Η αγορά των videogames μπορεί να γίνει πολύ παράξενη. Μερικές φορές, απλά δεν υπάρχει κάποια πειστική εξήγηση γιατί μια συνταγή γνωρίζει τεράστια εμπορική επιτυχία και μια άλλη καταφέρνει να γοητεύσει μόνο ένα σχετικά περιορισμένο κοινό. Ας δούμε το Total War, για παράδειγμα. Τα στρατηγικά blockbuster της SEGA και της Creative Assembly γνώρισαν αμέσως -και δικαίως- μεγάλη επιτυχία και παραμένουν μέχρι σήμερα ίσως τα μοναδικά blockbuster που εξακολουθούν να έχουν τις ρίζες τους και τον ζωτικό τους χώρο αποκλειστικά στους υπολογιστές. Τουλάχιστον με τον ορισμό που δίνω εγώ στα blockbuster, δηλαδή τίτλοι που συνδυάζουν την εμπορική απήχηση με τις υψηλές αξίες παραγωγής. Ποια ήταν η συνταγή της επιτυχίας τους σε βασικό επίπεδο; Ο συνδυασμός δύο (όχι εξίσου) δημοφιλών ειδών, συγκεκριμένα των turn-based strategy και των real-time strategy, σε ένα ελκυστικό και καλά εκτελεσμένο πακέτο.
Στον αντίποδα, έχουμε τα SpellForce, τα οποία θα έπρεπε να έχουν περίπου αντίστοιχη πορεία, σε θεωρητικό επίπεδο, καθώς συνδύαζαν και αυτά τις σχετικά υψηλές αξίες παραγωγής με την ανάμιξη δύο εξαιρετικά δημοφιλών ειδών, τουλάχιστον για την εποχή που ξεκίνησαν: τα ισομετρικά RPG και τα real-time strategy. Σίγουρα, τα SpellForce δεν είχαν ποτέ πραγματικά εμπνευσμένη εκτέλεση, ούτε έναν ισχυρό εκδότη με σημαντικό διαφημιστικό κεφάλαιο εκτός Γερμανίας, αλλά πάντα κατάφερναν να πετύχουν τον στόχο τους, δηλαδή να αφηγηθούν μια ωραία ιστορία σε έναν πλούσιο κόσμο με μπόλικη φαντασία και να χρησιμοποιήσουν τον μαζικά στρατηγικό χαρακτήρα του gameplay για να προσθέσουν μια επική νότα στην αφήγησή τους, πείθοντας τον παίκτη ότι συμμετέχει σε μια σύγκρουση που κρίνει τη μοίρα του κόσμου. Ωστόσο, παρά την περιορισμένη τους απήχηση, τα SpellForce κατάφεραν να επιβιώσουν και τώρα επιστρέφουν με τον τρίτο (και σαφώς καλύτερο) τίτλο της σειράς, χάρη στην άνοδο ενός νέου ισχυρού εκδότη στην Ευρώπη, της THQ Nordic (ο οποίος, όπως θα θυμάστε, έσωσε και τα Darksiders).
Το SpellForce III συνεχίζει να κάνει αυτό που κάνει καλύτερα, δηλαδή να υφαίνει την ιστορία ενός επικού κόσμου, ξεκινώντας με ένα νέο κεφάλαιο. Η πλοκή ξετυλίγεται ομαλά και ξεκάθαρα και οι παίκτες που έρχονται σε επαφή με τη σειρά για πρώτη φορά δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να την παρακολουθήσουν. Μοιραία, θα χάσουν κάποιες αναφορές στο παρελθόν, αλλά σε γενικές γραμμές η ιστορία είναι τόσο όμορφα στημένη που δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα – έστω και αν δεν είναι πάντα το ίδιο καλογραμμένη, ίσως επειδή το παιχνίδι δεν γράφτηκε από την αρχή στα Αγγλικά. Όσο για την ίδια την ιστορία έχει μια κάπως ιδιαίτερη… φιλοδοξία στον τρόπο που εκτυλίσσεται. Δεν προσφέρει κάτι που δεν μπορεί να το βρει κανείς σε ένα οποιοδήποτε fantasy bestseller, αλλά αυτή η προσοχή στο ξεδίπλωμα της αφήγησης, με πειστικά κίνητρα και εναλλαγές σκηνών, δεν απαντάται συχνά σε παιχνίδι, ενώ και η προσοχή στην απόδοση των χαρακτήρων και των φωνών τους είναι μάλλον ασυνήθιστη για ένα ισομετρικό RPG.
Όμως το SpellForce III δεν είναι ένα κλασικό ισομετρικό RPG. Όπως προαναφέραμε, είναι ένα υβρίδιο RPG και RTS. Μάλιστα, είναι ένα ευλαβικά δίκαιο υβρίδιο, το οποίο χωρίζει το gameplay του σχεδόν ισόποσα στα δύο σκέλη της εμπειρίας. Καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται και οι χαρακτήρες ενισχύονται, κλιμακώνεται και το διακύβευμα. Σε αντίθεση με τα κλασικά ισομετρικά RPG, το SpellForce III ξεφεύγει από τα όρια μιας ομάδας ηρώων και οδηγεί την αφήγησή του σε μεγάλης κλίμακας συγκρούσεις που πείθουν ότι μπορούν να κρίνουν το μέλλον ενός ολόκληρου βασιλείου. Είναι μια προσέγγιση που πραγματικά λειτουργεί, καθώς το νέο SpellForce μπορεί να γίνει μια εξόχως μαγευτική εμπειρία, ένα πραγματικό ψηφιακό έπος το οποίο μεταφέρει στον παίκτη εξαιρετικά πειστικά τη δύναμη που μπορεί να έχει ένας ήρωας στο πεδίο της μάχης, αλλά και το πόσο ανώφελος μπορεί να είναι ένας ισχυρός ήρωας χωρίς τη στήριξη του κόσμου. Είχα καιρό να νιώσω την αγνή, αφελή χαρά ενός παραδοσιακού αφηγήματος fantasy μέσα από ένα παιχνίδι. Όχι με την έννοια της πραγματικά ενδιαφέρουσας ιστορίας και των πολιτικά κρίσιμων επιλογών ενός Witcher 3, αλλά με τη ζωντάνια, το «παραμύθιασμα» και την κλίμακα ενός μυθιστορήματος του είδους.
Όμως αυτή η τόσο διαφορετική εμπειρία έχει και το τίμημά της: κανένας από τους δύο τομείς του gameplay δεν ξεχωρίζει από μόνος του. Το κομμάτι του RTS είναι ριζωμένο στο παρελθόν, ένας κλασικός κύκλος συλλογής πόρων, διαχείρισης εργατικού δυναμικού και παραγωγής/τοποθέτησης στρατευμάτων. Λειτουργεί σωστά, έχει τις προκλήσεις του, αλλά σε καθαρά βασικό επίπεδο είναι ένα παιχνίδι του ‘90. Το κομμάτι των ηρώων είναι σαφώς πιο ενδιαφέρον, κυρίως γιατί συνδέεται με όμορφες τακτικές, συνδυαστικές επιθέσεις και εθιστικό loot, αλλά και αυτό δεν ξεχειλίζει ακριβώς από φαντασία, εστιάζοντας κυρίως στο κομμάτι της στρατηγικής. Η δημιουργία χαρακτήρα δεν είναι τίποτα περισσότερο από την επιλογή ενός συνδυασμού δυνάμεων, ενώ η αλληλεπίδραση των ηρώων με τον κόσμο, πέρα από τη μάχη, είναι αρκετά περιορισμένη, σε σύγκριση με ένα Original Sin, για παράδειγμα. Χρειάζεται κάτι παραπάνω για να ξεχωρίσει από μόνο του, αλλά σε γενικές γραμμές είναι πολύ ικανοποιητικό.
Όμως αυτό που καθορίζει την τελική εντύπωση που αφήνει το SpellForce III δεν είναι τα επιμέρους κομμάτια του, αλλά το σύνολο. Είναι μια όμορφη, ξεχωριστή παραγωγή που φιλοδοξεί να προσφέρει κάτι διαφορετικό και το καταφέρνει. Έχει ορισμένα προβλήματα στο gameplay που δεν μπορούν να αγνοηθούν, ιδιαίτερα στο RTS κομμάτι, αλλά καταφέρνει να τα ξεπεράσει με τη φιλοδοξία, την αφήγηση και τις ευαισθησίες του, οι οποίες θυμίζουν περισσότερο ένα εμπορικό μυθιστόρημα fantasy, παρά ένα παραδοσιακό παιχνίδι. Θεωρώ ότι είναι μια από τις όμορφες εκπλήξεις της προηγούμενης χρονιάς και δεν έχω κανέναν δισταγμό να το προτείνω σε όλους τους φίλους του γνήσιου fantasy.