά όντα. Παρά το γεγονός ότι το Shadow of the Colossus δεν είναι τίποτ’ άλλο από μία αυστηρά επαναλαμβανόμενη διαδικασία (και χωρίς να υπάρχει κάτι άλλο για να ασχοληθούμε εκτός της κεντρικής ιστορίας), η εμπειρία που προσφέρει είναι συναρπαστική. Γι’ αυτό, θα πρέπει να ευχαριστούμε τους αληθινούς πρωταγωνιστές αυτού του παιχνιδιού, τους Κολοσσούς.
Κάθε Κολοσσός διαθέτει τα δικά του μοναδικά χαρακτηριστικά, όπως και τον δικό του τρόπο συμπεριφοράς, στοιχεία που κάνουν τις μάχες τόσο ξεχωριστές και συναρπαστικές. Καμία αναμέτρηση δεν μοιάζει με την προηγούμενη, μια και κάθε γίγαντας απαιτεί διαφορετική προσέγγιση σε επίπεδο τακτικής. Ο σκοπός παραμένει ο ίδιος: να σκαρφαλώσουμε πάνω στον Κολοσσό, να εντοπίσουμε την “αχίλλειο πτέρνα” του και να τον χτυπήσουμε ακριβώς εκεί ώστε να τον ρίξουμε στο έδαφος, μια και καλή. Εκείνο που αλλάζει είναι ο τρόπος που προσεγγίζουμε τα ευαίσθητα σημεία ενός Κολοσσού. Για παράδειγμα, η γενειάδα ενός εκ των τιμίων γιγάντων, φαίνεται να είναι το μοναδικό σημείο του σώματός πάνω στο οποίο μπορεί να πιαστεί κανείς ώστε να ξεκινήσει το σκαρφάλωμα. Πως, όμως, καταφέρνει κανείς να πείσει ένα τέτοιο θηρίο να τον αφήσει να περπατάει σαν την χείρα πάνω στα γένια του; Υπάρχουν Κολοσσοί που πετούν, άλλοι που ζουν στον πυθμένα της μεγάλης λίμνης και άλλοι που το αδύνατό τους σημείο καλύπτεται από αδιαπέραστο υλικό. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ακολουθούμε κάθε φορά διαφορετική στρατηγική για να τους νικήσουμε. Εκεί βρίσκεται η μαγεία του παιχνιδιού. Από τη στιγμή που θα ανέβουμε πάνω στον Κολοσσό, μοναδικό μας μέλημα είναι να μην πέσουμε εξαιτίας των απότομων και βίαιων κινήσεων του τέρατος. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, οι μάχες αποκτούν μία άγρια ομορφιά και γίνονται πραγματικά επικές. Γι’ αυτό και η νίκη επί ενός Κολοσσού δίνει τόση μεγάλη ικανοποίηση στον παίκτη.
Έστω και ετεροχρονισμένα, το φιλόδοξο όραμα του Φουμίτο Ουέντα συμβαδίζει, πλέον, με την τεχνολογία της εποχής. Το αποτέλεσμα; Ένας υπέροχος συνδυασμός καλλιτεχνικής άποψης και τεχνικής αρτιότητας, μία μαγευτική και ασύγκριτη εμπειρία που δεν συναντούμε πια τόσο συχνά, όσο θα θέλαμε. Πλέον, δίπλα στο λήμμα «remake», παρέα με το Resident Evil Rebirth/Remake, θα βρίσκεται και το Shadow of the Colossus από την Bluepoint Games. Πρόκειται για ένα υποδειγματικό ramake ενός διαχρονικού παιχνιδιού σπάνιας καλλιτεχνικής αξίας που πρέπει – ναι, πρέπει – να βρίσκεται στη συλλογή σας.
Σπύρος Ασημάκης
Το Shadow of the Colossus στο PS4 Pro
Ανεξάρτητα από την κριτική για το ίδιο το παιχνίδι, μια κυκλοφορία όπως το ανανεωμένο Shadow of the Colossus βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τεχνικό τομέα, επομένως απαιτείται ένας μίνιμουμ εξοπλισμός για να thn απολαύσει κανείς σε όλο τhw το μεγαλείο. Το παιχνίδι προσφέρει δύο επιλογές, 1080p με (σχεδόν) ακατέβατα 60 καρέ το δευτερόλεπτο και μια επιλογή υπερυψηλής ανάλυσης, η οποία βελτιώνει και ορισμένα στοιχεία της ποιότητας εικόνας, αλλά τρέχει στα 30 fps. Και οι δύο επιλογές υποστηρίζουν HDR.
Ξεκινώντας από τη λειτουργία υψηλής απόδοσης, τα γραφικά εξακολουθούν -φυσικά- να εντυπωσιάζουν σε σύγκριση με ο πρωτότυπο, αλλά και το προηγούμενο remaster, αλλά είναι προφανές ότι ο πρωταγωνιστής είναι η απόδοση. Με μοναδική εξαίρεση ένα στιγμιαίο judder στην περιοχή γύρω από τον κεντρικό ναό και ίσως μια ή δυο σκηνές προς το τέλος, η δράση δεν παρουσιάζει καθόλου αισθητές μεταπτώσεις. Δεν έχουμε φυσικά εξοπλισμό καταμέτρησης καρέ, αλλά η αίσθηση παραμένει ομαλότατη σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η πολύ καλή ποιότητα του antialiasing κρύβει αρκετά ικανοποιητικά την πτώση της λεπτομέρειας σε σύγκριση με τη λειτουργία υψηλής ανάλυσης.
Όσο για τη λειτουργία υψηλής ανάλυσης, έχουμε αρκετές εκπλήξεις: πρώτα από όλα, η ποιότητα εικόνας είναι εκπληκτική, τόσο πολύ μάλιστα που δίνει την εντύπωση υψηλότερης εγγενούς ανάλυσης. Η εισαγωγική σκηνή, η οποία δίνει πραγματικό ρεσιτάλ ατμόσφαιρας, αφήνει τον θεατή με το στόμα ανοιχτό, σε βαθμό που λίγα παιχνίδια νέας γενιάς το καταφέρνουν. Ομοίως, μείναμε με το στόμα ανοιχτό όταν μάθαμε από το Digital Foundry ότι η εγγενής ανάλυση αυτής της λειτουργίας είναι “μόλις” 1440p, χωρίς checkerboarding και άλλα κόλπα που θα μπορούσαν ίσως να την ανεβάσουν περισσότερο. Προσωπικά, υποπτεύομαι ότι αυτή η επιλογή έγινε διότι η Bluepoint δεν ήθελε να συμβιβαστεί σε κανέναν βαθμό όσον αφορά στη λύση antialiasing που χρησιμοποιεί, η οποία δημιουργεί ένα πεντακάθαρο, αλλά παράλληλα απαλό (και όχι “μαλακό”) αποτέλεσμα. Είναι μια επιλογή που ίσως φιλοδοξεί να διατηρήσει σε κάποιον βαθμό τον μυστηριώδη, ομιχλώδη αέρα του πρωτότυπου, όπου το antialiasing στρογγυλοποιεί τα κοντινά αντικείμενα, ενώ το HDR παίρνει τη θέση του εντυπωσιακού για την εποχή του bloom. Κατά τα άλλα, σε αυτή τη λειτουργία βλέπουμε με γυμνό μάτι κάπως καλύτερα φιλτραρισμένα υφές και σαφώς βελτιωμένες σκιές.
Δεν υπάρχει κάτι άλλο που μπορεί να πει κανείς σχετικά με τον τεχνικό τομέα, πέρα από ένα μεγάλο μπράβο στην Bluepoint που πήρε τις κατάλληλες αποφάσεις, ώστε να σεβαστεί στο βαθμό που είναι δυνατό την καλλιτεχνική φύση του Shadow of the Colossus.
Φωκίων Χαροκόπος